Απόψεις

Η παγκόσμια γκρίνια που πριονίζει το κλαδί μας

Η κοινή γνώμη κάθε χώρας συλλέγει μόνο τα θετικά των υπολοίπων χωρών και κατακεραυνώνει την κυβέρνησή της που δεν τα έχει πετύχει στη δική της κοινωνία. Μια αόριστη μουρμούρα αναδύεται από τις αναπτυγμένες κοινωνίες, όπου αρκεί ο εμπρηστικός λόγος κάποιων λαϊκιστών για να τη μετουσιώσει σε πολιτική διαμαρτυρία και αντισυστημική –δήθεν– ψήφο
Δημήτρης Ευθυμάκης

Ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα όλων των κυβερνήσεων και όλων των πρωθυπουργών, απ’ άκρου εις άκρον της Ευρώπης; Η αδυναμία τους να πείσουν τους λαούς τους ότι για την άνοδο των τιμών και για τις ελλείψεις προϊόντων φταίνε ο Πούτιν και η πανδημία της Covid. Δεν πείθουν, όχι διότι δεν έχουν επαρκή επιχειρήματα, αλλά διότι κανένας από κάτω δεν είναι διατεθειμένος να τους ακούσει. Ενα σπιράλ μαζικού παραλογισμού και αδιέξοδης αντίδρασης παρασύρει τις κοινωνίες του αναπτυγμένου κόσμου, που βράζουν σαν καζάνι μάγισσας, δίχως κανένας να ξέρει τι τέρας θα ξεπηδήσει μέσα από τους αφρούς του.  

Δεν είναι μόνο δυσκολία (ή αδυναμία) του Μητσοτάκη να πείσει την κοινωνία του για το αυτονόητο. Οτι, δηλαδή, η κρίση πληθωρισμού είναι εξωγενής και άρα δεν έχει νόημα να αλληλογρονθοκοπούμαστε εμείς στο εσωτερικό μας. Είναι αδυναμία όλων των πρωθυπουργών και των κυβερνήσεων της Ευρώπης. Σε κοινωνίες στις οποίες ο καθένας έχει το ελεύθερο να λέει αναπόδεικτα ό,τι του κατέβει μέσα από εκατομμύρια διαύλους επικοινωνίας, το μερικό κερδίζει κατά κράτος το γενικό και το απλοϊκό σαρώνει το πολύπλοκο. 

Ο Ελληνας διαμαρτύρεται διότι η βενζίνη στο Ντίσελντορφ είναι φθηνότερη από ό,τι στην Αθήνα και ο Γερμανός γκρινιάζει διότι οι κρατικές ενισχύσεις στην Ελλάδα (ανά κάτοικο επί του ΑΕΠ) είναι ψηλότερες από τις γερμανικές. Ο Βέλγος τρελαίνεται διότι η τιμή της κιλοβατώρας του είναι υψηλότερη από αυτήν του Ισπανού και ο Ισπανός διαμαρτύρεται διότι ο πληθωρισμός του είναι τρεις μονάδες πάνω από τον βελγικό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα κανάλια αλλά και το ίδιο το πολιτικό προσωπικό της Ευρώπης βρίθουν από επιτήδειους της αποσπασματικής σύγκρισης. 

Η κοινή γνώμη κάθε χώρας συλλέγει όλα τα θετικά των υπολοίπων χωρών και κατακεραυνώνει την κυβέρνησή της που δεν τα έχει πετύχει στη δική της κοινωνία. Μια αόριστη και απροσδιόριστη μουρμούρα, δίχως αρχή, μέση και τέλος, αναδύεται από τις αναπτυγμένες κοινωνίες, όπου αρκεί ο εμπρηστικός λόγος κάποιων λαϊκιστών για να τη μετουσιώσει σε πολιτική διαμαρτυρία και αντισυστημική –δήθεν– ψήφο. Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης του 2010, χρειαζόταν τουλάχιστον ένα απατηλό πρόγραμμα Θεσσαλονίκης για να δώσει πολιτικό σχήμα στην τότε αγανάκτηση. Στη σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα, δεν χρειάζεται καν αυτό. Από τον Μελανσόν ως τη Λεπέν και πάλι πίσω, μια βδομάδα δρόμος. 

Καθόμαστε στο προνομιακό κλαδί του παγκόσμιου δέντρου, αλλά έχουμε βγάλει τον σάρακα και το πριονίζουμε, έμπλεοι θυμού για τα προβλήματά μας. Η παγκόσμια ματιά μας κατευθύνεται πάντα προς τους πιο ευνοημένους –νομίζουμε– από εμάς. Τους κάτω από μας τρωγλοδύτες του πλανήτη δεν τους κοιτάμε ώστε να αντιληφθούμε την πραγματική θέση μας. Μόνο όταν αποκοπεί το κλαδί μας, θα καταλάβουμε.