| CreativeProtagon
Απόψεις

Η λυδία λίθος των ευρωεκλογών

Τελικά αυτές οι ευρωεκλογές, που θα γίνουν αρχές Ιουνίου του 2024, απέκτησαν ιδιαίτερη πολιτική σημασία, μολονότι ούτε η θητεία της κυβέρνησης διακυβεύεται ούτε οι πολιτικοί συσχετισμοί που προέκυψαν από τις διπλές βουλευτικές εκλογές φαίνεται ότι θα αλλάξουν ριζικά. Γίνονται όμως ορόσημο επιβεβαίωσης για όλους και ήδη ξεκίνησαν να προετοιμάζονται με τροχιοδρομικές ενέργειες και τακτικές
Μιχάλης Μιχαήλ

Από το μακρινό 1981, όταν ψηφίσαμε για πρώτη φορά εκπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι ευρωεκλογές είχαν δευτερεύουσα σημασία και βαρύτητα στην πολιτική ζωή της χώρας. Δεν κρινόταν η διακυβέρνηση, και έτσι γίνονταν συνήθως σε χαλαρό και αδιάφορο πολιτικό κλίμα. Τα κόμματα, κατά κανόνα, τις αντιμετωπίζουν λίγο αδιάφορα, με υποψηφίους που εξυπηρετούν περισσότερο τις εσωκομματικές ισορροπίες ή με τη συμμετοχή και εκλογή προσωπικοτήτων, για να ενισχύσουν το πολιτικό προφίλ τους.

Είναι παράδοξο, λοιπόν, που οι ερχόμενες ευρωεκλογές, έξι μήνες πριν από τη διεξαγωγή τους, στις αρχές Ιουνίου του 2024, αποκτούν ιδιαίτερη πολιτική σημασία, μολονότι ούτε η θητεία της κυβέρνησης διακυβεύεται ούτε οι πολιτικοί συσχετισμοί που προέκυψαν από τις διπλές εκλογές, τον περασμένο Μάιο και Ιούνιο, φαίνεται ότι θα αλλάξουν ριζικά.

Αναδεικνύονται ωστόσο σε λυδία λίθο για τη ΝΔ και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, έχοντας ως κοινό παρονομαστή τη δικαίωση των διαφορετικών στρατηγικών τους. Γίνονται ορόσημο επιβεβαίωσης για όλους και ήδη ξεκίνησαν από τώρα να προετοιμάζονται με τροχιοδρομικές ενέργειες και τακτικές.

Για τη μεν ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι πασιφανές ότι οι ευρωεκλογές του Ιουνίου δίνουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επισφραγίσει, έναν χρόνο μετά την εκλογή της, την πολιτική κυριαρχία που καταγράφουν αναλυτικά οι δημοσκοπήσεις. Παράλληλα, να διατηρήσει την ισχυρή εκπροσώπησή της στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν έχει την πολυτέλεια να τις αντιμετωπίσει με ελαφρότητα, αλλά να δώσει πολιτικό περιεχόμενο, καθώς η χαλαρότητα της ψήφου και η συνεπακόλουθη αποχή μπορεί να διαμορφώσουν συνθήκες όπου ναι μεν δεν θα αμφισβητείται η πρωτιά, αλλά θα καταγραφεί με μειωμένα ποσοστά.

Για τον κ. Μητσοτάκη και το κυβερνητικό επιτελείο, μια τέτοια απευκταία εξέλιξη θα ανοίξει συζητήσεις, τόσο εσωτερικά στη ΝΔ όσο και εκτός, για τις αντοχές στην εφαρμογή της πολιτικής της, ενώ δεν θα μπορεί να αποτρέψει διεργασίες στα δεξιά της. Η μεταρρυθμιστική εφαρμογή της επιστολικής ψήφου αποσκοπεί, συν τοις άλλοις, στο να «σπάσει» την αποχή και, άρα, να διατηρήσει τα υψηλά ποσοστά που έχει.

Αν όμως για το κυβερνών κόμμα οι στόχοι είναι εφικτοί, για τα κόμματα της αντιπολίτευσης οι ευρωεκλογές του Ιουνίου είναι δοκιμασία για την πολιτική τους ύπαρξη και προοπτική. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, το νάμα της πολιτικής τους επιβίωσης.

Το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης καλείται να πείσει ότι η δεύτερη θέση στην οποία ανέρχεται δεν έχει πισωγύρισμα. Αντιθέτως, μια εκλογική επιτυχία, μάλιστα με αυξημένα ποσοστά και εκλογή ενός ή δύο περισσότερων ευρωβουλευτών, ίσως και τεσσάρων υπό προϋποθέσεις, επικυρώνει τη στρατηγική του Νίκου Ανδρουλάκη ότι οι ευρωεκλογές είναι εφαλτήριο στον δρόμο για τις επόμενες εθνικές εκλογές. Για να εκπληρωθεί, όμως, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ οφείλει να ανοιχτεί σε όλες τις δυνάμεις εντός του κόμματος και της ευρύτερης παράταξης, και ήδη γίνονται προκαταρκτικές κινήσεις ώστε στο ψηφοδέλτιο να συμπεριληφθούν διακεκριμένα στελέχη από όλες τις πτέρυγές του.

Για τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι προφανές ότι οι ευρωεκλογές αναδεικνύονται σε ζήτημα πολιτικής ύπαρξης ή κομματικού θανάτου. Ο Στέφανος Κασσελάκης και οι εναπομείναντες στην Κουμουνδούρου ποντάρουν εμφανώς στο να ανακόψουν τη ραγδαία πτώση του ΣΥΡΙΖΑ και να διατηρήσουν τον πρώτο ρόλο στην ευρύτερη Αριστερά. Είναι επίσης προφανές ότι, στην περίπτωση που χάσουν τη δεύτερη θέση, κατρακυλώντας μάλιστα προς μονοψήφιο ποσοστό, αυτό θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στο 2010, όταν ήταν κόμμα-παρίας, και κάθε προοπτική εξουσίας τα επόμενα χρόνια θα εκλείψει.

Ταυτόχρονα, θα δικαιώσει όσους αποχώρησαν με τη Νέα Αριστερά, η οποία από την πλευρά της επιδιώκει στην ευρωκάλπη να πάρει το βάπτισμα πολιτικής χειραφέτησης και δικαίωσης στην απόφαση να αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη. Η κόντρα των δύο σχηματισμών για την πρωτοκαθεδρία αναμένεται να είναι έντονη και συγκρουσιακή.

Οσον αφορά, τέλος, το ΚΚΕ, η καταγραφή και μόνο σε υψηλό ποσοστό, μεγαλύτερο από ό,τι στις πρόσφατες εθνικές εκλογές, πιθανόν και διψήφιο, θα είναι η επικύρωση της αντιευρωπαϊκής γραμμής του και το έναυσμα για να ισχυριστεί ότι οι αγώνες των λαών δικαιώνονται.