Απόψεις

Η καλοκαιρινή ασφυξία μας

Πώς μεταλλάχτηκαν έτσι τα καλοκαίρια μας; Μεταμορφώθηκαν από Νεράιδες σε Φρανκενστάιν. Φαγώθηκαν από τον σκόρο των υποχρεώσεων, της ακρίβειας, της ανέχειας, της εποχής των μόνιμων κρίσεων. Συρρικνώθηκαν σε κουκίδες που τις ψάχνουμε με το κιάλι, ίσα για να «κρατήσουμε λίγο καλοκαίρι στο μέσον του χειμώνα»
Λίλα Σταμπούλογλου

Οι ακτοπλόοι μειώνουν τα ναύλα. Το διαβάζεις και σε πιάνει νευρικό γέλιο. Το νησί για εσένα έχει γίνει όνειρο θερινής νυκτός, και με μειωμένα ναύλα και χωρίς. Μερικές φορές μπαίνεις από μαζοχιστική περιέργεια και χαζεύεις προορισμούς. Ιόνιο, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Κρήτη. Τα απαγορευμένα. Τσεκάρεις τιμές στα καταλύματα. Φωτιά και λαύρα. Τσεκάρεις διαθεσιμότητα. Ούτε καλύβα σε χωράφι δεν έχει μείνει. Σοκ. Αναρωτιέσαι πού τα βρίσκουν τα λεφτά και πάνε. «Μόνο εγώ δεν έχω;», σκέφτεσαι. Οχι για Πάρο και Αντίπαρο, ούτε για βραχονησίδα στον Αργοσαρωνικό.

Στην ερώτηση «Πού θα πας διακοπές;», κοιτάς αμήχανα. Στην καλύτερη, αν είσαι από τους τυχερούς που έχεις να απαντήσεις κάτι, θα πεις τον τόπο καταγωγής σου, το σπίτι ενός συγγενή, το εξοχικό ενός φίλου που πρότεινε να σε φιλοξενήσει. Αν δεν το έχει δώσει κι αυτός Airbnb, γιατί πλέον νοικιάζουν μέσω της πλατφόρμας και την αποθήκη της αυλής τους.

Μέρες διακοπών λίγες. Ολο και λιγότερες. Ενα τριήμερο από εδώ κι άλλο ένα από εκεί. Ενας 15Αύγουστος που συνήθως ορίζεται σε μια εβδομάδα – δέκα μέρες το πολύ. Μέχρι να τον φτάσεις, σου βγαίνει η γλώσσα έξω. Αγκομαχάς στην καυτή τσιμεντούπολη κυνηγώντας κουνούπια και κατσαρίδες. Κάθε βράδυ ξεπετάγονται μιλιούνια μέσα από τα έγκατα της πόλης. Σου υπενθυμίζουν τον βρωμερό βούρκο που έχτισες τη φωλιά σου.

Παρακολουθείς τον καιρό με το σασπένς ταινίας τρόμου. «Φυλαχτείτε!» φωνασκούν τα Μέσα Ενημέρωσης, «έρχεται ο Κλέων, καύσωνας ζόρικος». Θα έρθει αύριο, θα κορυφωθεί μεθαύριο. Τον αναμένεις με παροπλισμένη καρτερικότητα, τον υπομένεις με ηττημένη ανεκτικότητα. Δύο μέρες θα κρατήσει λέει ο ένας μετεωρολόγος, έξι ο άλλος. Ας κρατήσει όσο κρατήσει. Μετά τα πρώτα εικοσιτετράωρα, ο λίβας του αστικού καλοκαιριού σε έχει ζαλίσει τόσο που δεν μετράς πια τον χρόνο. Απλώς προχωράς μηχανικά, αργά, βαριά, μέσα στο τούνελ του.

Ξυπνάς και κοιμάσαι με το βουητό του κλιματιστικού στα αφτιά, με τον ζεστό αέρα ενός ανεμιστήρα στο πρόσωπο, με την οθόνη stand by σε ένα μενού επιλογών θέασης, που φτιάχτηκε γιατί ξέρει ότι οι νύχτες των καταραμένων μικροαστών δεν βγαίνουν χωρίς αυτό. Σκουπίζεις ιδρώτες, ξεκολλάς την πλάτη σου από σεντόνια και καναπέδες, μπαίνεις σε οχήματα που βράζουν, πιάνεις τιμόνια που καίνε. Σέρνεσαι από το ένα δωμάτιο στο άλλο, με την απελπισία του ζώου που ξέρει ότι είναι εγκλωβισμένο στο κλουβί του. Ψάχνεις καλοκαιρινά camp με δραστηριότητες για τα παιδιά σου. Αντί να λιώνουν στο τσιμέντο μέσα, να λιώνουν στο τσιμέντο έξω

Δουλειά, σπίτι. Και πάλι δουλειά. Και πάλι σπίτι. Και στο ενδιάμεσο μια βόλτα σε παραλίες του κακού χαμού, όπου χιλιάδες ακόμα σαν κι εσένα ψάχνουν μια ψευδαίσθηση καλοκαιρινής όασης. Δροσίζονται σε νερά που θολώνουν από αντηλιακά και κάτουρα, αράζουν σε ξεχαρβαλωμένες ξαπλώστρες που τις πληρώνουν χρυσάφι και επιστρέφουν σπίτι λίγο πιο κουρασμένοι από ό,τι πριν.

Νιώθεις ότι θα εκραγείς, θα εξαϋλωθείς σαν το υποβρύχιο «Τιτάν». Αυτό στα βάθη του ωκεανού, εσύ στα βάθη της πόλης. Εκσφενδονίζεις ιδρωμένα μπινελίκια σαν να παίζεις στο «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Ακούς τις συζητήσεις από τις διπλανές πολυκατοικίες, τους ήχους που μπαινοβγαίνουν από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, παρατηρείς το πνιγηρό αστικό τοπίο σαν τον Χάρη στην ταινία «Οι Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου. Φαντασιώνεσαι καλοκαιρινούς έρωτες σαν του Νίκου και της Σοφίας στα «Φθηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη, που όμως ποτέ δεν έρχονται, γιατί λιώνουν κι αυτοί πάνω στα πυρακτωμένα τσιμέντα και τις οθόνες.

Κλείνεις τα μάτια και ονειρεύεσαι ότι είσαι το πιτσιρίκι στο «Δέντρο που Πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώτη. Τότε που τα καλοκαίρια έμοιαζαν με καλοκαίρια, τότε που οι διακοπές είχαν τη διάρκεια σινεφίλ ταινίας και όχι 25λεπτου επεισοδίου στο Netflix. Τότε που μετρούσες παγωτά και μπάνια αλλά κάπου έχανες το μέτρημα γιατί ήταν πολλά. Τόσα που χόρταινες. Τόσα που σε έπιανε ανυπομονησία να επιστρέψεις στη βάση σου.

Πώς μεταλλάχτηκαν έτσι τα καλοκαίρια μας; Μεταμορφώθηκαν από Νεράιδες σε Φρανκενστάιν. Φαγώθηκαν από τον σκόρο των υποχρεώσεων, της ακρίβειας, της ανέχειας, της εποχής των μόνιμων κρίσεων. Συρρικνώθηκαν σε κουκίδες που τις ψάχνουμε με το κιάλι, ίσα για να «κρατήσουμε λίγο καλοκαίρι στο μέσον του χειμώνα»*.

Αλλά και τόσο λίγο καλοκαίρι, πώς να το κρατήσουμε; Μπορείς να κρατήσεις έναν κόκκο άμμου στη χούφτα σου;

ΥΓ: Φράση του αμερικανού φιλοσόφου, συγγραφέα και ποιητή Χένρι Ντέιβιντ Θόρο.