Η μέρα που διαμόρφωσε το νέο πολιτικό σκηνικό
9 Ιουνίου 2024. Στα γραφείο της Πειραιώς το κλίμα κάθε άλλο παρά πανηγυρικό. Κάτι είχε αλλάξει | SOOC/ Aris Oikonomou
Απόψεις

Η μέρα που διαμόρφωσε το νέο πολιτικό σκηνικό

Οι ευρωεκλογές του 2024, πριν από ακριβώς έναν χρόνο, ήταν μία σοβαρή προειδοποίηση για την κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν τυχαίο και όσα επακολούθησαν δεν πρέπει να υποτιμώνται. Κρίσιμο για τη συνέχεια (και πρωτίστως για τη χώρα), είναι να αναγνωριστεί η πραγματική συνθήκη. Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, όχι όμως σπατάλης πολιτικού κεφαλαίου 
Αγγελος Κωβαίος

Η 9η Ιουνίου θα όφειλε να είναι μία από τις ημερομηνίες με κόκκινη επισήμανση στο ημερολόγιο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Εκείνη την ημέρα του 2024 και έπειτα από πέντε χρόνια στην εξουσία και σε συνθήκες απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας, η ΝΔ και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δέχθηκαν τον πρώτο σοβαρό κλονισμό από ένα εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν έχασαν τις εκλογές, ήταν όμως η πρώτη φορά που φάνηκε ότι κινδυνεύουν να τρέχουν μόνοι και παρά ταύτα να μην είναι νικητές. Συμβαίνουν αυτά τα παράδοξα στην πολιτική και όταν συμβαίνουν καλό είναι να μην υποτιμώνται. 

Ως μη όφειλε, η κυβέρνηση είχε θέσει έναν αριθμητικό εκλογικό στόχο, στο ύψος του αποτελέσματος των προηγούμενων ευρωεκλογών (33%) και όχι απλώς δεν τον πέτυχε, αλλά σημείωσε και μία δραματική υποχώρηση, κατά πέντε μονάδες και προσγειώθηκε στο 28%. 

Το ποσοστό αυτό ήταν όμως 12 ολόκληρες μονάδες χαμηλότερο από εκείνο των εθνικών εκλογών που είχαν διεξαχθεί έναν χρόνο νωρίτερα, ενώ διαμορφώθηκε από μία ισχνή συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, της τάξης του 41%. Ή, αν το δει κάποιος στην πραγματική του διάσταση, από μία τερατώδη αποχή, της τάξης του 59%. Αυτό και αν ήταν ένδειξη αποδοκιμασίας. 

Κάπως έτσι, λίγο πολύ, διαμορφώθηκε η σημερινή πολιτική συνθήκη. Η κυβέρνηση έχασε ένα τεράστιο τμήμα της εκλογικής της επιρροής, η αντιπολίτευση δεν κέρδισε τίποτα και παρά ταύτα, άρχισε να καλιεργείται η αίσθηση ότι πάνω από τη χώρα αιωρείται μία απειλή αστάθειας, αβεβαιότητας, πολιτικής ρευστότητας και ανωμαλίας. 

Οι ερμηνείες που επιχειρήθηκε να δοθούν ήταν πολλές, όμως καμία δεν είχε απόλυτη ισχύ και επίδραση. 

Θεωρήθηκε ότι η τεράστια απώλεια πολιτικού κεφαλαίου του Μητσοτάκη και της ΝΔ ήταν αποτέλεσμα της ασύμμετρης προβολής του γάμου των ομοφύλων που είχε ψηφιστεί λίγους μήνες νωρίτερα. Προφανώς και αυτό συνέτεινε στην δημιουργία ενός αισθήματος δυσφορίας, μίας σημαντικής μερίδας των ψηφοφόρων της ΝΔ, όμως δεν ήταν το μοναδικό. 

Παρά ταύτα, αυτό προβλήθηκε ως κύρια αιτία και στη θεραπεία αυτής της πληγής επενδύθηκε εκ νέου το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης. 

Σαμαράς και Καραμανλής βρήκαν αφορμή για αντάρτικο και πάτησαν σε αυτό το στοιχείο, ένας μάλλον αμήχανος ανασχηματισμός ακολούθησε, εν είδει προσπάθειας αποκατάστασης εσωκομματικών ισορροπιών, όμως λίγα άλλαξαν έκτοτε. 

Η ΝΔ, με μικρές ή μεγαλύτερες διακυμάνσεις, ανησυχεί ή ικανοποιείται, αναλόγως του πόσο υποχωρεί ή ανακάμπτει δημοσκοπικά σε σχέση με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και, πάντως, εξακολουθεί να εμφανίζεται απτόητη εν γένει. Και η αντιπολίτευση, στις διάφορες εκφάνσεις της, διαγκωνίζεται για τα πρωτεία σε αναξιοπιστία, αμετροέπεια και αδυναμία διατύπωσης ενός λόγου που να αφορά τους πολίτες και όχι τις ξεπεσμένες κομματικές ιντελιγκέντσιες και τον ψηφιακό όχλο των κοινωνικών δικτύων. 

Εν τω μεταξύ και αφότου ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα έχει διαμορφωθεί με βάση το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2024, γίνεται φανερό ότι αρκεί η εμφάνιση ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου «μαύρου κύκνου», όχι απλώς για να ταράξει τα νερά, αλλά ακόμη και για να αποσταθεροποιήσει τη χώρα. 

Αποδείχθηκε αυτό από την ετεροχρονισμένη κλιμάκωση των αντιδράσεων και το φούντωμα της επίδρασης της υπόθεσης των Τεμπών, από τη συνεχιζόμενη και κλιμακούμενη δυσφορία της ελληνικής κοινωνίας λόγω της ακρίβειας και από την αμηχανία με την οποία ο επικοινωνιακός μηχανισμός της κυβέρνησης επιχειρεί να αντικρούσει τα όποια επιχειρήματα, για το ένα ή το άλλο ζήτημα, προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. 

Ετσι, κατά περιόδους μπορεί να αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα ο τσακωμός των παραγόντων του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, ο νέος ΚΟΚ, το αν τα ταξί θα μπαίνουν στους λεωφορειόδρομους ή όχι, ή ακόμη σοβαρότερα ζητήματα όπως το κόστος της στέγασης. 

Τι σήμαναν όλα αυτά; Πολύ απλά, ότι η κυβέρνηση, για πολλούς και διάφορους λόγους και με πολλούς και διάφορους τρόπους, έχασε την επαφή με ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και της ίδιας της πραγματικότητας. Οι ανισότητες που μεγαλώνουν και ο τρόπος με τον οποίο αυτές εκδηλώνονται είναι ένα δεδομένο της περιόδου και το λάθος θα είναι να πιστέψει κανείς ότι δεν θα επηρεάσουν το πολιτικο-κοινωνικό κλίμα. 

Γεγονός είναι ότι ο συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφώθηκε στις ευρωεκλογές είναι η πυξίδα με την οποία όλοι θα πρέπει να πορευτούν στο εξής. Αυτές είναι οι πραγματικές τους δυνάμεις, ειδικά επειδή διαμορφώθηκαν δίχως πιεστικά διλήμματα και επίπλαστες απειλές. 

Μπορεί στις εθνικές εκλογές να μετρήσουν (και) άλλες παράμετροι και να επηρεάσουν την ψήφο των πολιτών. Ας μην υποτιμούμε τη διεθνή αστάθεια και το θολό τοπίο στο οποίο δεν είναι απίθανο να βρεθεί η χώρα. 

Πάντως όλοι οφείλουν να αναγνωρίσουν πού πατάνε και πού βρίσκονται σήμερα. 

Και πρώτη από όλους, η ίδια η κυβέρνηση. 

Exit mobile version