| CreativeProtagon/Reuters
Απόψεις

Η «Ελληνίδα» Μέρκελ

Η απερχόμενη καγκελάριος όφειλε πρωτίστως να διαφυλάξει τα συμφέροντα της χώρας της και την οικονομική συνοχή της Ένωσης, στην οποία η Γερμανία ηγεμονεύει. Όμως αν η χώρα μας τα κατάφερε, αν τώρα βρίσκεται σε αναπτυξιακό σπιράλ, αυτό το οφείλει σε κάποιο βαθμό σε πολιτικές για τις οποίες πίεσε η Μέρκελ
Κώστας Γιαννακίδης

Στα όνειρα της Ανγκελα Μέρκελ υπάρχει ένα ταξίδι στα Βραχώδη Όρη. Με αυτοκίνητο και τον Σπρίνγκστιν στα ηχεία. Αλλά και όλη η διαδρομή του Υπερσιβηρικού. Όμως, όπως λέει, πρώτα θα ξεκουραστεί, μαζεύοντας ύπνο. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνει όπως ο Ομπάμα. Δεν θα δώσει διαλέξεις, ούτε θα ξεκινήσει tour όπου υπάρχουν ασημένια μαχαιροπίρουνα και πολλά λεφτά. Άλλωστε η ρητορική της δεινότητα δεν καθηλώνει τους ακροατές της.

Όμως με τη ζωή και τα χρόνια που αφήνει πίσω της, φεύγοντας από την καγκελαρία, θα μπορούσε, απλώς, να καθίσει σε μία πολυθρόνα και να έχει για συντροφιά τις αναμνήσεις της. Η Μέρκελ αποχωρεί από την πολιτική ως μία από τις σημαντικότερες γυναίκες της παγκόσμιας Ιστορίας. Και ασφαλώς το προσωπικό της αποτύπωμα θα μείνει για δεκαετίες διακριτό στο πολιτικό σώμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στα γεγονότα και στον εαυτό της, οφείλουμε να δεχθούμε ότι θα αποτελέσει ένα κομβικό πρόσωπο στην εθνική ιστοριογραφία μας, με βαρύτητα σχεδόν αντίστοιχη εκείνης που είχαν οι εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στα χρόνια της ελληνικής Επανάστασης.

Η Μέρκελ δεν ήταν, απλώς, ένας αποφασιστικός παράγοντας στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα. Ήταν καταλύτης και πυξίδα. Και κάποιες στιγμές, η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, το μέλλον της χώρας, βρέθηκε στα δικά της χέρια. Αν αυτό σας ακούγεται βαρύ, μπορώ να το αλλάξω: κάποιες στιγμές η δική της βούληση κατηύθυνε εκείνους που κρατούσαν στα χέρια τους το μέλλον της χώρας.

Η βασίλισσα της Αγγλίας μετράει τους βρετανούς πρωθυπουργούς που υποκλίθηκαν μπροστά της και τους αμερικανούς προέδρους που γνώρισε – δεν πρέπει να υπάρχει εν ζωή άλλο πρόσωπο που να έχει γνωρίσει περισσότερους προέδρους. Η Ανγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να μετράει έλληνες πρωθυπουργούς. Γνώρισε επτά.

Ξεκίνησε με τον Κώστα Καραμανλή, αλλά τα σύννεφα εμφανίστηκαν στη σχέση τους όταν η Ελλάδα ακύρωσε την παραγγελία των Eurofighter. Ύστερα, η Μέρκελ τού χρέωσε τη δημοσιονομική κατάρρευση και έκτοτε ο δικός μας τής κρατάει μούτρα -άγνωστο κατά πόσο την απασχολεί αυτό.

Συνέχισε με τον Γιώργο Παπανδρέου. Τα πήγαιναν καλά, μέχρι που έφτασαν στις Κάννες, όταν ο Σαρκοζί, όπως λέγεται, σηκώθηκε να… δείρει τον Παπανδρέου επειδή τους μίλησε για δημοψήφισμα.

Μετά, πήρε σειρά ο Παπαδήμος. Συνεργάστηκαν για το PSI, την αναδιάρθρωση του χρέους. Είχαν καλή σχέση. Αντίστοιχη σχέση ανέπτυξε και με τον Παναγιώτη Πικραμμένο, ο οποίος έχει να διηγείται τα καλύτερα από τη συνάντησή τους.

Θεωρητικά, με τον Σαμαρά είχαν καλή σχέση. Ήρθε άλλωστε και στην Ελλάδα. Όμως δεν έκλεισε την πέμπτη αξιολόγηση, θεωρώντας, πολύ σωστά, ότι στην Ελλάδα έρχεται πολιτική αλλαγή.

Κάπως έτσι, η καγκελάριος υποδέχθηκε στο γραφείο της τον άνθρωπο που, για να πάρει τα κλειδιά του Μαξίμου, την έκανε ως και σύνθημα. Στην πρώτη συνάντηση, τότε που οι δικοί μας έψαχναν να βρουν τους φακέλους, πρέπει να κατάλαβε με τι είχε να κάνει. Αργότερα, όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, ο Τσίπρας την πήγε για ψάρι στον Πειραιά. Τελικώς η σχέση τους εξελίχθηκε τόσο καλά, που έφτανε σε σημείο παρεξηγήσεως – ο Τσίπρας θεωρήθηκε ως και delivery boy της Μέρκελ. Και, βέβαια, μετά την περίφημη 17ωρη διαπραγμάτευση έπεσε στα πόδια της, για να μην πέσει στον Καιάδα της Ιστορίας.

Με τον Μητσοτάκη τα πράγματα ήταν πιο απλά, πιο ανέφελα, πιο τυπικά.

Η Μέρκελ αποτίμησε την ελληνική κρίση ως τη δυσκολότερη στιγμή της καριέρας της, καθώς ζήτησε πολλά από τους Έλληνες. Για εμάς, ήταν τα δυσκολότερα χρόνια της ζωής μας. Και, αλήθεια, πώς θα τη θυμόμαστε; Πώς έχει περάσει στο συλλογικό θυμικό μας; Θα τη θυμόμαστε αυστηρή και αγέλαστη; Θα κρατήσουμε ότι μας πίεσε υπερβολικά ή ότι δεν τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα την κρίσιμη στιγμή; Θα θυμόμαστε τις δηλώσεις της περί πειθαρχίας ή θα υπογραμμίζουμε την πολιτική βούληση που επέδειξε για να αραιώσει το σκληρό μίγμα του Σόιμπλε; Η Γερμανίδα ήταν φίλη μας;

Ασφαλώς και το ερώτημα δεν είναι σωστό. Η Μέρκελ όφειλε πρωτίστως να διαφυλάξει τα συμφέροντα της χώρας της και την οικονομική συνοχή της Ένωσης στην οποία η Γερμανία ηγεμονεύει. Όμως δεν έγινε κυνική στον βαθμό του Σόιμπλε. Είχε πάντα στο μυαλό της το μέγεθος της ιστορικής ευθύνης. Ήταν φυσιολογικό να αγωνιά για την προβολή της ελληνικής κρίσης στο σύνολο της Ένωσης. Και σίγουρα δεν θα ήθελε να πάρει στην πλάτη της τη μομφή για όσα θα ακολουθούσαν ένα ενδεχόμενο Grexit. Δέχθηκε το λαϊκό ανάθεμα στα χρόνια της κρίσης. Όμως αν η χώρα μας τα κατάφερε, αν τώρα βρίσκεται σε αναπτυξιακό σπιράλ, αυτό το οφείλει σε κάποιο βαθμό σε πολιτικές για τις οποίες πίεσε η Μέρκελ.

Τι γεύση θα μας αφήσει; Πώς θα την αποτιμήσουμε εμείς στην Ελλάδα; Μεταξύ μας, δεν έχει και τόση σημασία. Η δική μας άποψη δεν θα είναι παρά μόνο μία ψηφίδα στο προφίλ που θα της φτιάξει η Ιστορία. Και απ’ ό,τι φαίνεται, θα είναι φωτισμένο καλά, με ελάχιστες σκιές.