Μία γειτονιά που δονείται από το τρένο και ανεβάζει γαλανόλευκες στα μπαλκόνια λες και πρόκειται για ακριτική περιοχή | Ελένη Κατρακαλίδη/Protagon
Απόψεις

Γράμμα από τα Πατήσια στους υποψηφίους δημάρχους της Αθήνας

Στις ξεχασμένες και παραγκωνισμένες περιοχές της πρωτεύουσας, ο δήμαρχος είναι κάτι σαν τον Αγιο Βασίλη. Εχουμε ακούσει ότι υπάρχει, αλλά κανείς δεν τον έχει δει. Και θυμόμαστε ότι ανήκουμε στην Α' Αθηνών, μία φορά στα τέσσερα χρόνια
Αστερόπη Λαζαρίδου

Στα όχι και τόσο μαγευτικά Κάτω Πατήσια, ο δήμαρχος της Αθήνας είναι κάτι σαν τον Αγιο Βασίλη. Εχεις ακούσει ότι υπάρχει, αλλά δεν τον έχεις δει ποτέ. Ούτε μπαίνει στον κόπο να σου στείλει έστω από μακριά τα δώρα του. Αλλωστε, σπανίζουν τα σπίτια με τζάκι και καμινάδα – από πού να μπει;

Οι περιοχές που βρίσκονται κάτω από το αυλάκι της Αχαρνών, θυμούνται ότι ανήκουν στην «Α» Αθηνών μία φορά στα τέσσερα χρόνια. Τότε ξαναρχίζουν οι υποσχέσεις ότι ο δήμαρχος που θα εκλεγεί δεν θα είναι σαν τους άλλους. Θα τις προσέξει, θα τις φροντίσει, θα τις κάνει να ξαναβρούν τη χαμένη λάμψη και να βγουν από τη μιζέρια τους.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αυτή την περιοχή. Στα μακρινά 80s, θυμάμαι που όλοι άφηναν την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή τους ζεστούς μήνες, «για να κάνει ρεύμα…». Η μητέρα μου καθάριζε πολυκατοικίες στη Φωκίωνος Νέγρη και έβγαινε από το σπίτι για να πάει στη δουλειά στις 4.30 τα ξημερώματα. Κανένας φόβος δεν υπήρχε για μία γυναίκα μόνη, που περπατούσε μέσα στη μαύρη νύχτα στα στενά σοκάκια μέχρι να βγει στον γνωστό αθηναϊκό πεζόδρομο.

Μαζί με τις δεκαετίες που άλλαζαν, άλλαζαν όλα, μεταλλασσόταν και η περιοχή. «Κοπελιά εντό μένεις; Να προσέγκεις… Εχει πολλούς ξένους εντώ…» μου είχε πει ένα βράδυ του 2008 ταξιτζής σε σπαστά ελληνικά. «Ξένους ε; Εσείς από πού είστε;» τον ρώτησα. «Εγκώ από Αλβανία αλλά είμαι πολλά κρόνια εδώ…Από 90…Κι εγκώ εντώ έμενα στην αρχή, τώρα μένω Παγκράτι πιο καλά…» ήταν η απάντηση που πήρα.

Λαός και Κολωνάκι

Τότε κατάλαβα, ότι η ηρωική και ιστορική γειτονιά μου, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν και ο προθάλαμος των αλβανών μεταναστών που βρήκαν στα Κάτω Πατήσια πολύ πιο φιλόξενο έδαφος από ό,τι σε άλλες περιοχές, για να μετοικήσουν στη συνέχεια «κάπου καλύτερα», στο δικό τους «Κολωνάκι», σχολιάζοντας πικρόχολα αν όχι ρατσιστικά, κάποιοι από αυτούς, το προσφυγικό κύμα από ανθρώπους από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τη Συρία και αλλού, που έφυγαν κυνηγημένοι από την πατρίδα τους και βρέθηκαν και εκείνοι στα ίδια στενά σοκάκια.

Ως κόρη ενός ανθρώπου που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, προερχόμενος από οικογένεια που επίσης είχε ρίζες στην Αίγυπτο και στις αρχές του ’70 έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους «Αιγυπτιώτες» ξεριζωμένος και κυνηγημένος, εννοείται πως είχα και έχω μεγάλη ευαισθησία στους ανθρώπους που έρχονται από ένα άλλο σημείο του πλανήτη για να μπολιάσουν μία χώρα με τα δικά τους βιώματα. Εχοντας μεγαλώσει τρώγοντας χουρμάδες, μάνγκο, φαλάφελ, φούλια και μολοχία (αιγυπτιακή σούπα), κάθε φορά που τέτοιες μυρωδιές αναδύονται από υπόγεια προσφύγων, εγώ χαμογελάω και παίρνω βαθιά εισπνοή, ενώ πολλοί άλλοι, κλείνουν τη μύτη και ξεστομίζουν φράσεις του τύπου «έχει βρωμίσει ο τόπος» – και δυστυχώς, δεν μιλούν μόνο για το φαγητό.

Μαγαζάκι μετανάστη στη Μιχαήλ Βόδα που πουλάει τα απολύτως απαραίτητα

Το 2011 προτίμησα να φύγω από το σπίτι μου στα Πατήσια αν και είναι δικό μου και δεν πλήρωνα ενοίκιο και να γίνω και εγώ προσφυγοπούλα, στην εξωτική πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι. Στη δική μου γειτονιά, εκείνη την περίοδο, η κατάσταση είχε καταντήσει ασφυκτική και όσο και αν είχα αντισταθεί, τελικά δεν άντεξα. Οι φασίστες είχαν ήδη σκάσει μύτη, διαλύοντας κάθε Σάββατο την τοπική Λαϊκή Αγορά της Μιχαήλ Βόδα, αναποδογυρίζοντας πάγκους και τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι στο διάολο έκαναν, όταν όμως είδα με τρόμο τα ποσοστά των φασιστοειδών να ανεβαίνουν ανατριχιαστικά στις εκλογές, κατάλαβα.

Οι «πρόσκοποι»-φασίστες

Υδροκέφαλοι νταήδες έκαναν τα προσκοπάκια και προσφέρονταν να περάσουν τις γιαγιούλες στο απέναντι πεζοδρόμιο, να περιμένουν μαζί τους στην ουρά στην τράπεζα, να τους ψωνίζουν από το σούπερ μάρκετ. Η πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα επί της Αχαρνών, όπου δεσπόζει μία από τις ωραιότερες εκκλησίες της Ελλάδας, είχε γίνει ένα απροσπέλαστο άνδρο άνανδρων που είχαν ως πρότυπο τον Χίτλερ.

Μπορούσες να νιώσεις την οργή στην ατμόσφαιρα, κάνοντας μία απλή βόλτα μέχρι το σούπερ μάρκετ. Κακά τα ψέματα. Οταν η Πολιτεία επιλέγει να στριμώξει τόσες εκατοντάδες ανθρώπους σε μία μόνο περιοχή προκειμένου η εικόνα της υπόλοιπης πόλης να δείχνει φωτογενής και τακτοποιημένη, όσοι μένουν πίσω και έμεναν εκεί από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους, αρχίζουν να νιώθουν μία αόρατη απειλή.

Οταν βλέπεις σε καθημερινή βάση ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, καταλήγεις να νιώθεις ενοχικά επειδή εσύ έχεις το προνόμιο να ψωνίζεις από το σούπερ μάρκετ

Ως γυναίκα, όσο και αν μου αρέσουν τα φαλάφελ, όσο και αν ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, δεν μπορούσα να περιφέρομαι μόνη στον δρόμο μετά τις 10 ακούγοντας βρώμικο καμάκι στα αραβικά και καταλαβαίνοντας από τα συμφραζόμενα ότι δεν ήθελαν να συζητήσουν μαζί μου για μάνγκο και χουρμάδες. Υπήρχαν φορές που ένιωθα ότι «προκαλώ» μόνο και μόνο επειδή φορούσα ένα ωραίο φουστάνι, ή επειδή ήμουν τόσο… προνομιούχα ώστε να βγαίνω από το σούπερ μάρκετ κρατώντας τέσσερις σακούλες.

Dolce vita στο Παγκράτι

Στην πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι έζησα από το 2011 ως το 2017 τη «μεγάλη ζωή». Μία ελευθερία, μία ανεμελιά, με το που έβγαινα από την πολυκατοικία υπήρχαν δεκάδες μπαρ ανοιχτά μέχρι αργά το βράδυ και πολλοί φίλοι και γνωστοί που συνέρρεαν από άλλες περιοχές γιατί εκεί ήταν πολύ trendy. Γυρνούσα με τα πόδια σπίτι μου στις 4 το πρωί και δεν φοβόμουν τίποτα. Ισως επειδή στα Πατήσια συνήθιζα να περπατάω γρήγορα, με τα αιχμηρά κλειδιά ανάμεσα στα δάχτυλά μου ως εν δυνάμει αμυντικό όπλο, ξαφνικά εκεί, έκανα dolce vita.

Επιστρέφοντας το 2017 στο σπίτι μου λόγω οικονομικών δυσκολιών, ένιωσα ότι η οργή του 2011 έχει μετριαστεί αισθητά. Ελληνες και «ξένοι» συμβιώνουν στους δρόμους και στα μαγαζιά πιο αρμονικά, οι μεν πήραν απόφαση την ύπαρξη των δε, και το αντίστροφο.

Κάθε φορά που έρχονται δημοτικές εκλογές, οι υποψήφιοι δήμαρχοι αρχίζουν την προεκλογική τους εκστρατεία από την Κυψέλη και τα Κάτω Πατήσια. Μιλάνε και αγκαλιάζουν γριούλες στις λιγοστές πλατείες και στα αμέτρητα στενά σοκάκια, χαμογελούν σε μωρά μέσα σε καροτσάκια, υπόσχονται ότι θα ζωντανέψουν τις γειτονιές, φροντίζοντας για την καθαριότητα, αλλά και για την ασφάλεια.

Παζάρι μπροστά από τον σταθμό του Αγίου Νικολάου. Ευτυχώς δεν συχνάζουν πλέον φασίστες
Φαλάφελ και συμπάθεια

Αφού εκλεγούν, το μπαλάκι της ασφάλειας, το ρίχνουν πάντα στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο δήμος Αθηναίων λένε, δεν έχει τέτοιες αρμοδιότητες. Είναι υπεύθυνος κυρίως για την καθαριότητα, τα φώτα στους δρόμους, κτλ. Τότε γιατί κάποιοι μας είπαν ότι θα τα φτιάξουν «όλα»;

Κάθομαι και αναρωτιέμαι, σαν πεντάχρονο που του έταξαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθει αυτός ο περιβόητος Αγιος Βασίλης και θα κάνει το «σπίτι» μου, το δικό μου σημείο στον αστικό χάρτη και πάλι όμορφο, φιλήσυχο, ανθρώπινο.

«Σήκω και φύγε» μου λένε οι φίλοι μου. «Νοίκιασε κάπου το δικό σου, ή δωσ’ το για AirBnB και φύγε. Δεν σου πάει καθόλου να μένεις εκεί, είναι βρώμικα, ψυχοπλάκωμα».

Δεν θέλω να (ξανα)φύγω. Θέλω να περπατάω στα ίδια μέρη που περπατούσα από μικρή, να μυρίζω φαλάφελ από τα υπόγεια και να μην κοιτάζω έντρομη πίσω από την πλάτη μου κάθε τρεις και λίγο. Δεν θέλω να φύγουν οι «ξένοι». Θέλω να σταματήσω εγώ να νιώθω ξένη και παράξενη στη γειτονιά μου. Μπορείτε να το πετύχετε αυτό υποψήφιε κύριε δήμαρχε της Αθήνας;