Απόψεις

Γιατί ψηφίζουν Μητσοτάκη κεντρώοι και αριστεροί;

Η 25η Ιουνίου σφραγίζει το τέλος της εποχής του μίσους που κράτησε 13 ολόκληρα χρόνια. Ο Μητσοτάκης προσωπικά –και όχι τόσο η ΝΔ ως κόμμα– συσπείρωσε στο πρόσωπό του το πολιτισμικό-αξιακό αίτημα να μην επικρατήσουν στην πολιτική ζωή οι μηχανισμοί της στοχοποίησης και της ηθικής εξόντωσης οποιουδήποτε διαφωνεί 
Αλέκος Παπαναστασίου

Αν κάτι είναι απολύτως ξεκάθαρο για το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου, αυτό είναι ότι πρόκειται για έναν προσωπικό θρίαμβο του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η νίκη του σε τρεις συνεχόμενες εθνικές εκλογές –κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στη Μεταπολίτευση, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Σημίτης και Κώστας Καραμανλής είχαν δύο νίκες– οφείλεται βέβαια σε πολλούς και ποικίλους παράγοντες: οικονομία, σταθερότητα, εμπιστοσύνη, πολιτικές που είχαν απήχηση (μείωση φόρων, φύλαξη συνόρων, κεντρώα ατζέντα), χαμηλή αξιοπιστία των αντιπάλων του. 

Πέρα όμως από τα πολιτικά χαρακτηριστικά της επικράτησης του κ. Μητσοτάκη, υπάρχει κι ένα ακόμη επίπεδο που δεν αφορά μόνο την επιτυχία/αποτυχία των ασκούμενων πολιτικών. Ούτε τη δυνατότητα/αδυναμία να ελεγχθούν φαινόμενα στην κυβερνητική/κρατική μηχανή, όπως οι υποκλοπές από την ΕΥΠ -που συνέβαιναν και από την προηγούμενη κυβέρνηση- ή οι νοοτροπίες τους βαθέος κράτους που έβαλαν στην καρέκλα του τον μοιραίο σταθμάρχη της Λάρισας.   

Η διαφορετική αυτή διάσταση, η οποία λειτούργησε υπέρ του Μητσοτάκη, αφορά το πολιτισμικό-αξιακό πλαίσιο ενός σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας που είχε διαφορετική ιδεολογική και κομματική προέλευση από τη ΝΔ και κινείται από τα αριστερά της Ακροδεξιάς ως τα δεξιά της Ακρας Αριστεράς.   

Οι πολίτες αυτοί έχουν αποκληθεί «μέτωπο της λογικής» ή και απαξιωτικά «ακροκεντρώοι» από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και των πιο αριστερών κομμάτων. Χωρίς ταμπέλες, πρόκειται για ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που αντέδρασε στην απαξίωση του ορθού λόγου, την ισοπέδωση και τον διχασμό που επικράτησαν στη χώρα μετά το 2010. 

Στις 10 Ιανουαρίου 2016, όταν ο κ. Μητσοτάκης ανέτρεπε τα προγνωστικά και εκλεγόταν πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, η χώρα είχε μόλις βγει από το τραυματικό 2015. Δηλαδή από την κορύφωση της εποχής της τοξικότητας, του διχασμού, των λαϊκών δικαστηρίων και της στοχοποίησης. Αλλά και ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ (παρέα πάντα με τους αγαπημένους του ακροδεξιούς Ανεξ. Ελληνες, ας μην το ξεχνάμε αυτό) συνέχισε στον ίδιο δρόμο, στήνοντας μεταξύ άλλων δέκα κάλπες για τους πολιτικούς του αντιπάλους στη Βουλή (Novartis), κλείνοντας κανάλια και εφημερίδες (χάρη και σε «συμφωνία με τον Διάβολο» της παλιάς διαπλοκής για να το πετύχει) και επιχειρώντας αντισυνταγματικά να χτίσει ένα μονοφωνικό τηλεοπτικό τοπίο. 

Απέναντι σε όλα αυτά, πολλοί άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να αντισταθούν στην πολιτισμική-αξιακή διάσταση του ύφους και της συμπεριφοράς του κ. Τσίπρα και πολλών ηγετικών στελεχών του κόμματος του (Παππάς, Παπαγγελόπουλος, Φλαμπουράρης, Πολάκης, Σπίρτζης κ.ά.) . Στο πνεύμα δηλαδή του λαϊκισμού, της χοντροκομμένης δημαγωγίας και της απόπειρας ηθικής εξόντωσης (που γινόταν μέσω εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης ή των φορολογικών Αρχών) όλων όσων διαφωνούσαν ή ενοχλούσαν. 

Ενα μέρος από αυτούς τους ανθρώπους, που δεν περίμεναν ποτέ κάτι τέτοιο από την Αριστερά (ενθυμούμενοι το ήθος του Κύρκου, του Αναγνωστάκη και του Παπαγιαννάκη), έλεγαν το 2019 ότι ψήφισαν «αποκλειστικά τον Μητσοτάκη, όχι ΝΔ» παρά το λογικό άλμα που αντιλαμβάνονταν και οι ίδιοι. Βλέποντας δε τον ΣΥΡΙΖΑ να συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο (#ΝΔ_Παιδεραστές, #Μητσοτάκη_γ@μιέσ@ι) επί τέσσερα χρόνια στην αντιπολίτευση, ένιωσαν ότι καλά έκαναν το 2019 παρά όσα τους ενοχλούσαν στην κυβέρνηση της ΝΔ.  

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι περίεργοι κεντρώοι, κεντροαριστεροί και παλιοσειρές του ΚΚΕ Εσωτερικού που δεν δέχονται ότι αριστερός σήμερα είναι ένας τύπος σαν τον Παύλο Πολάκη ή ο Χρήστος Σπίρτζης; Κυρίως είναι η αριστερή-δημοκρατική νεολαία της εποχής του 1960 και του 1970 —και σε πολλές περιπτώσεις και τα παιδιά τους. 

Μια γενιά αριστερών (τότε νέων, σήμερα μεγάλης ηλικίας) που ήταν ανοιχτή στα πιο προοδευτικά ρεύματα της εποχής της και κυρίως ήταν ανοιχτή στον διάλογο. Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους που δέχονται την αντίθετη άποψη και θεωρούν ότι αυτή πρέπει να προστατεύεται –όχι να στήνεται σε ικριώματα. Για ανθρώπους που  δεν πείθονται από όσους ισχυρίζονται ότι διαθέτουν μόνο αυτοί το «ηθικό πλεονέκτημα» –χωρίς να λένε καν που το βρήκαν, ίσως από μια νεκρομαντεία του Εμφυλίου– και επομένως έχουν το δικαίωμα να στοχοποιούν όποιον τους καπνίσει. 

Η ΝΔ από το 32% πήγε στο 40% και έμεινε εκεί παρά τη φθορά που φέρνει η διακυβέρνηση, σε μεγάλο βαθμό χάρη και στην πολιτισμική αυτή διάσταση. Οχι βέβαια γιατί όσοι ψήφισαν άλλα κόμματα είναι «απολίτιστοι» (κάτι τέτοιο θα ήταν επιεικώς γελοίο να το ισχυριστεί κανείς). Αλλά γιατί ο Μητσοτάκης έφερε και κράτησε στο κόμμα τους ανθρώπους που δίνουν μεγάλη βαρύτητα σε αυτές τις αξίες που πρέπει να διέπουν την πολιτική συμπεριφορά —που είναι και αξίες της καθημερινότητας. Τα θεωρούν αυτά τα ζητήματα τόσο σημαντικά που μπορούν να συγχωρήσουν και σφάλματα.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι κάτι τέτοιο θα συνεχίζεται για πάντα, ιδίως αν στη νέα τετραετία υπάρξουν νέα, σοβαρά λάθη.