| CreativeProtagon/Shutterstock
Απόψεις

Ελληνικό ΜeToo: Οι θύτες, τα θύματα και ο εμφύλιος με τις κλίκες

Το αίμα στην αρένα δεν ξυπνάει μόνον θύματα, που ζουν το δράμα της όποιας κακοποίησής τους, βουβά και τραγικά. Ξυπνάει και τις κλίκες, που τα «έχουν κρατημένα από παλιά». Βρίσκουν, λοιπόν, χώρο δράσης και παλλαϊκής αποδοχής, για να χτυπήσουν τους δικούς τους μη ανεκτούς ή μισητούς αντιπάλους. Με πολιτική, κομματική ή μη χροιά, πάντα
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ας σταματήσουμε λίγο. Ας κοιτάξουμε την εικόνα από ψηλά. Ας κατανοήσουμε, πρώτα, τον πόνο ψυχής των θυμάτων και το βάναυσο των θυτών.

Ύστερα, έχοντας κοιτάξει καλά, ώστε να αποκτήσουμε την όσο πιο πλήρη γίνεται εικόνα από αυτό το ελληνικό #MeToo, ειδικά στο θέατρο, για πράγματα που συμβαίνουν σε όλη την κοινωνία, ας βυθιστούμε σε ένα υποθετικό σενάριο:

Με αφορμή την αποκάλυψη Μπεκατώρου, που συγκλόνισε και έδωσε θάρρος σε θύματα να μιλήσουν _ κι ας συγκρούστηκε με τον τοίχο της νομικής παραγραφής του αδικήματος _ βγαίνει μία πρώτη καταγγελία, της Ζέτας Δούκα, για βάναυσες συμπεριφορές στο σανίδι και τα παρασκήνια του θεάτρου.

Στο υποθετικό σενάριο, ο πρώτος στόχος είναι ένας θεατράνθρωπος, μη αρεστός, αν όχι αντιπαθής, σε κάποια ή κάποιες από τις κλίκες του ελληνικού θεάτρου. Με πολιτική, κομματική ή μη χροιά. Ο Γιώργος Κιμούλης.

Ξαφνικά, όσα «κακά» έχει κάνει βγαίνουν στη φόρα, μαζί με μύρια όσα «άπλυτα». Η προτροπή «να μιλήσουν όλα τα θύματα» πιάνει τόπο, όταν έχει από κάτω ένα κοινό, κυρίως τηλεοπτικό ή των σόσιαλ μίντια, οργισμένο, απεγνωσμένο και έτοιμο να ξεσπάσει την κούραση του στον πρώτο «ένοχο». Μαζί με εκείνους που εκφράζουν την ανθρώπινη συμπαράσταση στα θύματα και, που βγαίνουν, σωρό, να μιλήσουν.

Αυτό, το αίμα στην αρένα και η δικαίωση με τη δημοσιοποίηση, δεν ξυπνάει σχεδόν αμέσως μόνον θύματα, τα οποία ζουν το δράμα της όποιας κακοποίησής τους στο θέατρο βουβά και τραγικά. Ξυπνάει και άλλες κλίκες, που τα «έχουν κρατημένα από παλιά». Βρίσκουν, λοιπόν, χώρο δράσης και παλλαϊκής αποδοχής, σε αυτό το υποθετικό σενάριο, να χτυπήσουν τώρα που η ρόδα γυρίζει τους δικούς τους μη ανεκτούς ή μισητούς αντιπάλους. Με πολιτική, κομματική ή μη χροιά, πάντα.

Παρένθεση: ποια μεγάλη θεατρίνα, άλλων εποχών, έλεγε με χαρακτηριστική γκριμάτσα: «Μμμμμ, το κοινό και τα καλά και τα σκ… τα χειροκροτεί»;

Κλείνει η παρένθεση. Στο παιχνίδι του υποθετικού σεναρίου, με ή χωρίς πολιτική ή κομματική χροιά, μπαίνει οριστικά το «μία σου και μία μου». Ή, το μία σου και πολλές μου. Ο ρεβανσισμός. Ο εμφύλιος ανάμεσα στις κλίκες.

Στη μέση, κάπου λιγότερο δυσδιάκριτος πια από τον σωρό των αληθινών και μη, ελεγμένων ή μη καταγγελιών, ο ανθρώπινος πόνος. Των θυμάτων. Μαζί και η δίκη, τύπου αρένας, των θυτών πίσω από πληκτρολόγια. Μικρή σημασία έχει η πραγματική συμπόνοια πια. Ο ρεβανσισμός από τις κλίκες, που καταφέρνουν να πάρουν μαζί τους κομμάτια ολόκληρα της κοινωνίας, από τη μία ή την άλλη πλευρά, μόνον ως άλλοθι μπορεί να τη χρησιμοποιεί.

Στο υποθετικό σενάριο μπαίνει ορμητικά η αντεπίθεση. Άλλο να αποκαθηλώνεις και να απομυθοποιείς έναν καλλιτέχνη, ακόμη και υψηλού status και άλλο να κλονίζεις μια «καρέκλα», μια δημόσια θέση. Απευθύνεσαι στη λίμπιντο. Σπας τα ταμπού της ελληνικής κοινωνίας. Ρίχνεις ό,τι πιο βάναυσο, όλο και πιο αιματηρό, όλο και πιο συνταρακτικά στην αρένα.

Τα «αδικήματα» βαραίνουν. Η πραγματική συμπόνοια απέναντι στα θύματα βρίσκει για λίγο τη θέση της. Όμως, το σημαντικό είναι αυτή η άφατη επανάσταση κατά της «καρέκλας». Δικαίως ή αδίκως προσφερθείσας στον πανίσχυρο διευθυντή. Με το όνομα Δημήτρης Λιγνάδης ή μη.

Μπαίνει λοιπόν και η ηθική νομιμότητα στο παιχνίδι. Την ώρα που ο πόνος και οι συνταρακτικές περιγραφές για κακοποιήσεις, βαναυσότητες δονούν τα πλήθη. Εκείνα, μουδιασμένα από την αγριότητα της ίδιας της κοινωνίας στην οποία ζουν τελικά, βρίσκουν τον θεατρικό χώρο, που κλονίζεται, για να ζητήσουν αίμα στην αρένα.

Στο υποθετικό σενάριο, μπαίνει στο ίδιο πλάνο και η «χαμένη εμπιστοσύνη στην δικαστική διερεύνηση των καταγγελιών». Σε τέτοιο βαθμό που να γίνει βασικό ζητούμενο η αυτοδικία, η διαπόμπευση όλων των θυτών. Τρίβουν τα χέρια τους οι κλίκες. Και αναζητούν ποιον θα ρίξουν τώρα στην αρένα.

Πώς θα απαντήσουμε, με πολιτική, κομματική χροιά ή μη, σε αυτό το ξεγύμνωμα; Με νέο αίμα; Κουκούλωμα, βοούν οι αντίπαλοι. Τρίβουν τα χέρια τους οι κλίκες. Φτάνει το ίδιο το θέατρο να αποκαλείται «βόθρος». Συλλήβδην. Για τα ίδια που βιώνει και σιωπά ολόκληρη η κοινωνία. Για μυστικά που συνταράσσουν όλους τους κλάδους. Για κλίκες που λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα και τα επαγγελματικά ή μη πεδία. Για την «αναρρίχηση» που έχει φτάσει να γίνει συνώνυμο της σεξουαλικής χάρης ή της σιωπής των θυμάτων. Παντού.

«Βόθρος»; Όχι, υπάρχουν στο θεατρικό χώρο και φωτεινοί άνθρωποι. Υπάρχουν και πολύ σωστές συμπεριφορές, όπως το έθεσε ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας. Έχοντας στα συρτάρια του ΣΕΗ πάνω από 1.000 καταγγελίες για ανάρμοστες συμπεριφορές, βιαιότητες, ψυχολογική βία, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση.

Όσο και να απαξιώνεται από τις κλίκες ή από το πλήθος η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, όλο και περισσότερες καταγγελίες φτάνουν και στη δική της πόρτα. Στο υποθετικό σενάριο, μόνον η δράση ή αντίδραση στα τεκταινόμενα μπορεί να αποκαταστήσει αυτή την εμπιστοσύνη.

Το γαϊτανάκι συνεχίζεται, στο σενάριο. Μία σου και μία μου. Θα βγάλεις στα μανταλάκια τον τάδε; Θα σού βγάλω τον δείνα και τον δείνα. Θα μου κλονίσεις τους «ευνοούμενούς» μου; Θα τσακίσω τους δικούς σου.

Στο υποθετικό σενάριο, αυτό το έργο δεν έχει τελειώσει. Ως πότε οι όποιες κλίκες θα κονταροχτυπιούνται ενώπιον ενός κοινού που από φόβο, οργή, αγανάκτηση, απόγνωση θα φτάνει να ζητάει αίμα και να το καταναλώνει πάνω από πληκτρολόγια, κανείς δεν μπορεί να ξέρει ακόμη.

Πόσο θα κρατήσει ο ρεβανσισμός κανείς δεν ξέρει. Εκείνο που όμως ξέρει, αν το σενάριο, το υποθετικό, τοποθετούνταν σε μια ευνομούμενη κοινωνία, είναι πως όταν όλα εμφανίζονται ή είναι τόσο σαθρά, όταν ο ανθρώπινος πόνος είναι παρών πάνω και πίσω από τα πράγματα, μεγαλύτερη σημασία έχει το δια ταύτα.

Τι κάνεις, δηλαδή, γι’ αυτό το σαθρό και με τόσο πόνο στη λειτουργία του σύστημα; Δεν βρίσκεις τρόπους να αποκαταστήσεις την ανθρώπινη, συμπονετική, εύρυθμη λειτουργία; Βάζεις κανόνες και κώδικες δεοντολογίας; Ειδικά σε έναν χώρο, που αναπνέει με την ελευθερία της έκφρασης, κόντρα σε κάθε κανόνα;

Ή, προσπαθείς, το συντομότερο δυνατό να αποκαταστήσεις τη δικαιοσύνη και την εμπιστοσύνη σε αυτήν;

Προσπαθείς να απαλύνεις πληγές; Ή ρίχνεις λάδι στη φωτιά; Χρησιμοποιείς τις όποιες κλίκες, για πολιτικούς, κομματικούς ή μη λόγους; Κάνεις τα στραβά μάτια, ακόμη; Ή κατευνάζεις τα πνεύματα για να βρει τόπο καταρχάς η όποια αλήθεια και στη συνέχεια η ίαση των πληγών;

Πόσες «καρέκλες» πρέπει να τρίξουν ακόμη; Πόσοι «ισχυροί του θεάτρου» πρέπει να κλονισθούν για να δούμε ποιοι πραγματικά κάνουν κουμάντο και ποιοι ευνοούνται από τέτοιους εμφυλίους; Κυρίως δε για να δώσουμε λύσεις και όχι για να επιτείνουμε το πρόβλημα, όσο παλιό και να είναι;

Δεν το οφείλουμε σε όλους εκείνους κι εκείνες που το έζησαν τόσο επώδυνα στο πετσί τους;