Ο,τι απέμεινε από ένα δωμάτιο με θέα στο Μάτι | George Vitsaras / SOOC
Απόψεις

Βλέπω τον θάνατό σου

Τώρα που έχει στεγνώσει από τη θάλασσα κι έχει σκουπιστεί από τις στάχτες και το τελευταίο κινητό επιζώντα και ανεβαίνουν στα social όλο και περισσότερα μαρτυρικά βίντεο, καταλαβαίνουμε πώς η τεχνολογία σου δίνει πια το αμφίβολο προνόμιο να γυρίσεις το ντοκιμαντέρ μιας ζωής που ίσως να χάσεις
Αστερόπη Λαζαρίδου

Famous last words: «Αν δεν γίνει ένα θαύμα, θα καεί πολύς κόσμος». Ο σεφ Πάνος Κοκκινίδης, που δυστυχώς βρίσκεται στη λίστα με τους νεκρούς της φονικής πυρκαγιάς, είχε κάνει τη συγκεκριμένη ανάρτηση βλέποντας τη φωτιά να πλησιάζει. Την είχε τραβήξει μάλιστα και σε βίντεο, το οποίο επίσης ανέβασε στο Facebook.

Δεν είμαι σε θέση να ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε στο μυαλό αυτού του ανθρώπου εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Μπορώ απλά να υποθέσω, πως αφού κανένας κρατικός Μεσσίας δεν τους είχε κάνει να καταλάβουν πόσο θανάσιμα επικίνδυνη ήταν εκείνη η φωτιά, πολλοί ήταν εκείνοι που την κατέγραφαν, θεωρώντας ότι βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας. Και την αναμετέδιδαν σα να ανεβάζουν στα social media μία κρίσιμη σκηνή από ταινία δράσης. Πολύ γρήγορα όμως, αυτή η ταινία δράσης, μετατράπηκε σε ανατριχιαστικό ντοκιμαντέρ.

Τώρα που έχει στεγνώσει από τη θάλασσα κι έχει σκουπιστεί από τις στάχτες και το τελευταίο κινητό επιζώντα και ανεβαίνουν στα social όλο και περισσότερα μαρτυρικά βίντεο, συνειδητοποιείς κάτι ακόμα: η τεχνολογία σου δίνει το προνόμιο να γυρίσεις το ντοκιμαντέρ της ζωής που παραλίγο να χάσεις.

Παρακολουθήσαμε για παράδειγμα, ξανά και ξανά, την αγωνιώδη επιχείρηση διάσωσης της γάτας ενός ανθρώπου που επέστρεψε να την αναζητήσει μέσα στο φλεγόμενο σπίτι του. Αν δεν ξέραμε πόσο αβυσσαλέα και θανατηφόρα ήταν αυτή η πυρκαγιά, θα βλέπαμε το βίντεο και θα το βαφτίζαμε «βιντεάκι», όπως έχουμε δει τόσα και τόσα με πρωταγωνιστές χαριτωμένα ζωάκια.

Αν δεν ξέραμε όσα τραγικά ακολούθησαν, μπορεί να το αντιμετωπίζαμε ακόμα και με χιούμορ, λες και κάποιος προσπαθεί να πιάσει τη γάτα του που είναι όσο ατίθαση και ο καρτουνίστικος Γκάρφιλντ. Ευτυχώς, άνθρωπος και γάτα κατάφεραν να σωθούν. Ισως η γάτα να δάνεισε στον θαρραλέο ιδιοκτήτη της μία από τις επτά ψυχές της. Ευχαριστώντας τον επειδή επέστρεψε να την αναζητήσει.

Την ώρα που καιγόταν το σύμπαν λοιπόν, που όλοι και όλα βρίσκονταν στον προθάλαμο ενός άνευ προηγουμένου Ολοκαυτώματος, ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν τουλάχιστον το ένα χέρι απασχολημένο με το κινητό και ίσως ένα κομμάτι του μυαλού τους απασχολημένο στην ανταπόκριση που θα είχαν οι αναρτήσεις τους στον έξω κόσμο, εκείνον που δεν βρισκόταν στο «Μάτι του κυκλώνα», αλλά σε πραγματική απόσταση ασφαλείας.

Πέρα από τα πολύ προσωπικά μηνύματα, εκείνα που φαντάζομαι πως εστάλησαν κατά εκατοντάδες στο inbox περιέχοντας αγχωμένα, τρομαγμένα και τρυφερά «σ’αγαπάω / να προσέχεις τη μαμά / μην ανησυχείς / φοβάμαι», υπήρχαν και όλες αυτές οι δημόσιες ανακοινώσεις. Η ζωντανή αναμετάδοση του θανάτου, η υστεροφημία των social media, ένα πανελλήνιο «ενθάδε κείται» γραμμένο με γνώριμη γραμματοσειρά.

Πόσο χρήσιμο, αλλά και πόσο φρικιαστικό είναι να σου δίνει η τεχνολογία το μακάβριο προνόμιο να γυρίσεις εσύ το τελευταίο «βιντεάκι» της ζωής σου; Αυτόπτες μάρτυρες που βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, ή που ξέφυγαν στο παρά πέντε από αυτόν.

Σκέφτηκα την περίπτωση του άτυχου σεφ, που κάηκε μαζί με τη σύζυγο, τα δύο ανήλικα παιδιά τους και τη μητέρα του, όπως και πολλές άλλες περιπτώσεις. Και θύμωσα ακόμα περισσότερο, γιατί αν υπήρχε αυτή η περίφημη εντολή εκκένωσης, ίσως όλοι αυτοί οι άνθρωποι να μην είχαν την υποτιθέμενη πολυτέλεια να κινηματογραφούν τη φωτιά σαν εργασιομανείς διευθυντές φωτογραφίας, αλλά να έτρεχαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από αυτήν. Οταν έχεις την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι υπό έλεγχο, θεωρείς ότι έχεις την άνεση να μην ξεφύγεις και πολύ από την κανονικότητά σου. Να σχολιάσεις, να χαζέψεις, να ποστάρεις.

Φέρνω στο μυαλό μου τόσες και τόσες περιπτώσεις νεκρών και επιζώντων για τις οποίες διαβάσαμε, ακούσαμε, γράψαμε όλες αυτές τις μέρες. Σκέφτομαι την περίφημη θεωρία για το «φαινόμενο της πεταλούδας» που μιλάει για το πώς μία απειροελάχιστη αλλαγή κάπου, μπορεί να επηρεάσει την ίδια τη ζωή σου. Αν έστω ένας άνθρωπος, αντί για παράδειγμα χάσει πολύτιμα δευτερόλεπτα για να ποστάρει κάτι και να τσεκάρει αμέσως μετά τα likes και τα σχόλια έτρεχε προς κάποια κατεύθυνση και ίσως προς τη σωτηρία του; Ομως κανένας από τους εκλεγμένους καρεκλοκένταυρους, που συχνάζουν σε δρύινα γραφεία και όχι σε εύφλεκτα δάση δεν είχε τη στοιχειώδη λογική να σημάνει τον απόλυτο συναγερμό.

Κι έτσι μείναμε να χαζεύουμε ψηφιακές ταφόπλακες και να αφήνουμε λίγα λουλούδια σε μορφή «αυτοκόλλητου».

Στον αντίποδα της τραγικής ειρωνείας και των ιντερνετικών υστερόγραφων που άφησαν τόσοι άνθρωποι πίσω τους, τα καλά νέα μέσα από τα αποπνικτικά, είναι ότι χάρη στα social αναζητήθηκαν και βρέθηκαν πολλά ζωάκια που κινδύνευσαν, άνθρωποι που νόμιζαν ότι είχε χαθεί για πάντα ο άνθρωπός τους τον είδαν γραπωμένο από την ελπίδα και από έναν βράχο σε κάποια φωτογραφία, και όπως είπε και μία γυναίκα που πέρασε έξι ώρες μέσα στη θάλασσα: «σηκώσαμε όλοι ψηλά τα χέρια με αναμμένα τα κινητά για να κάνουμε σήμα στα πλοία κι έτσι μας είδαν και πλησίασαν». Σαν αστέρια πεταμένα στη θάλασσα, με μόνη ευχή που πρόλαβαν να κάνουν πέφτοντας να είναι: «ας βγω ζωντανός από εδώ μέσα…».