Απόψεις

Ο Παρθενώνας και η απώλεια του μέτρου

Το σωστό, ευτυχώς, έγινε. Ο Gucci δεν είναι Νέλλη Σουγιουλτζόγλου, καμία σχέση. Ούτε ο Παρθενώνας είναι μια από τις πολλές εκκλησιές που θα μπορούσε να παιχτεί μια συναυλία σοβαρής μουσικής
Μάκης Ανδρονόπουλος

«Πώς βρέθηκε η ομορφιά αντιμέτωπη με τέτοιο σκοτάδι;» –
Εζρα Πάουντ, «Canto CXVI», μετάφραση Χάρης Βλαβιανός

Η υπόθεση Gucci ήρθε να υπογραμμίσει αυτό που συνήθως διαφεύγει από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την βαθιά πνευματική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας, καθώς αυτά είναι προσηλωμένα κυρίως στην πολιτική και οικονομική διάσταση της κρίσης. Η πνευματική κρίση έχει πολλές εκφάνσεις και μάλλον είναι πιο βαρύνουσα από το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και το οποίο με τη σειρά του είναι πιο σημαντικό από το οικονομικό ζήτημα. Η πνευματική κρίση συνίσταται στην σύγχυση των εννοιών, αλλά και των βασικών παραμέτρων της ζωής και του ευρύτερου γίγνεσθαι, εξ αιτίας της κατάρρευσης των αξιών και των θεσμών, αλλά και στην απουσία πνευματικής ηγεσίας που οδηγούν στην αποσάθρωση μιας κοινωνίας και στο χαμό της.

Το τι γράφτηκε στα κοινωνικά δίκτυα για την παραχώρηση του Παρθενώνα στον οίκο μόδας από τους όψιμους οπαδούς των αγορών, αλλά και από τους Ελληνάρες δείχνει, αν μη τι άλλο, την σύγχυση που επικρατεί στην κοινωνία μας. Μπορεί στο facebook η Ελλάδα να εκτονώνεται, αλλά εκεί καταγράφεται και το κεντρικό πρόβλημα της κοινωνίας μας, η απώλεια του μέτρου. Την απώλεια του μέτρου που συμβολίζει ο Παρθενώνας. Ο Παρθενώνας είναι το μέτρο του δικού μας αδύναμου και αμφιλεγόμενου ίχνους στη ζωή, ένα μέτρο που «καταπιέζει» τον Νάνο Βαλαωρίτη¹ και για το οποίο ο ιταλός πάπας του φουτουρισμού Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι μας παρότρυνε να τον καταστρέψουμε, «να μην μείνει τίποτε». Ευτυχώς, ούτε τον Μαρινέτι ακούσαμε, τον δε «ασυγκίνητο» από τον Παρθενώνα Βαλαωρίτη έβαλε στη θέση του ο ποιητής και εκδότης της Λέξης, Θανάσης Νιάρχος, γράφοντας ότι ο Βαλαωρίτης αισθάνεται πως για να τον προσέξουν πρέπει να κάνει μια «εκκωφαντική» καταγγελία².

Αντίθετα από τις προτροπές των νάνων, αναστηλώνουμε τον Παρθενώνα και τον φροντίζουμε, όπως έκαναν ο Γλέζος και ο Σάντας κατεβάζοντας την υβριστική σημαία των Γερμανών Ναζί. Οπως έκαναν το 1821 οι πολιορκητές της Ακρόπολης που μόλις αντελήφθησαν ότι οι Τούρκοι πελεκούσαν τα μάρμαρα για να βγάλουν το μολύβι που υπάρχει στους συνδέσμους και να φτιάξουν βόλια, ο Κυριάκος Πιττάκης τους έστειλε βόλια για να σταματήσουν την καταστροφή³. Την σχετική περικοπή του μεγάλου έλληνα αρχαιολόγου υπενθύμισε με ανάρτησή της η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη, επισημαίνοντας ότι «τα μνημεία είναι περισσότερο ιδέες παρά σώματα… και ότι ο Παρθενώνας είναι σύμβολο τιμής… και ότι η τιμή, τιμή δεν έχει».

Το σωστό, ευτυχώς, έγινε. Ο Gucci δεν είναι Νέλλη Σουγιουλτζόγλου, καμία σχέση. Ούτε ο Παρθενώνας είναι μια από τις πολλές εκκλησιές που θα μπορούσε να παιχτεί μια συναυλία σοβαρής μουσικής, ούτε είναι ένα μουσείο που έχει σκοπούς και διαχείριση. Ο Παρθενώνας είναι το μείζον σύμβολο του ελληνισμού και του Δυτικού Πολιτισμού.

Δυστυχώς, αυτό δεν το έχουμε διδαχθεί ή δεν το έχουμε διδαχθεί σωστά και επαρκώς. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχουν δάσκαλοι. Από την στιγμή που οι καθηγητές έπαψαν να δημοσιεύουν εργασίες και να έχουν ερευνητικό έργο, αλλά μόνο χορηγίες και προγράμματα, από τη στιγμή που ο πανεπιστημιακός χώρος έγινε άσυλο ελευθεριότητας και τσαμπουκά, από τη στιγμή που κάποιοι «φοιτητές» έχτισαν την πόρτα του πρύτανη και δεν πήγαν φυλακή, από τη στιγμή που ο καθηγητής Συρίγος έπεσε θύμα ξυλοδαρμού και δεν άνοιξε μύτη, από τη στιγμή που η μάνα Φύσσα λοιδορείται μέσα στο δικαστήριο όχι μόνο μέτρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε δάσκαλοι, ούτε πνευματικός κόσμος, ούτε δικαιοσύνη, ούτε και πολίτες… μόνο επιτροπές κουκουλώματος, συνδικαλιστές με βίλες και τζιπάρες, παραδικαστικά κυκλώματα και αργυρώνητοι τραμπούκοι.

Οταν επί σαράντα χρόνια οι κουκουλοφόροι, είτε είναι πράκτορες, είτε είναι ηλίθιοι, ξεφτιλίζουν το κράτος, όταν οι νεαροί καταλαμβάνουν τα γραφεία και τον ραδιοσταθμό του κυβερνώντος κόμματος για μέρες, όταν ο καθένας μπορεί να κάνει ένα γιγαντιαίο γκράφιτι στα μάρμαρα του Πολυτεχνείου, τότε δεν υπάρχει κράτος. Και δεν φταίει η δημοκρατία για όλα αυτά, αλλά οι πολιτικοί. Ευτυχώς, που υπάρχουν στο κράτος μερικοί λειτουργοί που επωμίζονται το κόστος και σώζουν τα προσχήματα.

Προφανώς υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι που έχουν αξίες και μπορούν να διδάξουν και να καθοδηγήσουν τον ελληνικό λαό, αλλά το σύστημα είτε δεν τους δίνει βήμα, είτε τους το δίνει για να τους ακυρώσει και να τους μετατρέψει σε γραφικούς. Πρόσφατα σε μεγάλο κανάλι «κακοποιήθηκε» με χυδαίο τρόπο ένας καθηγητής πανεπιστημίου και το ΕΣΡ δεν πήρε χαμπάρι… Είναι και εκείνος ο σοβαρός και αυστηρός πλατωνιστής φιλόσοφος που ευαγγελίζεται την ενοχή, ψυχαναλύοντας τους Ελληνες, παίρνοντας αμπάριζα από το μεγάλο ελληνικό μπεστ σέλερ της κρίσης στην Γερμανία «Η Δυστυχία του να είσαι Ελληνας»…

Υπάρχει έλλειμμα μέτρου και πνευματικής ηγεσίας, εκτός από πολιτικής και οικονομικής. Το σύστημα έχει μπλοκάρει τα πάντα και μέσα στην κρίση μοχλεύει τον διχασμό και τη σύγχυση, μήπως και καταφέρει να επιβιώσει. Η μόνη ελπίδα είναι οι νέοι και αυτοί που έφυγαν στο εξωτερικό.

Ας είμαστε σοβαροί. Σε πέντε χρόνια γιορτάζουμε 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, η οποία επανέφερε σχεδόν μετά από δύο χιλιάδες χρόνια αφάνειας τους Ελληνες στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η επέτειος είναι σπουδαία για τον ελληνισμό και την Ευρώπη. Μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας, την επαναθεμελίωση της ελληνικότητας χωρίς ενδοιασμούς και διλήμματα.

«Το ανθρώπινο είδος είναι όπως όλα τα είδη. Βελτιώνεται με την πάλη και με μια φυσική επιλογή που γίνεται μέσα από την ίδια τη ζωή».

Βίτολντ Γκόμπροβιτς, «Μαθήματα φιλοσοφίας σε έξι ώρες και ένα τέταρτο», εκδ. Πατάκη


¹ Ελευθεροτυπία/Plus, 28.10.2010
² Τα Νέα, 5.11.2010
³ Μανόλης Ανδρόνικος, Ιστορία και Ποίηση, εκδ. Ερμής