To πορτρέτο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στο χέρι του αφοσιωμένου φρουρού του Μανούσου Γρυλλάκη. Ο «ίσκιος» των νεότερων έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής λίγος... | INTIMENEWS/ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ
Απόψεις

Ο «ίσκιος» των παλιών ή η αποτυχία των νεότερων;

Εδώ και 13 χρόνια κυβερνούν πολιτικοί από νεότερες γενιές. Και όμως η απώλεια ενός της παλαιότερης φαίνεται μεγάλη. Γιατί; Διότι συγκρινόμενοι οι της νεότερης γενιάς με τους παλαιότερους, σήμερα ηττώνται συντριπτικά.
Γιώργος Καρελιάς

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική το 1993 (24 χρόνια) και από τη Βουλή το 2004 (13 χρόνια). Ηταν ουσιαστικά ένα ανενεργό πολιτικό πρόσωπο, που δεν έπαιζε ρόλο στην άσκηση της τρέχουσας πολιτικής. Και όμως ο θάνατός του θεωρήθηκε μεγάλη απώλεια.

Και αυτό δεν ήταν μια συμβατική έκφραση, που συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπήρχε αυτές τις μέρες διάχυτη μια αίσθηση ότι έφυγε ο τελευταίος της παλιάς φρουράς των πολιτικών, που συνδιαμόρφωσαν την μεταπολεμική Ελλάδα. Παρόμοια αίσθηση, αν και σε μικρότερο βαθμό, υπήρχε και όταν πέθανε ο μεγάλος αντίπαλος του Μητσοτάκη, Ανδρέας Παπανδρέου, πριν από 21 χρόνια (1996), μολονότι και εκείνος είχε αποχωρήσει, άρρωστος, από την ενεργό δράση.

Γιατί, άραγε, συνέβη αυτό; Είναι η τάση που έχουμε να εξιδανικεύουμε το παρελθόν και τους ανθρώπους που το διαμόρφωσαν, ξεχνώντας ή απωθώντας τα αρνητικά τους; Θα μπορούσε αυτό να ήταν μια εξήγηση. Αλλωστε, πολύ λίγοι πλέον θα θυμούνται ότι προς το τέλος της περιόδου των λυσσωδών συγκρούσεων Ανδρέα – Μητσοτάκη (1985-1993) είχε προβληθεί το αίτημα να τελειώνουμε με την εποχή των «δεινοσαύρων της πολιτικής».

Θα μπορούσε, όμως, να είναι και κάτι άλλο. Ο Μητσοτάκης αποχώρησε το 1994 και ο Ανδρέας το 1996 από τη ενεργό δράση. Ακολούθησε η οκταετής πρωθυπουργία του Κώστα Σημίτη, ο οποίος ανήκε στη επόμενη (των Παπανδρέου και Μητσοτάκη) γενιά, αλλά δεν ήταν αυτό που λέμε σήμερα της νεότερης γενιάς.

Οι εκπρόσωποι αυτής της νεότερης γενιάς άρχισαν να κυβερνούν από το 2004. Κατά σειράν: Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου, Αντώνης Σαμαράς και (της πολύ νεότερης) Αλέξης Τσίπρας. Ολοι αυτοί έχουν συνδεθεί με την περίοδο της κρίσης που ξέσπασε το 2009 (ο Καραμανλής δεν την διαχειρίστηκε μεν -όπως οι άλλοι τρεις- αλλά θεωρείται ο άμεσος πρόδρομός της). Και η πεποίθηση που έχει σχηματισθεί είναι ότι δεν τα κατάφεραν.

Συγκρινόμενοι, λοιπόν, οι της νεότερης γενιάς με τους παλαιότερους, σήμερα ηττώνται συντριπτικά. Πρώτον, διότι οι αποτυχίες των παλαιότερων τείνουν να ξεχαστούν. Δεύτερον, διότι εκείνες οι αποτυχίες δεν οδήγησαν σε τόσο οξυμένη κρίση σαν τη σημερινή. Αντίθετα, η 30χρονη περίοδος της Μεταπολίτευσης, την οποία διαχειρίστηκαν πολιτικοί των παλαιότερων γενιών (1974-2004), θεωρείται ως η πλέον ανοδική στην νεότερη ελληνική ιστορία. Μπορεί σε αυτήν να υπάρχουν οι ρίζες της σημερινής κρίσης, αλλά αυτό δεν βαραίνει στην κρίση του μέσου πολίτη.

Ιδού, λοιπόν, η βασικότερη εξήγηση για την «αίσθηση της απώλειας» που επικράτησε αυτές τις μέρες με τον θάνατο του Μητσοτάκη. Από τη μια είναι ο «ίσκιος» των παλαιότερων, που ενέπνεε εμπιστοσύνη και σήμερα χάνεται. Από την άλλη ο «ίσκιος» των νεότερων έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής λίγος και, πάντως, όχι ικανός να αποκαταστήσει τη χαμένη εδώ και οκτώ χρόνια εμπιστοσύνη.

Δεν ξέρω αν έχουμε να κάνουμε με την αέναη μάχη μεταξύ παλιού (που «πεθαίνει») και του νέου (που «δεν έχει ακόμα γεννηθεί»), σύμφωνα με την πολυχρησιμοποιημένη ρήση του θεωρητικού της ιταλικής Αριστεράς Αντόνιο Γκράμσι.

Ισως την κατάσταση να αποδίδει καλύτερα ο στίχος του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Κανούργιο χιόνι πέφτει/ επάνω στο παλιό/κι άλλες νιφάδες βιάζονται να γίνουν λάσπη».