Απόψεις

Ας μην πυροβολούμε τον Κωστόπουλο

Δεν ξέρω αν μας ξεβλάχεψε, αυτό που ξέρω αλλά δεν μπορώ να χωνέψω είναι ότι βλέπω «κωστοπουλίτσους» και «κωστοπουλίτσες» να ξεσκίζουν τον Κωστόπουλο. Και ότι το να πυροβολούμε τον Κωστόπουλο είναι σαν να πυροβολούμε τα, έστω και πήλινα, πόδια της νιότης μας
Πέπη Ραγκούση

Και ξαφνικά, μία Δευτέρα βράδυ, οκτώ χρόνια μετά την είσοδό μας στο Μνημόνιο, ανακαλύφθηκε ο ένοχος για την οικονομική κρίση, την παρακμή της ελληνικής κοινωνίας, την πτώση των αξιών, τον κακό μας τον καιρό, ίσως και την κλιματική αλλαγή. Είναι ο Πέτρος Κωστόπουλος. Που με τη δήλωσή του περί ξεβλαχέματος βγήκε στη σέντρα των σόσιαλ μίντια. Και μπήκαν στο ίδιο μίξερ του κοινωνικού σχολιασμού ο Βολταίρος, ο Διαφωτισμός, το ΠΑΣΟΚ, τα οπίσθια της Μαστροκώστα και το μπούστο της Αννας-Μαρίας Λογοθέτη. Με καταλύτη ένα μίσος που απορώ πού ήταν κρυμμένο τόσον καιρό.

Δεν ξέρω αν ο Κωστόπουλος μας ξεβλάχεψε με τα περιοδικά του για τον απλό λόγο ότι αδυνατώ να προσδιορίσω τον όρο «βλάχος». Ξέρω όμως τι συνέβη – και τι ακολούθησε – όταν κυκλόφορησε το «ΚΛΙΚ» καθώς τότε δούλευα στον περιοδικό Τύπο. (Και να διευκρινίσω ότι ουδέποτε έχω εργαστεί σε έντυπο ή άλλο μέσον του Κωστόπουλου).

Ηταν την άνοιξη του 1987. Μια εμβληματική χρονιά που σηματοδότησε την άνοιξη της Ελλάδας. Τη μεγάλη έξοδο από τη βαλκανική μας εσωστρέφεια. Θυμάμαι τον εαυτό μου, σε διαμερίσματα χωρίς κλιματισμό, να ξεφυλλίζω το πρώτο τεύχος με εξώφυλλο τον ψηφιακό σταρ Μαξ Χέντρουμ και να ακούω τις πρώτες εκπομπές του Αθήνα 9,84. Του πρώτου δημοτικού σταθμού που άνοιξε τον δρόμο για την ιδιωτική ραδιοφωνία. Η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ήδη στα σκαριά. Λίγες εβδομάδες μετά πήραμε το Ευρωπαϊκό στο μπάσκετ. Το ημιδιατυπωμένο σύνθημα που πλανιόταν στον αέρα ήταν: «Τίποτα δεν μας σταματά».

Δεν ξέρω αν ο Κωστόπουλος μας ξεβλάχεψε, είχε όμως τότε τη φαεινή ιδέα να κάνει τη σωστή κίνηση, τη σωστή στιγμή. Στο πρώτο τεύχος υπήρχε γκάλοπ για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις των Ελλήνων σε μια εποχή που ήμασταν έτοιμοι να απενοχοποιήσουμε το σεξ. Στα επόμενα τεύχη υπήρχαν άρθρα για την ομοφυλοφιλία, μέσα από τις σελίδες του «ΚΛΙΚ» καθιερώθηκε η δημόσια χρήση της λέξης «γκέι», εκεί άρχισαν κάποιοι να αρθρώνουν λόγο για τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Την ίδια εποχή, κάποιοι που ξιφουλκούν σήμερα υπέρ της προόδου, αντιδρούσαν γράφοντας: «Εμείς στο χωριό μας τους πούστηδες τους παίρναμε με τις πέτρες».

Δεν ξέρω αν ο Κωστόπουλος μας ξεβλάχεψε, ξέρω όμως ότι καθιέρωσε μια νέα γλώσσα που δεν φοβόταν τις λέξεις, τη μαζική κουλτούρα και τα καλτ είδωλα. Οτι τα ρεπορτάζ του περιοδικού εισέβαλαν σε χώρους που εθεωρούντο απαγορευμένοι και προσέγγισε έννοιες που εθεωρούντο ταμπού. Οτι δημιούργησε μια γενιά δημοσιογράφων που ακόμη εξαργυρώνουν την προϋπηρεσία τους. Και αυτό φύσηξε τη σκόνη του χρόνου από τα υπόλοιπα περιοδικά που σπεύσαμε να αναπροσδιορίσουμε γλώσσα, ύφος και θεματολογία για να αντεπεξέλθουμε στον ανταγωνισμό.

Δεν ξέρω αν ο Κωστόπουλος μας ξεβλάχεψε, ξέρω όμως ότι για πρώτη φορά εντάχθηκαν ως επίσημη ύλη στα περιοδικά του, οι οδηγοί διασκέδασης, η ορολογία του night life, οι συμβουλές για το σεξ, ακόμη και η μαγειρική ως άσκηση κοσμοπολιτισμού. Και ξέρω ακόμη ότι τα περιοδικά του πουλούσαν σαν ζεστό ψωμί, ότι άνοιξαν τη διαφημιστική αγορά και έφεραν μια αναγέννηση στον ελληνικό περιοδικό Τύπο που κράτησε για, περίπου, είκοσι χρόνια. Και επίσης συνέβαλαν στην αναγέννηση κάποιων τομέων επιχειρηματικότητας όπως, για παράδειγμα, της μόδας και της εστίασης.

Ξέρω ότι κάπου το μέτρο χάθηκε. Οτι κάποιες απόψεις που διακινούνταν μέσα από τα έντυπά του ήταν σεξιστικές, κάποια πρότυπα εκμαυλιστικά, κάποιες αναφορές παρουσίαζαν μια παρακμή ως ακμή. Ξέρω όμως επίσης, με την εμπειρία των χρόνων μου, ότι κανείς δεν μπορεί να εκμαυλίσει καμία κοινωνία όταν η ίδια η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να εκμαυλιστεί. Κι όσο και αν, κατά περιόδους, έχω εξοργιστεί κι εγώ με τη «σχολή Κωστόπουλου» ξέρω ότι κανείς δεν εξανάγκασε κανένα να εγγραφεί στα ταχύρυθμα τμήματά της.

Ξέρω ότι όταν έσκασε το φαλιμέντο των επιχειρήσεών του πολλοί εργαζόμενοι έμειναν απλήρωτοι. Όπως και σε πολλές άλλες εκδοτικές εταιρείες. (Θύμα άλλωστε μίας παρόμοιας κατάστασης είμαι κι εγώ). Ξέρω όμως ότι μετά την πτώχευση ο Κωστόπουλος έβαλε το κεφάλι κάτω και έδειξε ότι δεν φοβάται τη δουλειά. Και σε εκπομπές που καταφανώς δεν γούσταρε δούλεψε και στο θέατρο έπαιξε και ντι τζέι έγινε και σαντουιτσάδικο άνοιξε. (Δεν ξέρω βέβαια πώς λέγεται το ότι ΜΚΟ που φροντίζει τους μετανάστες δημοσιεύει φωτογραφία που παραπέμπει σε αυτήν την πρόσφατη επαγγελματική του δραστηριότητα – συγκεκριμένα, τρώγοντας ένα σάντουιτς – ως απαξιωτικό σχόλιο).

Ξέρω καλά ότι «δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται». Αυτό που επίσης ξέρω αλλά δεν μπορώ να χωνέψω είναι ότι τις τελευταίες ώρες βλέπω πολλούς «κωστοπουλίτσους» και «κωστοπουλίτσες» να ξεσκίζουν τον Κωστόπουλο (και που τώρα θα τα βάλουν και με εμένα επειδή τόλμησα να διατυπώσω τις ενστάσεις μου). Και ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, το να πυροβολούμε τον Κωστόπουλο είναι σαν να πυροβολούμε τα, έστω και πήλινα, πόδια της νιότης μας. Ενίοτε βέβαια, αυτό είναι εκτονωτικό.