Ο Τσίπρας με τον Μητσοτάκη στη Βουλή το Σάββατο. Ο πρώτος παραδέχτηκε το λάθος του. Θα έρθει η στιγμή να το κάνει και ο δεύτερος; | SOOC
Απόψεις

Mea culpa: τα «όχι» που γίνονται «ναι»

Το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο, δείχνει ότι οι πολιτικοί ηγέτες παραδέχονται εκ των υστέρων τα λάθη τους, αλλά η ζημιά έχει γίνει. Γι’ αυτό πρέπει να μετράνε τα λόγια τους. Πριν πουν το ψηφοθηρικό «όχι»
Γιώργος Καρελιάς

Οσοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να βρεθεί συμβιβαστική λύση στη διαφορά για το όνομα της γειτονικής μας χώρας έχουν έναν ισχυρό σύμμαχο: το παρελθόν. Το οποίο, αν μελετηθεί σωστά, μπορεί να οδηγήσει και σε σωστές αποφάσεις για το σήμερα και το αύριο.

Γιατί (πρέπει να) είναι οδηγός το παρελθόν; Για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι δείχνει πώς ό,τι δεν γίνεται την κατάλληλη στιγμή, δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί αργότερα. Δηλαδή, οι ευκαιρίες σπανίως επαναλαμβάνονται. Αν η Ελλάδα ήθελε να λύσει το πρόβλημα με ονομασία χωρίς τη λέξη Μακεδονία, έπρεπε να το επιχειρήσει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν διαλύθηκε η ενιαία Γιουγκοσλαβία. Οσοι κυβερνούσαν τότε δεν τα κατάφεραν και το παιχνίδι χάθηκε. Εκτοτε επικράτησαν εκατέρωθεν μαξιμαλιστικές επιδιώξεις και έτσι πέρασαν 26 άγονα χρόνια.

Δεύτερον, διότι το παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο, δείχνει καθαρά ότι οι πολιτικοί ηγέτες παραδέχονται εκ των υστέρων τα λάθη τους, αλλά η ζημιά έχει γίνει. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στα χέρια του οποίου έσκασε το θέμα, έχει πει πολλές φορές ότι ήταν λάθος η απόφαση του συμβουλίου των πολιτικών της εποχής να απορρίψει συμβιβαστική λύση με το όνομα Μακεδονία. Ο,τι απέρριψε η δική του κυβέρνηση (υπό την πίεση Σαμαρά και της ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που είχε), το αποδέχτηκε όταν έπεσε. Ηταν αργά.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, που διαδέχθηκε τον Μητσοτάκη δεν επανέλαβε το (παλιότερο δικό του) mea culpa, αλλά το παραδέχθηκε εν τοις πράγμασι. Εκείνος το 1995 έκανε την Ενδιάμεση Συμφωνία, στην οποία δέχτηκε για το γειτονικό κράτος το όνομα FYROM (ΠΓΔΜ), δηλαδή τη λέξη Μακεδονία μέσα.

Ομως, υπάρχουν και άλλα δύο παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν, στο άλλο μεγάλο θέμα των τελευταίων ετών, την οικονομική κρίση, που δείχνουν τι σημαίνει οι ηγέτες να λένε «όχι» για αντιπολιτευτικούς ή ψηφοθηρικούς λόγους και εκ των υστέρων να παραδέχονται ότι έκαναν λάθος.

Παράδειγμα πρώτο: ο Αντώνης Σαμαράς, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης (2009-2011), ηγήθηκε του (δεξιού) αντιμνημονιακού αγώνα, υπονομεύοντας της κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου. Λίγο αργότερα, ως πρωθυπουργός, εφάρμοσε το δικό του Μνημόνιο. Και, όταν πήγε στο Βερολίνο, ενώπιον της κυρίας Μέρκελ είπε το δικό του mea culpa για τον παρελθόντα αντιμνημονιακό οίστρο του. Το είπε με δύο δικές του λέξεις: ουδείς αναμάρτητος (εδώ).

Παράδειγμα δεύτερο: ο Αλέξης Τσίπρας, ο άλλος που ηγήθηκε του (αριστερού) αντιμνημονιακού αγώνα, εφάρμοσε ως πρωθυπουργός το δικό του Μνημόνιο. Σήμερα, μιλώντας κι αυτός σε γερμανική εφημερίδα, παραδέχεται εμμέσως ότι ήταν λάθος όσα έκανε το πρώτο εξαμηνο του 2015, με κορυφαίο το δημοψήφισμα (εδώ).

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απορρίπτει τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ. Ομως, γερμανικά μέσα ενημέρωσης γράφουν ότι άλλα λέει στο εξωτερικό (εδώ). Η ΝΔ το διαψεύδει. Όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, οι διαψεύσεις είναι υποχρεωτικές. Συνήθως όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.

Με βάση τα προηγηθέντα, αν ο κ. Μητσοτάκης σε λίγους μήνες αλλάξει ρόλο, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να υποχρεωθεί να εξηγήσει γιατί είπε «όχι» στη συμφωνία. Και να πει το δικό του mea culpa, όπως έκαναν Σαμαράς και Τσίπρας.

Τι δηλοί ο μύθος; Ότι οι ηγέτες πρέπει να μετράνε τα λόγια τους. Ειδικά όταν λένε «όχι», αλλά γνωρίζουν ότι αργότερα θα χρειαστεί να το κάνουν «ναι». Εκτός αν εκφράζονται από τη ρήση του αμερικανού κωμικού Γκράουτσο Μαρξ: «Αυτές είναι οι αρχές μου. Κι αν δεν σας αρέσουν, εντάξει. Εχω κι άλλες»!