Η «κατάρα» του Τσόρτσιλ και του Σημίτη
| Getty Images / Intimenews / CreativeProtagon
Απόψεις

Η «κατάρα» του Τσόρτσιλ και του Σημίτη

Οι εξαγγελίες της ΔΕΘ θα είναι ούτως ή άλλως προεκλογικές και η κυβέρνηση δεν έχει πλέον κανένα περιθώριο λάθους. Οι πολίτες δεν θα αποφασίσουν όμως για δεύτερη φορά με τα κριτήρια του 2023 και πάντως στο Μαξίμου δεν θα πρέπει να λησμονούν το εκλογικό πάθημα του ΠΑΣΟΚ του 2003
Αγγελος Κωβαίος

Απομένουν λιγότεροι από δύο μήνες έως την εφετινή ΔΕΘ και γίνεται ευρέως αισθητό και αντιληπτό ότι η κυβέρνηση και ειδικότερα ο Πρωθυπουργός, θα αναζητήσουν σε αυτό το διάστημα ευκαιρίες και δυνατότητες ανασύνταξης.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα όσα θα πει και θα εξαγγείλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του Σεπτεμβρίου, θα έχουν προεκλογικό χαρακτήρα. Ακόμη και αν οι εκλογές γίνουν στην προβλεπόμενη ώρα τους, τα όσα κάνει ή δεν κάνει η κυβέρνηση από εδώ και στο εξής «γράφουν» (θετικά ή αρνητικά). Και στην ουσία δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια λαθών και διορθώσεων.

Υπό αυτήν την έννοια, στο περιβάλλον του Πρωθυπουργού αναζητείται ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, ώστε να διαμορφωθεί με πειστικό τρόπο η αίσθηση ότι η κυβέρνηση έχει ένα νέο όραμα ή έστω, ένα σχέδιο, ενταγμένο στο δύσκολο περιβάλλον της διεθνούς αστάθειας και ρευστότητας.

Από συνομιλίες με κυβερνητικά στελέχη, αποκομίζει κάποιος την εντύπωση ότι στο κέντρο των αποφάσεων επικρατεί μία διάθεση απολογισμού πεπραγμένων και σύγκρισης με την περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα. Επισημαίνονται ως κυβερνητικά επιτεύγματα τα γνωστά: η ψηφιοποίηση του κράτους, η πάταξη της φοροδιαφυγής, η αύξηση του κατώτατου μισθού – φυσικά η αποκατάσταση της σχέσης με τις αγορές – και πολλά άλλα, τα οποία όμως παρουσιάζουν ένα «πρόβλημα».

Πρόκειται κατά μείζονα λόγο για ζητήματα και αποφάσεις που δρομολογήθηκαν ή και υλοποιήθηκαν στην πρώτη τετραετία και τα οποία αξιολογήθηκαν στις εκλογές του 2023, όπου και θριάμβευσε η κυβέρνηση. Δεν θα κριθούν όλα αυτά για δεύτερη φορά.

Ο απολογισμός της δεύτερης τετραετίας είναι λιγότερο πειστικός και, πάντως, φτωχότερος. Το διάστημα αυτό κυριαρχείται βασικά από την ακρίβεια, τις πολιτικές αναταράξεις λόγω Τεμπών, τις επιπτώσεις του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ και πάντως, από την καθήλωση της κυβέρνησης σε δημοσκοπικά ποσοστά, τα οποία δεν δικαιολογούν, με τα σημερινά δεδομένα, προσδοκίες για επίτευξη αυτοδυναμίας.

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση έχει ανάγκη από μία προσδοκία που θα πρέπει να καλλιεργήσει και μάλιστα με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο.

Αν κάτι γίνεται εμφανές στις έρευνες της κοινής γνώμης αυτό είναι ότι απουσιάζει η διάθεση επιβράβευσης της κυβέρνησης. Τα επιτεύγματά της εμπίπτουν πλέον, καλώς ή κακώς, στο πεδίο του αυτονόητου· όμως, οποιαδήποτε αβελτηρία, σκάνδαλο, καθυστέρηση, παράλειψη ή λάθος, εντείνει είτε την τάση αποστασιοποίησης μεγάλων τμημάτων δικών της ψηφοφόρων, είτε την τιμωρητική διάθεση άλλων και ειδικότερα νεότερων, που δεν πείθονται σε καμία περίπτωση από τα όσα επιχειρεί να «περάσει» το Μέγαρο Μαξίμου.

Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται ένα θεμελιώδες αξίωμα της πολιτικής. Η ψήφος των πολιτών σπανίως επιβραβεύει για το παρελθόν. Κυρίως συνδυάζεται με την προσδοκία για το μέλλον, ή την αποδοκιμασία, όπου και αν αυτή οφείλεται.

Τα παραδείγματα είναι πολλά, ορισμένα από αυτά πολύ εντυπωσιακά.

Χαρακτηριστικότερο όλων στην παγκόσμια Ιστορία είναι αυτό του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο μεγάλος νικητής του Πολέμου αποδοκιμάστηκε στις εκλογές του Ιουλίου του 1945. Δεν επιβραβεύτηκε για την νίκη. Πολύ απλά δεν κατόρθωσε να ενσαρκώσει την προσδοκία για την «επόμενη ημέρα», για την ανοικοδόμηση και τη ικανοποίηση των αναγκών για αξιοπρεπή στέγαση, δωρεάν δημόσια Υγεία και πολλά άλλα.

Στα καθ’ ημάς –και δίχως την παραμικρή ιστορική αναλογία– χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αποδοκιμασία της διακυβέρνησης Σημίτη στις εκλογές του 2004. Κρίσιμη λεπτομέρεια ήταν και ότι ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος Πρωθυπουργός, όμως οι πολίτες δεν επιβράβευσαν τα μεγάλα έργα υποδομής, την ένταξη στην ΟΝΕ ή την παγκόσμια προβολή της χώρας μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ούτε καν τους απασχόλησε το αποκαλούμενο τότε «κοινωνικό πακέτο» της ΔΕΘ του 2003, ύψους 1,3 δισ. ευρώ. Θέλησαν να αποδοκιμάσουν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, για πολλούς και διάφορους λόγους, περισσότερο ή λιγότερο βάσιμους, δεν είχαν καμία προσδοκία από τον Γιώργο Παπανδρέου, ενώ, αντιθέτως, την βρήκαν στα όσα διεκήρυττε ο Κώστας Καραμανλής.

Το σήμερα με το τότε έχει φυσικά πολλές διαφορές. Με κυριότερη, ότι απέναντι στην κυβέρνηση και τον Μητσοτάκη δεν υπάρχει αντίπαλον δέος ή μία στοιχειώδης εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Αυτό όμως είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα. Είτε ο Μητσοτάκης αποδοκιμαστεί εκλογικά είτε κερδίσει τις εκλογές με «χαμηλή πτήση», υπάρχει ο ορατός κίνδυνος της ακυβερνησίας και συνεπώς, της μεγάλης περιπέτειας της χώρας.

Exit mobile version