Η ανυπομονησία των Ελλήνων και η κρίση που δεν ήταν αναγκαία

Τον Ιανουάριο είχαμε πρόωρες εκλογές γιατί μεγάλο κομμάτι της πολιτικής μας τάξης δεν μπορούσε να περιμένει. Κέρδισαν κόμματα που ακριβώς εκπροσωπούσαν την ανυπομονησία, που υποσχόντουσαν θαυματουργά αποτελέσματα εδώ και τώρα...

protagon.import

Mια προσωπική ιστορία: πριν κάποια χρόνια, πετούσα από το Οχάϊο προς Αθήνα, μέσω Νέας Υόρκης και Λονδίνου. Ταξιδεύοντας ώρες –όχι για ευχάριστο λόγο- και ξενυχτισμένος, επιβιβάστηκα στο Λονδίνο για το τελευταίο κομμάτι της πτήσης. Δίπλα μου, μια νέα Ελληνίδα, υγιής και προφανώς ξεκούραστη. Στα 10-15 λεπτά πτήσης άρχισε να στριφογυρίζει δυσανασχετώντας, στα 30 λεπτά πτήσης ξεστόμισε την απίστευτη ατάκα: «άντε, πότε θα φτάσουμε!» Ίσως ήταν η ιδέα μου, αλλά νομίζω ότι όσοι γύρω είχαμε τουλάχιστον 10ωρο ταξίδι από Αμερική στην πλάτη, δεν πιστεύαμε τα αυτιά μας. Μεμονωμένη περίπτωση, σκεφτόμουν, μέχρι που προσγειωθήκαμε και επαναλήφθηκε ευθύς ο γνώριμος σουρεαλιστικός χορός, σχεδόν όλοι οι Έλληνες να λύνουν ζώνες και να τινάζονται απ’τις θέσεις τους σαν ζεματισμένοι, ενάντια στους διεθνείς κανονισμούς, στοιχειώδεις σκέψεις προνοητικότητας αλλα και τις ατελείωτες παρακλήσεις των αεροσυνοδών.

Ο Άγγελος Βλάχος (ενορατικός διπλωμάτης και ανιψιός του ιδρυτή της «Κ») έλεγε ότι είμαστε λαός με πολλά χαρίσματα και λίγες αρετές. Αγνοούμε σε τι βαθμό ισχύει, μια και οι σχετικές επιστήμες μόλις τώρα αρχίζουν να μετράνε σωστά τέτοια χαρακτηριστικά και την αλληλεπίδραση τους σε κοινωνικόοικονομικό επίπεδο. Υπάρχει όμως ισχυρή υπόνοια ότι η υπομονή και η στωϊκότητα δεν ανήκουν στις αρετές μας.

Αν έχετε φτάσει ως εδώ στο κείμενο, ανήκετε στους υπομονετικότερους Έλληνες. Πολλοί από μας δεν βρίσκουμε την υπομονή να διαβάσουμε κείμενο, προτιμώντας την ευκολία της τηλεόρασης. Ακόμα και αυτοί που διαβάζουν, δύσκολα ξεπερνούν την αθλητική εφημερίδα ή ποπ κειμενάκια 200 λέξεων, στοιχημένων σε εντυπωσιακές ατάκες. Αντίθετα με διαδεδομένες θεωρίες, δεν πρόκειται περί χαμηλής εκπαίδευσης (λαοί με χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο διαβάζουν παραπάνω), έλλειψης χρόνου (χρόνο για καφέ πώς βρίσκουμε;) ή βέβαια ευφυίας. Απλά δεν έχουμε την υπομονή για δραστηριότητες (επαγγελματικές ή χόμπυ) των οποίων τα οφέλη αργούν να έρθουν.

Στο διάσημο Πείραμα του Στάνφορντ, άφησαν ένα παιδί σε ένα δωμάτιο με ένα γλυκάκι, υποσχόμενοι ότι αν το αφήσει ανέγγιχτο για 15 λεπτά, θα του δώσουν ένα δεύτερο. Τα παιδιά που δεν άντεξαν τον πειρασμό, κατέληξαν δεκαετίες αργότερα να είναι λιγότερο επιτυχημένα και ευτυχισμένα στην ζωή τους. Έτσι και εμείς μεταξύ ενός πειρασμού και μιας απόφασης που μας κάνει καλό στο μέλλον, υποκύπτουμε πάντα στον πειρασμό. Θέλουμε αποτέλεσμα εδώ και τώρα (instant gratification, άμεση ικανοποίηση) και καταλήγουμε στα Μνημόνια.

Για τον ίδιο λόγο εξάλλου δυσκολευόμαστε να προλάβουμε προθεσμίες (υπάρχει άλλο ευρωπαϊκό κράτος που να δίνει τόσες παρατάσεις;) ή να προετοιμαστούμε εγκαίρως, για σχολικά διαγωνίσματα ή Ολυμπιακούς Αγώνες (αυτοχαϊδεύομενοι ως συνήθως, αντί να διερευνήσουμε τι έφταιξε για τις καθυστερήσεις, πανηγυρίζαμε που τελικά προλάβαμε). Η ανυπομονησία μας υπερβαίνει το φρόνιμο, του τύπου κάλλιο πέντε και στο χέρι (που είναι πλήρως αποδεκτό από την θεωρία ορθολογικών αποφάσεων), και φτάνει στο παράλογο, σε συμπεριφορά που την μετανιώνουμε σχεδόν με το που υποκύψουμε στον πειρασμό.

Οδηγούμε σαν παράφρονες, γιατί βιαζόμαστε παράλογα. Πραγματικά, δεν θα χαθεί ο κόσμος αν χάσεις ένα φανάρι και φτάσεις 2 λεπτά πιο αργά στον προορισμό σου. Η παραβίαση του κόκκινου (στα μάτια του οδηγού πάντα «βαθύ πορτοκαλί») μπορεί όμως να σου κοστίσει ολόκληρη ζωή. Καπνίζουμε σαν φουγάρα, παρά τα βουνά ιατρικών στοιχείων που λένε ότι το τσιγάρο σκοτώνει. Παραμελούμε την άθληση, διατρεφόμαστε απερίσκεπτα, γενικά πολύ συχνά συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει αύριο. Όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποτέλεσμα ανορθολογικής ανυπομονησίας («υπερβολοειδούς προεξόφλησης», σύμφωνα με τα Συμπεριφορικά Οικονομικά).

Ε, και τι έγινε, έτσι είμαστε εμείς, παιδιά του Ζορμπά! Φαντάζεσαι τον Ζορμπά να ανησυχεί για την σιλουέτα του ή να καλλιεργεί δενδρύλλια μπόνσαϊ; Κιόμως, κάτι έγινε. Η κρίση έγινε. Και θα ξαναγίνει.

Τον Ιανουάριο είχαμε πρόωρες εκλογές γιατί μεγάλο κομμάτι της πολιτικής μας τάξης δεν μπορούσε να περιμένει. Κέρδισαν κόμματα που ακριβώς εκπροσωπούσαν την ανυπομονησία, που υποσχόντουσαν θαυματουργά αποτελέσματα εδώ και τώρα (λες και τέτοιες κρίσεις λύνονται «μ’έναν νόμο»). Το πραγματικό αποτέλεσμα ήταν δεκάδες δις χαμένες καταθέσεις, κεφαλαιακοί έλεγχοι, η επιστροφή στην επαχθή ύφεση, ακριβώς το κακό που υποτίθεται θέλαμε να ξορκίσουμε. Αυτή η κυβέρνηση ανυπόμονων έπεσε από τους ακροανυπόμονους, που επιμένουν να πιστεύουν, μετά το επτάμηνο ναυάγιο και ενάντια σε κάθε λογική, οτι υπάρχει μαγική λύση: η δραχμή που αυτοστιγμή θα επιτρέψει παροχές και περασμένα μεγαλεία. Φυσικά, ανυπόμονα φέρθηκε και ο προηγούμενος πρωθυπουργός, ρίχνοντας την κυβέρνηση Παπαδήμου, ακριβώς την ώρα που φαινόταν να αναστηλώνει την οικονομία. Εξίσου ανυπόμονα φερόμαστε τουλάχιστον από το 1981, που αρχίσαμε συστηματικά να θυσιάζουμε το μέλλον για να χρηματοδοτηθεί παροδική κατανάλωση και καπρίτσια. Γεμίσαμε το δημόσιο με αχρείαστους (να βολευτούν κάπου τα παιδιά, κιας υπονομεύουν την δυνατότητα του κράτους να φροντίζει το μέλλον μας), εκτοξεύσαμε το δημόσιο χρέος (φέρε παροχές και θα τα βρούμε μωρέ), αφήσαμε προβλήματα τιτάνιου μεγέθους να συσσωρεύονται στο ασφαλιστικό (σύνταξη εδώ και τώρα!).

Η ανυπομονησία μας, φέρνει κάποια μικρά οφέλη προσωρινής καλοπέρασης, αλλα μας κοστίζει συστηματικά βαριές κρίσεις και ανυπολόγιστο χαμένο εισόδημα. Ξεχάστε βαθιές μεταρρυθμίσεις και μεγαλεπήβολα επενδυτικά σχέδια. Απλά την υπομονή των Ισπανών να είχαμε (π.χ. δημόσιο χρέος αντίστοιχο με εκείνων) ισχυρίζομαι ότι θα είχαμε περίπου και το εισόδημα τους (40% υψηλότερο πια;).

Και τι μπορούμε να κάνουμε; Να αντικαταστήσουμε τους Έλληνες με ψύχραιμα υπολογιστικά ρομπότ; Υποψιάζομαι ότι η πλειονότητα των συνανθρώπων μας (έχουν μάθει να;) αγαπάνε αυτό που λέμε ελληνικό χαρακτήρα, με τα καλά και τα στραβά του, και δύσκολα τον αποχωρίζονται. Αλλά ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να λειάνουμε τις εντονότερες ακμές του χαρακτήρα μας για να αποφεύγουμε τα χειρότερα.

Μακροπρόθεσμα θα έλεγα οτι πρέπει να εκπαιδευτούμε (ξεκινώντας στα σχολεία) να αναγνωρίζουμε τα λάθη του χαρακτήρα μας, να υπολογίζουμε τη ζημιά που φέρνουν. Έως τότε όμως, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουμε είναι να παραδεχτούμε το πρόβλημα, και να διαχωρίσουμε προσεκτικά τις προσωπικά επικίνδυνες επιλογές από τις συλλογικά επικίνδυνες. Ατομικά ας είμαστε όσο Ζορμπάδες θέλουμε. Αλλά μην βάζουμε τον Ζορμπά να μας κυβερνά.

*Ο Σωτήρης Γεωργανάς είναι αν. καθηγητής Θεωρίας Παιγνίου και Συμπεριφορικών Οικονονομικών στο City University Λονδίνου.