Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης σε μια σκηνή της ταινίας «Ενας Άλλος Κόσμος» | .
Απόψεις

Γιατί αρέσει ο Παπακαλιάτης

Νομίζω για τον ίδιο λόγο που αρέσει και ο Τσίπρας. Οι δύο συνομήλικοι σχεδόν άνδρες βρήκαν, ο καθένας στον τομέα του και τηρουμένων των αναλογιών, μια ρωγμή και τρύπωσαν. Και μετά την ξεχείλωσαν τόσο πολύ ώστε να φαίνεται ότι κάλυψαν ένα μεγάλο κενό
H Likeίστρια

«Εμένα πάντως με βοήθησε να συνειδητοποιήσω πολλά πράγματα για τη ζωή μου». Αυτό έλεγε η νεαρά που έβγαινε από την αίθουσα όπου παιζόταν η ταινία «Ενας Άλλος Κόσμος». Μεταξύ 25 και 30, άξιον τέκνο, και ως προς την εμφάνιση, της γενιάς που μεγάλωσε με τις τηλεοπτικές σειρές του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Και που τώρα παρακολουθεί τις ταινίες του όπως κάποιες άλλες γενιές ανακάλυπταν κάποτε τις ταινίες του Αϊζενστάιν.

Ναι λοιπόν, πήγα να δω Παπακαλιάτη. Οχι από περιέργεια, διότι δεν είχα καμία, αλλά από ένα είδος ψυχαναγκασμού. Ηταν τόσο έντονο και αγχωτικό το διαφημιστικό brain wash (μέχρι και σε πτήση της χορηγού αεροπορικής εταιρείας μπήκε και μοίραζε προσκλήσεις) ώστε πίστεψα πως, αν την έβλεπα, μια μυστική συμπαντική συνωμοσία θα λειτουργούσε υπέρ μου και θα  σταματούσε να με κατατρέχει αυτό το «κερδίστε δύο δωρεάν εισιτήρια για τη νέα ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη».

Λοιπόν, το «Ενας Άλλος Κόσμος» είναι όντως μία καλή ταινία. Αν τη συγκρίνεις με το «Η Ρένα είναι οφσάιντ». Ή με τις βιντεοκασέτες της δεκαετίας του ΄80. Αντε και με κάτι τραβηγμένα απ΄τα μαλλιά σύγχρονα ριμέικ ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αλλά μέχρι εκεί! Από εκεί και πέρα πρόκειται για μια εξαιρετική μεγάλου μήκους διαφήμιση τράπεζας. Καλοφωτισμένα πλάνα, καλοί ηθοποιοί, ωραία μουσική. And that’s all! Kαθώς λοιπόν τα επαναλαμβανόμενα κινηματογραφικά κλισέ στριμώχνονταν μπροστά στα μάτια μου και τα αντίστοιχα αφηγηματικά στοιβάζονταν στ’ αυτιά μου, σκεφτόμουν, για να περάσει η ώρα μου, γιατί αρέσει τόσο πολύ ο Παπακαλιάτης.

Στην περίπτωση του Παπακαλιάτη είναι η αισθητική – το αντίστοιχο «ηθικό πλεονέκτημα» του συνομηλίκου του Πρωθυπουργού. Ωραία ρούχα, ωραία σπίτια, ωραία τοπία, ωραία λόγια. Η τέχνη όμως δεν είναι αισθητική. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και περιεχόμενο και ουσία

Νομίζω για τον ίδιο λόγο που αρέσει και ο Τσίπρας. Οι δύο συνομήλικοι σχεδόν άνδρες βρήκαν, ο καθένας στον τομέα του και τηρουμένων των αναλογιών, μια ρωγμή και τρύπωσαν. Και μετά την ξεχείλωσαν τόσο πολύ ώστε να φαίνεται ότι κάλυψαν ένα μεγάλο κενό. Στην περίπτωση του Παπακαλιάτη είναι η αισθητική – το αντίστοιχο «ηθικό πλεονέκτημα» του συνομηλίκου του Πρωθυπουργού. Ωραία ρούχα, ωραία σπίτια, ωραία τοπία, ωραία λόγια. Η τέχνη όμως δεν είναι αισθητική. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και περιεχόμενο και ουσία. Η αισθητική ωστόσο είναι ένα είδος εστέτ λαϊκισμού. «Τυφλώνει» με τη γοητεία της, παρασύρει και δεν μπορεί κανείς να διακρίνει την απουσία ούτε του περιεχομένου ούτε της ουσίας.

Αν κάποτε το ιδανικό πρότυπο ήταν ο «αυτοδημιούργητος», αυτός που ξεκίνησε από το μηδέν για να κατακτήσει την κορυφή, σήμερα είναι ο τύπος αυτός που καταφέρνει να πείσει ότι είναι κάτι που δεν είναι. Ο,τι ακριβώς δηλαδή κάνει με εξαιρετική επιτυχία ο Παπακαλιάτης. Και ό,τι προσπαθούν να κάνουν οι περισσότεροι από εμάς. Αυτό και μόνο καλλιεργεί ένα είδος μυστικής συνωμοσίας. Ενα αόρατο νήμα ταύτισης που κρατά πολύ στέρεα δεμένους το κοινό με τον δημιουργό. Από ‘κει και πέρα, ένα καλό λούστρο και το παλιό θαμπώνει με τη λάμψη του ολοκαίνουργιου. Πώς παλιά οι οικονόμες μανάδες μας, «φρέσκαραν» ένα παλιό τους φόρεμα με μία τρέσα, ένα βολάν, μία μπάσκα και το έκαναν, με το τίποτα, να μοιάζει μοντέρνο; Πώς δεν το σκέφτηκε αυτό, ως παράδειγμα, η κυρία Θεανώ Φωτίου;

Σε μια χώρα λοιπόν που η ταινία του Παπακαλιάτη κάνει μία γυναίκα ανάμεσα στα 25 και στα 30 να συνειδητοποιήσει «πολλά πράγματα για τη ζωή της», ο Τσίπρας και πολύ μας πάει για Πρωθυπουργός.