Απόψεις

Ανδρέας Παπανδρέου, ο «θεός» της (άλλης) μισής Ελλάδας

Λαϊκιστής και εκσυγχρονιστής μαζί. Εδωσε υποσχέσεις που τήρησε και άλλες που «ξέχασε». Μια μικρή αποτίμηση του Ανδρέα Παπανδρέου στην εικοστή επέτειο του θανάτου του
Γιώργος Καρελιάς

Σήμερα είναι η εικοστή επέτειος του θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου (23 Ιουνίου 1996). Είκοσι χρόνια είναι, ίσως, λίγα για τους ιστορικούς που αποτιμούν πρόσωπα και ιστορικές περιόδους. Είναι, όμως, αρκετά για μια μικρή – μη ιστορική – αποτίμηση.

Ετσι κι αλλιώς η αποτίμηση αυτή δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος επέλεξε να μη γράψει για τον εαυτό του και το έργο του. Είτε γιατί δεν έδινε σημασία στην υστεροφημία του είτε γιατί θεωρούσε ότι ήταν δουλειά των ιστορικών.

Οι αντίπαλοί του επισημαίνουν ως το πιο αρνητικό χαρακτηριστικό του τον «λαϊκισμό» που εξέπεμπε: «χάιδευε» τον λαό, τού έλεγε ό,τι ήθελε να ακούσει, ορισμένα από τα «θα» του έμειναν παροιμιώδη.

Oμως, ταυτόχρονα, ήταν και «εκσυγχρονιστής» πολιτικός: οι κυβερνήσεις του εκσυγχρόνισαν όντως το απαρχαιωμένο Οικογενειακό Δίκαιο της εποχής (ισότητα των φύλων, κατάργηση της μοιχείας, πολιτικός γάμος κα).  Σήμερα όλα αυτά φαίνονται αυτονόητες κατακτήσεις, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν. Δικός του ήταν και ο νόμος (2190 του 1994, γνωστός ως «νόμος Πεπονή»), που καθιέρωσε το ΑΣΕΠ στις προσλήψεις στο Δημόσιο, τον οποίο ουδείς τόλμησε έκτοτε να καταργήσει.

Ο Ανδρέας  ήταν «κρατιστής» πολιτικός. Οι κυβερνήσεις του διόγκωσαν το κράτος και κρατικοποίησαν πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Oμως, αυτή η πολιτική δεν ήταν (μόνο) δική του. «Κρατικιστικό» ήταν και το αντίπαλο κόμμα της Δεξιάς. Μάλιστα, ήταν ο έτερος μεγάλος πολιτικός της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που κρατικοποίησε εμβληματικές επιχειρήσεις της εποχής (Ολυμπιακή, Εμπορική Τράπεζα).

Τα «θα» του Ανδρέα Παπανδρέου έχουν μείνει στην Ιστορία. Oμως, παρά την αρνητική φόρτιση που κουβαλούν, πρέπει να επισημάνουμε ότι πολλά από αυτά έγιναν πράξη, ιδίως στην οικονομική και κοινωνική ζωή των Ελλήνων. Και ο ίδιος είχε την ευελιξία να εγκαταλείψει όσα «θα» έκρινε ότι θα έβλαπταν τη χώρα: δεν την έβγαλε από το ΝΑΤΟ και την (τότε) ΕΟΚ και την προετοίμασε για την ένταξη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, την οποία ολοκλήρωσε ο διάδοχός του Κώστας Σημίτης.

Eνα από τα ερωτήματα των τελευταίων επτά ετών της κρίσης είναι πόσο ευθύνεται η διακυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου γι’ αυτήν. Είναι γεγονός ότι στη δεκαετία του ΄80 το ελληνικό χρέος διογκώθηκε. Oμως, υψηλό χρέος είχε πάντα η Ελλάδα από τότε που έγινε ανεξάρτητος κράτος. Πάντα με δανεικά ζούσε. Θα ήταν το λιγότερο υπερβολικό να αποδώσει κανείς την κρίση που ξέσπασε το 2009 σε όσα έγιναν σχεδόν τρεις δεκαετίες πίσω. Πόσω μάλλον που δεν έχουν διερευνηθεί ακόμα οι ευθύνες των πιο κοντινών διαχειριστών(από τη δεκαετία του 2000 και μετά), οι οποίες είναι σίγουρα μεγαλύτερες.

Oμως, πάνω και πέρα από όλα αυτά, η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου σημάδεψε ανεξίτηλα τη μεταπολιτευτική Ελλάδα για ένα απλό λόγο: οι κυβερνήσεις του έβγαλαν από την απομόνωση (πολιτική, οικονομική, κοινωνική) το άλλο μισό του ελληνικού λαού. Μέχρι τότε το ελληνικό κράτος ήταν μονοκομματικό, με την μακρόχρονη κυριαρχία της μιας παράταξης. Ο Ανδρέας έβαλε οριστικά στο παιχνίδι και την άλλη. Και αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στην καθιέρωση της πολιτικής κανονικότητας, την οποία είχε ξεκινήσει δειλά ο Καραμανλής λίγα χρόνια πριν.

Επιπλέον, οι κυβερνήσεις του Ανδρέα έβγαλαν από την οικονομική καχεξία και την κοινωνική αφάνεια μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Παρά τις κάποιες υπερβολές που έγιναν , δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι πολλοί φτωχοί έως τότε Ελληνες «είδαν θεού πρόσωπο».

Σύμφωνα με μια ρήση που αποδίδεται στον Ναπολέοντα, «ο ηγέτης είναι έμπορος ελπίδων». Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σίγουρα τέτοιος. Μόνο που κατάφερε κάτι παραπάνω. Ορισμένες από τις ελπίδες που πούλησε τις έκανε πράξη. Και αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από μεταγενέστερα κακέκτυπά του.