Αν κάποιος δει έναν νεαρό ντιλιβερά στην άσφαλτο και στη συνείδησή του αθωώσει το απρόσεκτο οδηγό ΙΧ επειδή το θύμα πήγαινε παράνομα, εμένα με ξεπερνά | Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Απόψεις

Μηχανές 2

Ενα προηγούμενο άρθρο για την απόφανση του Αρείου Πάγου ότι είναι παράνομη η κίνηση της μοτοσικλέτας ανάμεσα στα αυτοκίνητα προκάλεσε αντιδράσεις. Ωστόσο είναι αναγκαίο να δει κάποιος την υπόθεση από την πλευρά του μοτοσικλετιστή
Ανδρέας Πετρουλάκης

Γύρω στο 2000 είχε ληφθεί η απόφαση να τοποθετηθούν ελαστικά διαχωριστικά ύψους αρκετών εκατοστών στο όριο των λεωφορειολωρίδων, ώστε να αποτρέπεται η καταπάτησή τους από άλλα οχήματα. Η ιδέα είχε φανεί μεγαλοφυής και όλοι θώρησαν ότι θα έλυνε οριστικά το πρόβλημα της ακώλυτης κίνησης των λεωφορείων και τρόλεϊ. Μέχρι που μίλησε δειλά ο πρώτος μοτοσικλετιστής για να τους επισημάνει ότι εάν ένα δίκυκλο προσκρούσει πλαγιομετωπικά στο ελαστικό κράσπεδο θα γκρεμοτσακιστεί, πόσο μάλλον που τις περισσότερες φορές δεν θα το βλέπει καν αφού θα κρύβεται από τα αυτοκίνητα. Και τότε είχε ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση με αρκετούς να υποστηρίζουν ότι αφού απαγορεύεται να παραβιάζουν τη λεωφορειολωρίδα όλα τα τροχοφόρα (τότε δεν είχε επιτραπεί ακόμα στα δίκυκλα) τι δουλειά έχουν οι μηχανές να πατήσουν το διαχωριστικό. Αφού ήταν σύμφωνο με τον νόμο το μέτρο δεν πείραζε που ήταν εγκληματικό. Πρόλαβαν μάλιστα και τοποθετήθηκαν και μερικά τέτοια δολοφονικά καουτσούκ. Ευτυχώς γρήγορα επεκράτησε ο απλός ρεαλισμός που έλεγε ότι δεν αρκεί να έχεις τον νόμο με το μέρος σου πρέπει να έχεις και την πραγματικότητα – το μέτρο αποσύρθηκε και δεν θρηνήσαμε θύματα.

Η πραγματικότητα λέει λοιπόν ότι όσο υπάρχουν μηχανές θα βρίσκονται αναβάτες, βιοπαλαιστές ντιλίβερι, τρελαμένοι πιτσιρικάδες αλλά και μεγαλύτεροι εραστές του μέσου, που θα περνούν ανάμεσα από αυτοκίνητα, με διαφορετική διαβάθμιση ρίσκου ο καθένας. Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει δυσκολία να περιγράψει ο νόμος με ακριβή τρόπο τις περιπτώσεις διέλευσης ανάμεσα στις λωρίδες με μηδενικό ρίσκο, για αυτό προτιμά να κλείσει τα μάτια στην πραγματικότητα και να την απαγορεύει ολοσχερώς. Γνώμη μου είναι ότι η ευθύνη του μοτοσικλετιστή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με τις διατάξεις της επικίνδυνης οδήγησης χωρίς να υποχρεώνεται να οδηγεί κατά στοίχους, αλλά ακούω τον αντίλογο. Αλλωστε αυτό δεν έχει και τόσο σημασία γιατί ο σκοπός του άρθρου μου για την απόφαση του Αρείου Πάγου δεν ήταν να γλυτώσει ένα πρόστιμο ο μοτοσικλετιστής (που άλλωστε στην περίπτωση εκείνη δεν κατηγορείτο), αλλά να μην γεννηθούν επιπρόσθετοι κίνδυνοι για την ασφάλειά του. Εννοώ ότι το πρόβλημα που θεώρησα ότι υπάρχει στην απόφαση είναι η αθώωση του οδηγού της νταλίκας με το σκεπτικό ότι η μηχανή κινείτο πάρανομα, απόφαση η οποία κατά τη γνώμη μου εγκυμονεί σημαντικούς νέους κινδύνους για το μέλλον.

Για αυτό μίλησα για την ανάγκη να δει κάποιος την υπόθεση από την πλευρά του μοτοσικλετιστή. Γιατί, αν δεν έχεις δει με τα μάτια σου την πόρτα του ταξί να ανοίγει μπροστά σου σε σταματημένη κυκλοφορία και να χτυπά στη ρόδα σου, αν δεν σου έχει έρθει στη μούρη ένα σμήνος γόπες από το άδειασμα τασακιού, αν δεν έχεις αιφνιδιαστεί από την τελείως απρόβλεπτη έμπνευση ακίνητου οδηγού αυτοκινήτου να στρίψει ξαφνικά μέσα στη λωρίδα του (και πάνω στο πόδι σου) για να πάρει καλύτερη θέση στην εκκίνηση, αν δεν έχεις βιώσει δηλαδή με μεγάλη ποικιλία την πλήρη αδιαφορία για την ύπαρξη των μηχανών από μία (μεγάλη) κατηγορία οδηγών τετράτροχου, δεν μπορείς να αντιληφθείς πόσο εγκληματική (αφήνω το αντικοινωνική) είναι η συμπεριφορά του ασυνείδητου που δεν θεωρεί απαραίτητο να αναζητήσει τη μηχανή στον καθρέπτη του πριν επεκτείνει τις δραστηριότητές του στη διαχωριστική. Τώρα λοιπόν θα αγνοεί με την άδεια του νόμου την πιθανότητα να περνά κάποιος άτυχος (έστω απρόσεκτος, θρασύς, παράνομος και ό,τι άλλο ικανοποιεί ) μοτοσικλετιστής. Διότι σας βεβαιώ ότι κάποιος θα περάσει –είναι ένα αποτέλεσμα που σίγουρα κάποια στιγμή μέσα στη μέρα θα παραγάγει ο συνδυασμός της φύσης του ανθρώπου και της φύσης του μέσου.

Αν κάποιος δει έναν νεαρό ντιλιβερά στην άσφαλτο όπου τον γκρέμισε ο προφυλακτήρας οδηγού που έκανε βόλτες στη λωρίδα του χωρίς να ελέγχει τους καθρέπτες του, και στη συνείδησή του αθωώσει το δράστη επειδή το θύμα πήγαινε παράνομα, εμένα με ξεπερνά. Αφού δε τώρα τον αθωώνει και ο νόμος με αφήνει άναυδο. Λίγο ενδιαφέρει αν στο τέλος, και εφόσον ζήσει, ο ξαπλωμένος στο δρόμο πληρώσει πρόστιμο. Στην περίπτωση αυτή ο νόμος πρέπει να δρα αποτρεπτικά και να τιμωρεί κυρίως την εγκληματική αδιαφορία του καθιστού στο τιμόνι. Ή έστω να αναγνωρίζει συνυπαιτιότητα. Η απαλλαγή από οποιαδήποτε ευθύνη του τετράτροχου που παρεμβάλλεται ξαφνικά στην πορεία του δίτροχου με το σκεπτικό ότι το δεύτερο κινείται παράνομα μου φαίνεται αδιανόητη, γιατί πολλαπλασιάζει τους ήδη πολλούς εχθρούς που παραμονεύουν ένα μοτοσικλετιστή που ξεκινά από το σπίτι του το πρωί.