Απόψεις

Προστατέψτε τον Μίκη Θεοδωράκη

Το τελευταίο που είπε, καλώντας εμμέσως πλην σαφώς τους νέους να βγουν στις πλατείες με τα καλάσνικοφ, πρέπει να αφυπνίσει τους οικείους του. Πρέπει να τον προστατεύσουν από τον εαυτό του. Γιατί ο Μίκης δεν ανήκει μόνο σε αυτούς, ανήκει σε όλους μας
Πάνος Παπαδόπουλος

Η μελοποίηση του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας μουσικής. Παρουσιάστηκε το 1960, πριν από 56 χρόνια. Και θα αντηχεί για πάντα. Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ένας τιτάνας της παγκόσμιας μουσικής. Το «Ομορφη Πόλη» ερμηνευμένο από την μυθική Εντίθ Πιάφ για την ταινία «Εραστές του Τερουέλ» είναι ανατριχιαστικό, μια από τις καλύτερες στιγμές της, αν όχι η καλύτερη. Τα μελοποιημένα «Επιφάνια» και «Αξιον Εστί» έβαλαν την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη στα χείλη του πιο απλού Ελληνα· αν υπήρχε ο μαγικός αυλός μεταπολεμικά στη χώρα μας ήταν στα χέρια του Μίκη. Αν ήρθε ο διαφωτισμός στη χώρα μας ήρθε (και) μέσα από τις μελωδίες του.

Τελεία.

Το ότι έγραψε αυτή τη μουσική δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να λέει βλακείες. Ούτε άκρως επικίνδυνα πράγματα, όπως αυτό που εκστόμισε το Σάββατο λέγοντας ότι αν περπατούσε θα έβγαινε με τα καλάσνικοφ στις πλατείες. Αν είναι δυνατόν! Αφού δεν μπορεί να το κάνει ο ίδιος, οφείλουν οι άνθρωποι γύρω του να τον προστατεύσουν από τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε ένας θεός της μουσικής. Ενας θεός που αν και δεν το παραδεχόμαστε, έπαψε να γράφει εξαιρετική μουσική κάπου εκεί λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’70, εφόσον προσθέσουμε την οσκαρική δουλειά του στο «Serpico» του Σίντνεϊ Λιούμετ και του Αλ Πατσίνο στις μεγάλες στιγμές του, χωρίς φυσικά να συγκρίνεται με όσες προηγήθηκαν.

Από τη Μεταπολίτευση και μετά, ο Θεοδωράκης ουσιαστικά επαναλάμβανε μουσικά τον εαυτό του. Με όχημα τα υπέροχα έργα που είχε γράψει στη νιότη του, επέβαλε τα συμφωνικά του – που μεταξύ μας δεν τα άκουγε κανείς και μουσικοί δεν μπορούσαν καν να τα παίξουν. Και αναλάμβανε όλο και περισότερο πολιτικό ρόλο.

Μέσα από τη μήτρα της Μεταπολίτευσης και με την κάψα της δημοκρατίας να καίει τα σωθικά όλων, ο Μίκης του «Επιτάφιου» και των «Επιφανίων» έγινε ο Μίκης των Λαμπράκηδων και του αντιδικτατορικού αγώνα, λογικό. Μετασχηματίστηκε από μουσικοσυνθέτη εφάμιλλο του Μάνου Χατζιδάκι σε πολιτική προσωπικότητα. Και ως τέτοια επικρατούσε και στην άτυπη – αλλά παρούσα λόγω ελληνικού εθισμού στους διχασμούς – σύγκριση με τον μέγα Μάνο. Ο τελευταίος, φίλος του Μίκη αλλά και φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή και δηλωμένος «Δεξιός», δεν μπορούσε να στρατεύει τη μουσική του στο πλαίσιο των «δημοκρατικών αγώνων» – όσο και αν αυτό ήταν μια τόσο μα τόσο αυθαίρετη εκτίμηση και τόσο λάθος -, επομένως ο κόκκινος Μίκης ήταν «καλύτερος».

Ακόμα όμως και αυτή η πολιτική του πορεία δεν του επιτρέπει να λέει ανοησίες. Κι ας ήταν ασύμμετρη αυτή η πορεία, άρα και να μην το θες σε προδιαθέτει για τέτοια. Ο Θεοδωράκης είναι ο ηγέτης των Λαμπράκηδων που έγινε βουλευτής του σταλινικού ΚΚΕ και έπειτα δεν είχε πρόβλημα να είναι επί δυόμισι χρόνια υπουργός της κυβέρνησης της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Και έπειτα πάλι δεν είχε πρόβλημα να γίνει ο ιδεολογικός παππούς του επελαύνοντος προς την εξουσία ΣΥΡΙΖΑ που τα βρήκε με τους εθνικιστές ΑΝΕΛ.

Το «να μην το θες» ήταν ως τώρα η σωτηρία του Μίκη. Δεν θέλαμε να παραδεχτούμε ότι έχει να γράψει καλή μουσική από το 1973. Δεν θέλαμε να παραδεχτούμε ότι λέει συχνά αρλούμπες. Δεν θέλαμε να παραδεχτούμε ότι ακούμε όσα λέει μόνο και μόνο επειδή είναι ο Μίκης, αλλιώς θα λέγαμε ότι είναι ένας γέρος που τον παραπήραν τα χρόνια. Είναι και αυτό ένα δείγμα του μεγαλείου του, αυτή η διακριτική ευγένειά μας. Αλλά ως εδώ. Μαζί του υπήρξαμε καλοί όσο δεν πάει. Τον τιμήσαμε, τον αγαπήσαμε, θα ακούμε και θα σιγοτραγουδάμε τις μουσικές του για πάντα, αυτό έπρεπε να του αρκεί.

Τον Μίκη που καλεί τους νέους να βγουν με τα καλάσνικοφ στην Ελλάδα του 2016 πρέπει να τον μαζέψουν, προτού όντως βγει κάποιος με τα καλάσνικοφ. Να τον μαζέψουν τα παιδιά του, η γυναίκα του, οι δημοσιογράφοι που του χαϊδολογούν το εγώ μπας και πάρουν μια τελευταία ατάκα του.

Διότι από εδώ και πέρα δεν καταστρέφει μόνο την υστεροφημία του – αυτή δικιά του είναι ας την κάνει ό,τι θέλει. Καταστρέφει τον δικό μας Μίκη. Που είναι κτήμα όλων των Ελλήνων, μας ανήκει, αυτό είναι το μεγαλείο του.

Για να το θέσω σε όρους σύγκρισης που αρέσουν στον πολύ κόσμο και που στον ίδιο πάντα άρεσαν, λυπάμαι που το λέω, αλλά σε σύγκριση με τον Χατζιδάκι, τον οποίο κάποτε «νικούσε», ο Μάνος είναι ο Αριστοτέλης και ο Μίκης κινδυνεύει να γίνει πια Σεφερλής.