Ανδρουλάκης, Παπανδρέου, Λοβέρδος... | SOOC/CreativeProtagon
Απόψεις

Δύο για το φίνις, ο εξής ένας…

Το δίδυμο Ανδρουλάκη - Παπανδρέου είναι, επί της ουσίας, φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε, αν γείρει εκεί που φαίνεται να γέρνει, να σηματοδοτεί αλλαγή σελίδας και την παράδοση του κόμματος σε νεότερα χέρια -σε στελέχη χωρίς κυβερνητική θητεία, με πιο νωπές τις μνήμες των δύσκολων χρόνων από το 2012, παρά από τα ένδοξα κυβερνητικά χρόνια
Μυρτώ Λιαλιούτη

Είτε παρακολουθούσες τη ροή των αποτελεσμάτων όσο ενσωματώνονταν είτε άνοιγες ένα οποιοδήποτε σάιτ για να δεις το τελικό αποτέλεσμα, ήταν σαφές ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης αποδείχτηκε ο νικητής αυτού του πρώτου γύρου στο Κίνημα Αλλαγής. Δεν είναι, βέβαια, ένα ποσοστό που ήρθε τυχαία. Ο Ανδρουλάκης έδωσε μια μάχη για την οποία προετοιμάζεται τέσσερα χρόνια, σχεδόν από την επομένη της ήττας του από τη Φώφη Γεννηματά.

Απέναντί του είχε δύο έμπειρους κοινοβουλευτικούς: τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Ανδρέα Λοβέρδο. Κατάφερε και χτύπησε στο τρωτό σημείο του καθενός, διαμορφώνοντας μια δυναμική που πολύ δύσκολα ανατρέπεται στον δεύτερο γύρο. Επένδυσε στο σύνθημα περί ανανέωσης και στην αυτόνομη πορεία, γνωρίζοντας πως τόσο το ένα όσο και το άλλο δυσκολεύουν επικοινωνιακά τους αντιπάλους του. Η οργανωτική του δεινότητα, δε, ξεπέρασε ακόμα και τις πιο καλές προβλέψεις του επιτελείου του. Αυτό που δεν περίμενε ίσως και ο ίδιος ο Ανδρουλάκης είναι πόσο θα τον ευνοούσε η αυξημένη συμμετοχή.

Η υποψηφιότητα του Παπανδρέου ήταν το ακριβώς αντίθετο. Στήθηκε σε λιγότερο από δύο μήνες, με εμφανείς οργανωτικές ελλείψεις από την αρχή (το δίκτυο Παπανδρέου σε όλη την Ελλάδα έπρεπε επί της ουσίας να ενεργοποιηθεί από την αρχή) και με τη δεδομένη πόλωση γύρω από το πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού. Και το ένα και το άλλο θα μπορούσαν δυνητικά να μετατραπούν σε πλεονεκτήματα. Αυτό δεν συνέβη, όχι γιατί δεν προσπάθησε το επιτελείο του, αλλά γιατί αντιμετώπισε προβλήματα στη «σκληρή» βάση του ΠΑΣΟΚ, που του τα έχει μαζεμένα από το 2015. Ο Παπανδρέου έπαιξε το παράδειγμα Μπάιντεν, την πρωθυπουργική εμπειρία του και την ευκολία του να δημιουργεί πολιτικά events, ειδικά όταν αφορούν μια ιδεολογική θέση ή κατεύθυνση. Δεν πήγε σε ένα ντιμπέιτ που ο βασικός του αντίπαλος ήταν κακός – εξισορροπώντας έτσι την αρνητική παρουσία του με τη δική του απουσία.

Το δίδυμο είναι, επί της ουσίας, φτιαγμένο με τέτοιο τρόπο ώστε αν γείρει εκεί που φαίνεται να γέρνει, να σηματοδοτεί αλλαγή σελίδας και την παράδοση του κόμματος σε νεότερα χέρια – σε στελέχη χωρίς κυβερνητική θητεία, με πιο νωπές τις μνήμες των δύσκολων χρόνων από το 2012 και μετά παρά για τα ένδοξα κυβερνητικά χρόνια. Κι αυτά, με τη σειρά τους, θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι ικανά να σηκώσουν στις πλάτες τους όχι μόνο το ειδικό βάρος ενός κόμματος που αρνείται να πεθάνει, αλλά και τη δύσκολη (διπλή, κατά πάσα πιθανότητα) εκλογική διαδικασία που έρχεται. Είναι, όμως, και μια βαθιά πολιτική μάχη, στην οποία οι δύο διεκδικητές δεν έχουν περιθώριο να σπαταλήσουν κεφάλαιο, προστατεύοντας την κληρονομιά που παραλαμβάνουν από τη Φώφη Γεννηματά. Η αυξημένη συμμετοχή, σχεδόν στο 60% από το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ το 2019, σχεδόν προοικονομεί τη συνέχεια: οι προοδευτικοί πολίτες θέλουν μια σοβαρή εναλλακτική απέναντι στην κυβέρνηση, στην οποία φαίνεται (ή θεωρούν ότι) δεν ανταποκρίνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ενότητα σχεδόν τους επιβάλλεται –τόσο στον δεύτερο όσο και στον πρώτο, γιατί ένα αυξημένο ποσοστό (όπως και η απόλυτη κυριαρχία σε έναν κομματικό μηχανισμό) δεν διαρκεί για πάντα.

Ο επόμενος γύρος, που θα γίνει κανονικά –όπως φάνηκε από τη δήλωση Παπανδρέου– μοιάζει σκληρά ιδεολογικός και θα εγείρει θέματα ταυτότητας, ιδίως από εκείνον που «κυνηγάει» το ποσοστό του πρώτου και θα πρέπει να πιέσει. «Γυρνάει» το αποτέλεσμα; Θεωρητικά και πρακτικά, είναι πολύ δύσκολο στη συγκεκριμένη φάση  ο Παπανδρέου να νικήσει τον Ανδρουλάκη, καθώς έτσι όπως εξελίχθηκε η χθεσινή βραδιά, ο ευρωβουλευτής κερδίζει πλέον τον ρόλο του φαβορί και την αναγνωρισιμότητα που δεν είχε το 2017, ή ακόμα και στον φετινό πρώτο γύρο.