Μητσοτάκης εναντίον Τσίπρα στη συζήτηση για το Σύνταγμα. Κομματική στρατηγική και πολιτικοί συσχετισμοί καθιστούν διχαστική μία διαδικασία που οφείλει να είναι συναινετική | INTIMENEWS/CreativeProtagon
Απόψεις

Διχασμένοι στο Σύνταγμα

Η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη είναι μία διαδικασία εκ φύσεως συναινετική. Ωστόσο χρησιμοποιείται ως μέτρο που οριοθετεί τα χαρακώματα ανάμεσα στους πολιτικούς χώρους. Μετατρέπεται σε διαδικασία που διχάζει, αντί να ενώνει, με τις απαραίτητες πινελιές φαιδρότητας
Κώστας Γιαννακίδης

Η συζήτηση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση διεξάγεται πάνω σε μία μεγάλη αντίφαση: η κυβέρνηση ζητεί συναινετικές διαδικασίες από την αντιπολίτευση και ταυτοχρόνως την εγκαλεί, στο σύνολο της, ως διεφθαρμένη και υπεύθυνη για την κατάρρευση της χώρας.

Δεν έχει καμία σημασία αν πρόκειται για δίκαιες ή για άδικες αιτιάσεις. Όταν ο ένας δείχνει τον άλλον με τεντωμένο δάχτυλο και υψηλούς τόνους, τότε το τελευταίο που μπορείς να περιμένεις είναι μία έντιμη συζήτηση με συναινετική διάθεση. Η αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη είναι μία διαδικασία εκ φύσεως συναινετική. Ωστόσο χρησιμοποιείται ως μέτρο που οριοθετεί τα χαρακώματα ανάμεσα στους πολιτικούς χώρους. Μετατρέπεται σε διαδικασία που διχάζει, αντί να ενώνει, με τις απαραίτητες πινελιές φαιδρότητας. Όταν στη συζήτηση για τη συνταγματική μεταρρύθμιση συναντώνται η Ρόζα Λούξεμπουργκ με τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού και ακούγονται κορώνες για κοινωνικό μετασχηματισμό και λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, τότε τα πράγματα δεν επενδύονται με τη σοβαρότητα που οι περιστάσεις απαιτούν. Η συζήτηση εκτρέπεται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών όταν ο ίδιος ο σκοπός της είναι να μην υπάρχουν αντίστοιχοι λογαριασμοί στο μέλλον.

Η ευθύνη πρωτίστως βαραίνει την κυβέρνηση. Oχι μόνο εκ θέσεως, επειδή δηλαδή έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά και λόγω περιεχομένου των προτάσεων. Ο Αλέξης Τσίπρας έφτασε να λαϊκίζει ακόμα και εντός του αυστηρού πλαισίου που ορίζει το Σύνταγμα. Δηλαδή τι άλλο πέρα από λαϊκίστικη, ιδεοληπτική δημαγωγία είναι να κάνεις λόγο για λαϊκές νομοθετικές πρωτοβουλίες με δημοψηφίσματα που εισηγούνται ή καταργούν νόμους; Ακόμα και αν παραβλέψουμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο τελευταίος άνθρωπος στη χώρα που δικαιούται να ομιλεί περί δημοψηφισμάτων, οφείλουμε να αναλογιστούμε τι όπλο θα χορηγούσε αυτή η μεταρρύθμιση στη Χρυσή Αυγή, την Εκκλησία, ακόμα και… σε καμιά ΠΑΕ με μεγάλη λαϊκή βάση. Οταν απαιτούνται μισό ή ένα εκατομμύριο υπογραφές για να στηθούν κάλπες, η πολιτική τάξη της χώρας θα καθίσταται ευάλωτη ακόμα και σε κοινές τρολιές ή επνευσμένες φάρσες.

Ποσοστό ευθύνης για την υπονόμευση του συναινετικού κλίματος ανήκει και στην αξιωματική αντιπολίτευση. Τι λέει ο Μητσοτάκης; «Να ψηφίσουμε με 180 ψήφους όλα τα προς αναθεώρηση άρθρα και η επόμενη Βουλή να τροποποιήσει με 151 ψήφους τις προτάσεις που θα απαντούν στις προθέσεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας». Ουσιαστικά και ο Μητσοτάκης ακυρώνει το συναινετικό πνεύμα, ζητώντας λευκή επιταγή για να αλλάξει το Σύνταγμα κατά τη βούληση της Νέας Δημοκρατίας, αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι θα ελέγχει την επόμενη Βουλή. Εκτός των άλλων, στις επικείμενες εκλογές οι πολίτες δεν θα ψηφίσουν με διακύβευμα τη συνταγματική αναθεώρηση. Εν προκειμένω έχει δίκαιο ο Βενιζέλος που ζητεί τα προς αναθεώρηση άρθρα να ψηφιστούν με λιγότερες από 180 ψήφους, ώστε η επόμενη Βουλή να αναζητήσει τους 180, επιτυγχάνοντας τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. (Ο συνταγματικός νομοθέτης προβλέπει ότι αν τα προς αναθεώρηση άρθρα συγκεντρώσουν 180 ψήφους από αυτή τη Βουλή, η αλλαγή τους θα απαιτεί 151 ψήφους στην επόμενη. Αν όμως συγκεντρώσουν λιγότερες από 180 ψήφους, τότε οι 180 θα πρέπει να προκύψουν από την επόμενη Βουλή.)

Κατά τα λοιπά, αυτό που καταλαβαίνουμε από τις θέσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι ο μεν ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί ιδεολογική προσέγγιση (δημοψηφίσματα, απλή αναλογική), η δε ΝΔ περισσότερο «λειτουργική». Κανένας τους δεν θέλει να διαταράξει τις σχέσεις με την Εκκλησία, πλέον είναι έτοιμοι να φορέσουν ως και ράσα. Απλώς ποντάρουν σε διαφορετικά ράσα, ο Τσίπρας στον Αρχιεπίσκοπο και ο Μητσοτάκης στους κληρικούς. Συμφωνούν (αυτό έλειπε) στα περί ποινικής μεταχείρισης βουλευτών και ευθύνης υπουργών και οχυρώνονται πίσω από τις θέσεις τους για το Άρθρο 16 και τα μη κρατικά ΑΕΙ -εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόβλημα να εδραιώσει πειστικά την εμμονική άρνησή του.

Τι θα μείνει στο τέλος; Ενδεχομένως τίποτα ή μία σύγκλιση στη βάση του αυτονόητου, δηλαδή σε αυτά που συμφωνούν, προκειμένου να μη χρεωθούν την απώλεια της ευκαιρίας. Η δε πρόταση Βενιζέλου, για αναζήτηση συναίνεσης στην επόμενη Βουλή, μάλλον δεν θα ευδοκιμήσει καθώς τα μετεκλογικά μαθηματικά δεν είναι ευνοϊκά για τη σημερινή κυβέρνηση.