Διατηρώντας τη διατλαντική σχέση ζωντανή
Οι ευρωπαίοι ηγέτες όπως κάθισαν απέναντι στον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο | REUTERS/CreativeProtagon
Απόψεις

Διατηρώντας τη διατλαντική σχέση ζωντανή

Οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να καθορίσουν στρατηγικά σημαντικούς τομείς και να καταστήσουν σαφές ποιες συνθήκες θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τις ΗΠΑ ως μακροπρόθεσμο, αξιόπιστο εταίρο, υποχρεώνοντας, στη συνέχεια, την Αμερική να τηρήσει τις δικές της δεσμεύσεις. Βήμα βήμα η συνεργασία που υποστήριξε την ειρήνη και την ευημερία για τις προηγούμενες γενιές μπορεί να κάνει το ίδιο και για την επόμενη
Τζιμ Ο' Μπράιεν

Η σύγχυση που προκάλεσαν η σύνοδος κορυφής στην Αλάσκα, μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, και η επακόλουθη σύνοδος κορυφής, μεταξύ του Τραμπ και των ευρωπαίων ηγετών, περιλαμβανομένου του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δικαιολόγησε με το παραπάνω την απόφαση που έλαβαν τα μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες και να εντείνουν τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας. Αυτή η δέσμευση επέτρεψε στην Ευρώπη και στην Ουκρανία να προτείνουν την αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων στο πλαίσιο ενός βιώσιμου σχεδίου για την ειρήνη στην Ευρώπη και την Ουκρανία.

Αυτή είναι η σωστή τακτική, ίσως η μοναδική, όχι μόνο για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής και ουκρανικής άμυνας, αλλά και για την ανοικοδόμηση της διατλαντικής συνεργασίας σε πολλούς τομείς, από την τεχνητή νοημοσύνη έως τους δασμούς. Ο τομέας της άμυνας ενδέχεται να είναι ο λιγότερο σύνθετος για την ευθυγράμμιση ΗΠΑ-Ευρώπης και για πολλούς λόγους.

Καταρχάς όλη η κοινή (διατλαντική) δουλειά που έχει γίνει από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία το 2014 έχει ήδη δημιουργήσει μια σταθερή βάση. Δεύτερον, υπάρχει ευρεία συναίνεση όσον αφορά την ανάγκη η Ευρώπη να κάνει περισσότερα. Τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ σχεδιάζουν τώρα να δαπανούν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα έως το 2032 ενώ ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ότι η Ευρώπη θα δαπανά κατά μέσο όρο το 3% έως το 2028. Μετά από τη δημιουργία από την ΕΕ ενός ταμείου 150 δισεκατομμυρίων ευρώ (SAFE) για το οποίο υπάρχει ήδη ενδιαφέρον, ο στόχος είναι οι επενδύσεις της ΕΕ για την άμυνα να δεκαπλασιαστούν.

Και δεν πρόκειται απλώς για μια δήλωση με στόχο να κατευναστεί η κυβέρνηση Τραμπ βραχυπρόθεσμα. Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ είχαν ήδη δεσμευτεί (στη σύνοδο κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας τον Ιούλιο του 2024) να χρηματοδοτήσουν περιφερειακά αμυντικά προγράμματα, και το εκτιμώμενο κόστος για αυτά ήταν περίπου 3,5% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση Τραμπ, δίνοντας έμφαση στις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, συμφώνησε να αντιμετωπίζει τις δαπάνες για κρίσιμες (σχετιζόμενες με την άμυνα) υποδομές ως μέρος του στόχου του 5%. Αν και ορισμένες χώρες θα δυσκολευτούν να επιτύχουν τους υψηλότερους στόχους, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, οι στρατιωτικές δυνατότητες της ηπείρου θα είναι πολύ ισχυρότερες.

Τρίτον τα χρήματα θα δαπανηθούν για την κάλυψη των πιο κρίσιμων στρατιωτικών αναγκών. Σύμφωνα με το σχέδιο του 2024 τον τρόπο ιεράρχησής τους θα τον καθορίσει το ΝΑΤΟ, το οποίο υποδηλώνει πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν λόγο για το θέμα.

Τέταρτον, αυτός ο μηχανισμός επιτρέπει επίσης σε αμερικανικές εταιρείες να συμμετέχουν στην προσπάθεια επανεξοπλισμού της Ευρώπης και να επωφελούνται από τις ευρωπαϊκές αμυντικές προμήθειες […] Ο Ντόναλντ Τραμπ επαίνεσε τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις περί δαπανών για αμερικανικά όπλα, μετά από τη συνάντησή του τον Ιούλιο, με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ενώ ένας ανώτερος ευρωπαίος αξιωματούχος εκτιμά ότι το 40% των πρώτων αμυντικών δαπανών της ΕΕ θα διατεθεί σε αμερικανικές εταιρείες. Μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων κατευθύνεται ήδη σε δυνατότητες που μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να παρέχουν, όπως η προηγμένη αεράμυνα.

Βεβαίως οι δύσκολες αποφάσεις έπονται. Πάνω από όλα οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να καθορίσουν πόσο μακριά πρέπει να φτάσουν όσον αφορά τη δημιουργία εναλλακτικών πηγών προμήθειας εξοπλισμού. Αυτές οι αποφάσεις δεν θα ληφθούν όλες μαζί και οι συνεχιζόμενες εντάσεις με την κυβέρνηση Τραμπ αυξάνουν τις πιθανότητες η Ευρώπη να μην επιλέγει οπλικά συστήματα αμερικανικής κατασκευής στους τομείς που μπορεί.

Μια άλλη πρόκληση για τους ευρωπαίους ηγέτες θα είναι η κατανομή των νέων πόρων, καθώς ο καθένας θα ασκεί πιέσεις υπέρ των δικών του, εγχώριων, βιομηχανιών. Αλλά και από αυτήν την άποψη οι αρχικές κινήσεις των Ευρωπαίων ήταν πολλά υποσχόμενες. Η ΕΕ επικεντρώνεται στη δημιουργία αποτελεσματικών δυνατοτήτων ενώ τα ισχυρά κράτη-μέλη της εφιστούν την προσοχή σε ό,τι χρειάζεται περισσότερο η Ουκρανία και η ΕΕ μπορεί να παράγει μόνη της.

Η απόφαση της Ευρώπης να διατηρήσει τη συμμετοχή των ΗΠΑ στην αμυντική βιομηχανική στρατηγική της δεν πάρθηκε εύκολα. Τους πρώτους μήνες της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ, ορισμένοι στην Ευρώπη διερωτώντουσαν ακόμη και εάν ήταν δυνατή η συνεργασία με τις ΗΠΑ. Αλλά αναγνωρίζοντας ότι η Αμερική και η Ευρώπη έχουν κάτι να συνεισφέρουν όσον αφορά την εξυπηρέτηση των κοινών, διατλαντικών, συμφερόντων ασφάλειας, οι ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν πώς η διατλαντική συνεργασία μπορεί να ενισχυθεί ακόμη και σε μια καταστροφική περίοδο.

Αυτές οι διαρθρωτικές εκτιμήσεις έχουν σημασία, διότι η αποτελεσματική συνεργασία στην άμυνα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για συνεργασία σε άλλους τομείς. Η οικονομική ανάπτυξη κατά την επόμενη γενιά είναι πιθανό να εδράζεται σε βιομηχανίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι βιοεπιστήμες και οι νέες ενεργειακές τεχνολογίες. Η Κίνα κατέχει ηγετική θέση σε πολλούς από αυτούς τους τομείς και θα επιδιώξει να διαμορφώσει παγκόσμιες συνήθειες και τα παγκόσμια πρότυπα προς όφελός της.

Η Ευρώπη, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η περιοχή του Ινδικού Ειρηνικού θα ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά από κοινού παρά ξεχωριστά. Ως ομάδα το μέγεθός τους είναι συγκρίσιμο με το μέγεθος της Κίνας και μπορούν να αξιοποιήσουν κοινές μεθόδους συνεργασίας όσον αφορά την ευθυγράμμιση των εφοδιαστικών αλυσίδων, των επενδύσεων και των προτύπων.

Η εστίαση στην ευθυγράμμιση Ευρώπης-ΗΠΑ μπορεί να φαίνεται πρόωρη, δεδομένου του βαθμού στον οποίο οι διαφωνίες για το εμπόριο και τις επενδύσεις εμποδίζουν τη συνεργασία. Αυτές οι εντάσεις θα συνεχιστούν εκτός εάν ο Τραμπ σταματήσει να αντιμετωπίζει την Ευρώπη μόνο ως ανταγωνιστή.

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε ούτε εάν αν θα περιοριστούν οι εντάσεις, αλλά πιστεύω ότι γίνεται και πρέπει – έστω και μετά από το τέλος της θητείας αυτής της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για τυχόν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να προκύψουν. Τα πρώτα βήματα στην αμυντική συνεργασία δείχνουν ότι η αναγνώριση των κοινών συμφερόντων, η ανοιχτή επικοινωνία σχετικά με την καλύτερη πορεία προς τα εμπρός και η προθυμία να επιτραπεί στις αμερικανικές και στις ευρωπαϊκές εταιρείες να ανταγωνίζονται με δίκαιους όρους μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μια ανανεωμένη σχέση, τουλάχιστον σε συγκεκριμένους τομείς.

Για να προετοιμαστούν για αυτή την πιθανότητα, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να καθορίσουν στρατηγικά σημαντικούς τομείς και να καταστήσουν σαφές ποιες συνθήκες θα τους επιτρέψουν να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τις ΗΠΑ ως μακροπρόθεσμο, αξιόπιστο εταίρο, υποχρεώνοντας, στη συνέχεια, την Αμερική να τηρήσει τις δικές της δεσμεύσεις. Βήμα βήμα η συνεργασία που υποστήριξε την ειρήνη και την ευημερία για τις προηγούμενες γενιές μπορεί να κάνει το ίδιο και για την επόμενη.


* Ο Jim O’Brien διετέλεσε υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για την Ευρώπη και τις Ευρασιατικές Υποθέσεις στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate.

Exit mobile version