Μπορεί ο στρατός να σώσει την τιμή της Αμερικής;
Στις ΗΠΑ, η πιθανότητα ο στρατός να κινηθεί εναντίον της δημοκρατίας θεωρείται εξαιρετικά χαμηλή | Al Drago/Getty Images/Ideal Image
Απόψεις

Μπορεί ο στρατός να σώσει την τιμή της Αμερικής;

Ο αμερικανικός στρατός δεν είναι απλώς μια μηχανή υπακοής. Αντιθέτως, αποτελεί και ένα θεσμικό αντίβαρο απέναντι σε εντολές που θεωρούνται επικίνδυνες ή παράνομες. Οι στρατιωτικοί συχνά λειτουργούν ως φρένο, είτε καθυστερώντας την εκτέλεση εντολών είτε εκφράζοντας δημόσια διαφωνία
Μαρία Δεδούση

Στην τηλεοπτική σειρά «Designated Survivor», όπου πρωταγωνιστεί ο Κίφερ Σάδερλαντ στον ρόλο ενός «κατά λάθος» προέδρου των ΗΠΑ, ο χαρακτήρας που ερμηνεύει συγκρούεται «με το καλημέρα» με τους ανώτερους στρατιωτικούς, διότι εκείνοι θέλουν να αρχίσουν να ρίχνουν πυραύλους, ενώ εκείνος όχι. Αυτό είναι το συχνότερο στερεότυπο: οι στρατιωτικοί είναι τα «γεράκια» που θέλουν ντε και σώνει πόλεμο. Και οι πολιτικοί τούς συγκρατούν. Το στερεότυπο, όμως, δεν ισχύει πάντα.

Η πρόσφατη συγκέντρωση των κορυφαίων στρατηγών και ναυάρχων στο Κουάντικο της Βιρτζίνια υπό τον Ντόναλντ Τραμπ αποκάλυψε ξεκάθαρα τις προθέσεις του να πολιτικοποιήσει τις αμερικανικές Ενοπλες Δυνάμεις, κάτι που αντιβαίνει στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Ο Τραμπ, όμως, δεν δίνει δεκάρα για το Σύνταγμα. Ετσι, τους μίλησε για την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί ο στρατός για «πόλεμο στο εσωτερικό της χώρας», κατά μεταναστών και αριστερών, ενώ παράλληλα προανήγγειλε αποστολές της Εθνοφρουράς σε αμερικανικές πόλεις, τις οποίες θέλει να μετατρέψει σε «πεδία εκπαίδευσης». Ολα τα παραπάνω είναι εντελώς παράνομα.

Η ανώτερη στρατιωτική ηγεσία της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου βρέθηκε σε μια εξαιρετικά αμήχανη στιγμή, αντιμέτωπη με ένα κομματικά φορτισμένο μήνυμα, που αμφισβήτησε την παραδοσιακή και θεσμική ουδετερότητα του στρατεύματος. Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς και αν θα αντιδράσει σε περίπτωση που ο Τραμπ περάσει από τη ρητορική στην πράξη.

Ο αμερικανικός στρατός δεν είναι απλώς μια μηχανή υπακοής. Αντιθέτως, αποτελεί και ένα θεσμικό αντίβαρο απέναντι σε εντολές που θεωρούνται επικίνδυνες ή παράνομες. Οι στρατιωτικοί συχνά λειτουργούν ως φρένο, είτε καθυστερώντας την εκτέλεση εντολών είτε εκφράζοντας δημόσια διαφωνία. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται στην αμερικανική Ιστορία, δείχνοντας ότι η σχέση ανάμεσα στον πολιτικό ηγέτη και τον στρατό δεν είναι μονοδιάστατη.

Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά τέτοια περιστατικά συνέβη το 1974, όταν, κατά τις τελευταίες μέρες της προεδρίας του Ρίτσαρντ Νίξον, υπήρξε ανησυχία ότι ο αμερικανός πρόεδρος θα μπορούσε να δώσει εντολή για χρήση πυρηνικών όπλων. Ο υπουργός Αμυνας, Τζέιμς Σλέσινγκερ, και οι ανώτατοι στρατιωτικοί του Πενταγώνου είχαν συμφωνήσει να μην «εκτελέσουν καμία έκτακτη» εντολή από τον Λευκό Οίκο, δημιουργώντας ένα τείχος ασφαλείας ενάντια σε πιθανό παραλογισμό.

Με δεδομένη την πολιτική αβεβαιότητα που επικρατούσε λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, «ο Σλέζινγκερ και ο γενικός επιτελάρχης, στρατηγός Τζορτζ Μπράουν είχαν τον φόβο ότι σε κάποια “απίθανη” κατάσταση, ο Νίξον ή ένας από τους βοηθούς του θα μπορούσε να έρθει σε επαφή με κάποιες στρατιωτικές μονάδες απευθείας, χωρίς να περάσει από τη συνήθη αλυσίδα διοίκησης του Πενταγώνου, και να διατάξει να μπλοκαριστεί η συνταγματική διαδικασία», αποκάλυψαν εκείνη την εποχή οι New York Times.

Το 1993, μετά το περιστατικό με την πτώση του αμερικανικού Black Hawk στη Σομαλία, οι στρατηγοί επέμεναν στην απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων, και ο τότε πρόεδρος Μπιλ Κλίντον τελικά αναγκάστηκε να υποκύψει, παρότι ο ίδιος ήταν αντίθετος.

Παρόμοιες εντάσεις εμφανίζονται και σε άλλες προεδρίες, αλλά κυρίως σε εκείνη του Τραμπ. Το 2020 ήθελε να ενεργοποιήσει τον Νόμο περί Εξέγερσης για να στείλει τον στρατό σε πόλεις όπου γίνονταν διαδηλώσεις για τον Τζορτζ Φλόιντ. Ο υπουργός Αμυνας, Μαρκ Εσπερ και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, Μαρκ Μίλι, αντιτάχθηκαν, εμποδίζοντας την υλοποίηση της εντολής και διασφαλίζοντας ότι ο στρατός δεν θα χρησιμοποιηθεί για πολιτικούς σκοπούς.

Αλλά και στις τελευταίες ημέρες της πρώτης προεδρίας Τραμπ, μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο, οι στρατηγοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για τη διατήρηση της πολιτικής ουδετερότητας και σταθερότητας. Ο Μίλι και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί διαβεβαίωσαν το Κογκρέσο ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν θα αναμιχθούν στις εκλογικές διαδικασίες, αποτρέποντας πιθανή στρατιωτική παρέμβαση σε πολιτικά θέματα, κάτι που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο στρατός μπορεί να λειτουργήσει αμφίσημα, άλλοτε προστατεύοντας και άλλοτε απειλώντας τη Δημοκρατία. Ιστορικά παραδείγματα σε διάφορα μέρη του κόσμου (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) δείχνουν ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις μπορούν να αναλάβουν πολιτικό ρόλο, να παρέμβουν σε εκλογικές διαδικασίες ή και να ανατρέψουν εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Υπάρχουν και περιπτώσεις που ο στρατός λειτούργησε ως προστάτης της Δημοκρατίας. Οπως στην Πορτογαλία το 1974, με την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων», όταν το «Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων» ανέτρεψε το αυταρχικό καθεστώς και οδήγησε σε εκδημοκρατισμό. Αντίστοιχα, στην Ισπανία το 1981 η πλειονότητα των αξιωματικών αρνήθηκε να στηρίξει την απόπειρα πραξικοπήματος, αποτρέποντας την εκτροπή. Στην Τουρκία, από την άλλη, ο στρατός αυτοπαρουσιάστηκε συχνά ως «θεματοφύλακας» του κεμαλισμού, αν και οι επεμβάσεις του είχαν συνήθως αντιδημοκρατικό χαρακτήρα. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι ο στρατός μπορεί και να ανακόψει μια αυταρχική πορεία, αλλά ο ρόλος του παραμένει επικίνδυνα διττός.

Στις ΗΠΑ, ωστόσο, η πιθανότητα ο στρατός να κινηθεί εναντίον της δημοκρατίας θεωρείται εξαιρετικά χαμηλή. Το Σύνταγμα και οι θεσμοί της χώρας έχουν εδραιώσει σαφή όρια στην εξουσία του προέδρου και στην πολιτική ανάμιξη των Ενόπλων Δυνάμεων. Η εκπαίδευση, η κουλτούρα και η παράδοση υπακοής στο κράτος δικαίου έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό πλαίσιο ελέγχου. Η εμπειρία δείχνει ότι οι στρατηγοί και οι αξιωματικοί των ΗΠΑ λειτουργούν ως φρένο σε παράνομες ή αντιδημοκρατικές εντολές, διασφαλίζοντας ότι η στρατιωτική δύναμη δεν μετατρέπεται σε εργαλείο πολιτικής κατάχρησης.

Επιπλέον, σε περίπτωση που ο στρατός κινηθεί εναντίον πολιτών και προκληθούν θύματα, η ευθύνη κατανέμεται σε πολλαπλά επίπεδα. Ο πρόεδρος και οι πολιτικοί ηγέτες που δίνουν παράνομες εντολές μπορούν να θεωρηθούν υπόλογοι, αλλά οι διώξεις υψηλόβαθμων προσώπων είναι νομικά και πολιτικά σύνθετες.

Οι ανώτεροι αξιωματικοί, από την άλλη, είναι υπεύθυνοι για τις ενέργειες των υφισταμένων τους και μπορεί να διωχθούν στρατιωτικά ή ποινικά. Τα ίδια τα στελέχη που εκτελούν παράνομες εντολές δεν μπορούν να επικαλεστούν τυφλή υπακοή· υποχρεούνται από το ίδιο το Σύνταγμα να αρνηθούν εκτεταμένες παραβιάσεις του νόμου ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα νομικά πλαίσια στις ΗΠΑ προσφέρουν πολλούς και πολύ ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου και λογοδοσίας.

Και βέβαια, περιπτώσεις όπως το αιματοκύλισμα στο Πανεπιστήμιο Kent State του Οχάιο, το 1970, απέδειξαν ότι η χρήση στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον πολιτών έχει τεράστιο πολιτικό κόστος. Οι εικόνες φοιτητών που διαδήλωναν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ να κείτονται νεκροί από πυρά της Εθνοφρουράς συγκλόνισαν την αμερικανική κοινωνία, βάθυναν το ρήγμα ανάμεσα στους πολίτες και την κυβέρνηση και απονομιμοποίησαν τον πόλεμο. Το γεγονός έχει καταγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη ως προειδοποίηση για τους κινδύνους της στρατιωτικοποίησης της πολιτικής ζωής.

Ο Τραμπ πιθανώς τα γνωρίζει όλα αυτά και η συνάντηση δεν ήταν παρά άλλο ένα «σόου» από αυτά που συνηθίζει να δίνει για εσωτερική κατανάλωση στην εκλογική του βάση. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο στρατός των ΗΠΑ αρχίσει να πυροβολεί τους ίδιους τους πολίτες της χώρας, θα έχουμε να ανησυχούμε για πολύ σοβαρότερα πράγματα από την «ποιότητα του πολιτεύματος» στη μεγαλύτερη Δημοκρατία του πλανήτη· θα πρέπει να ανησυχούμε για τον πλανήτη τον ίδιο.

Exit mobile version