| CreativeProtagon
Απόψεις

Μπορεί η τραγωδία των Τεμπών να μας κάνει θεσμικά ώριμους;

Για να επέλθει θεσμική μάθηση χρειαζόμαστε το θεμελιώδες: έγκυρες εξεταστικές επιτροπές διερεύνησης, των οποίων τα πορίσματα θα τροφοδοτήσουν τη διαμόρφωση πολιτικής. Δυστυχώς αυτή η πρακτική δεν αποτελεί μέρος της πολιτικής παράδοσής μας, αλλά επικρατεί η τάση για υπερ-δικαστικοποίηση της αντιμετώπισης των κρίσεων μαζί με την υπερ-πολιτικοποίηση
Χαρίδημος Κ. Τσούκας

Η τραγωδία των Τεμπών έβγαλε, δικαιολογημένα, τον κόσμο στον δρόμο. Τα οργισμένα πλήθη ζητάνε πλήρη έρευνα, τιμωρία ενόχων, δικαιοσύνη. (Σε ένα πανό, είδα και «εκδίκηση», αλλά το προσπερνώ.) Αλλο πράγμα, όμως, είναι να το λες, άλλο να το κάνεις. Για να αποδοθεί δικαιοσύνη, για να μάθουμε από το κακό που μας συνέβη, πρέπει να λειτουργούμε ως ορθολογικά οργανωμένη πολιτική κοινότητα. Το κάνουμε;

Αμφιβάλλω. Δείτε τη μεγάλη εικόνα. Κάθε φορά που συμβαίνει μια κρίση, όπως ένα μείζον οργανωσιακό ατύχημα, μια μεγάλη φυσική καταστροφή ή μια κρίσιμη αστοχία κρατικού θεσμού (π.χ. Αστυνομία), η τάση είναι να επέρχεται πολωτική κομματική σύγκρουση – όχι απλώς κριτική αλλά άμετρη αντιπαράθεση. Για να το πω διαφορετικά, μοιάζει να ενεργοποιούν οι κρίσεις το βαθύ ρήγμα της φανατικής πόλωσης που διαπερνά το πολιτικό σύστημα, παράγοντας πολιτικούς σεισμούς. 

Αυτή η τάση είναι αποκαλυπτική: δείχνει πώς είναι ιστορικά συγκροτημένη η πολιτική-θεσμική τάξη στη χώρα· αναδεικνύει, δηλαδή, την υπερ-πολιτικοποίηση των πάντων. Μια κρίση υπεισέρχεται στους στενά πολιτικούς υπολογισμούς των κομμάτων – γίνεται πιόνι στην πολιτική σκακιέρα. Οι αποτυχίες κρατικών οργανισμών και δημόσιων θεσμών γίνονται το έναυσμα για άνευ ορίων κομματική αντιπαράθεση, στην οποία ο στόχος είναι, ανάλογα με τον ρόλο του καθενός, η πρόκληση μέγιστου πολιτικού κόστους και/ή η μείωση της πολιτικής ζημίας. 

Γιατί είναι κακό αυτό; Διότι όταν μια κρίση εντάσσεται στο παίγνιο τοξικής κομματικής σύγκρουσης, χάνει την αυτοτέλειά της. Παύουμε τότε να συζητούμε την κρίση καθαυτή – γιατί και πώς παρήχθη, πώς τη διαχειρίστηκαν οι εμπλεκόμενοι φορείς και τι απώτερες συνέπειες είχε. Προσλαμβάνοντας την κρίση με όρους κομματικού συμφέροντος, αποφεύγουμε να διερευνήσουμε υποκείμενα αίτια, οπότε απομακρυνόμαστε από την αλήθεια, άρα δεν μαθαίνουμε. 

Για να επέλθει θεσμική μάθηση χρειαζόμαστε το θεμελιώδες: έγκυρες εξεταστικές επιτροπές διερεύνησης, των οποίων τα πορίσματα θα τροφοδοτήσουν τη διαμόρφωση πολιτικής. Δυστυχώς αυτή η πρακτική δεν αποτελεί μέρος της πολιτικής παράδοσής μας. Για να περιορισθώ στις φυσικές καταστροφές, δειγματοληπτικά θυμίζω ότι για τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία (2007), το Μάτι (2018) και την Εύβοια (2021), και τη φονική πλημμύρα στη Μάνδρα (2017), δεν διαθέτουμε θεσμικώς έγκυρα πορίσματα, έπειτα από ενδελεχή διερεύνηση των περιστατικών. Η τάση μας είναι να τα εναποθέτουμε όλα στη Δικαιοσύνη. 

Ποια είναι η φράση του συρμού, που ακούγεται και τώρα, μετά το φρικτό δυστύχημα των Τεμπών; «Θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη». Η τάση, όμως, για υπερ-δικαστικοποίηση της αντιμετώπισης των κρίσεων (άλλη μια διαχρονική θεσμική παθογένεια δίπλα στην υπερ-πολιτικοποίηση) δεν επιφέρει θεσμική μάθηση. Η δουλειά της Δικαιοσύνης είναι να αποδίδει ποινικές ευθύνες.

Θεσμική μάθηση θα πει: τι συμπεράσματα συνάγω από το συγκεκριμένο περιστατικό και τη διαχείρισή του, προκειμένου να ξανασχεδιάσω οργανισμούς, διαδικασίες, και συστήματα διοίκησης και διαχείρισης, και, στη συνέχεια, να μεριμνήσω για την εφαρμογή των αλλαγών στις οποίες έχω καταλήξει;

Ενα απλό παράδειγμα. Ο επιθεωρητής κυκλοφορίας Λάρισας του ΟΣΕ που τοποθέτησε τον άπειρο σταθμάρχη στη βραδινή βάρδια της Καθαράς Δευτέρας ισχυρίζεται ότι δεν έκανε κάτι παράνομο. Τυπικά μάλλον έχει δίκιο: ο σταθμάρχης ήταν τυπικά πιστοποιημένος και μπορούσε, τυπικά, να κάνει τη δουλειά. Ουσιαστικά, όμως, ένας υπεύθυνος προϊστάμενος δεν μένει στα τυπικά προσόντα αλλά διερωτάται: μπορεί ο τάδε άπειρος σταθμάρχης να αντεπεξέλθει στον απαιτητικό ρόλο του, σε έναν πολυσύχναστο σταθμό, και μάλιστα μόνος του; Η κρίση του επιθεωρητή δεν είναι θέμα δικαστικής αλλά διοικητικής διερεύνησης. Φοβάμαι ότι, όπως στο παρελθόν, αυτή διάσταση θα χαθεί μέσα στην κομματική οχλοβοή και την αμιγώς δικαστική προσέγγιση.

Το ρήγμα της άμετρης κομματικής πόλωσης είναι τόσο βαθύ, που αντί η αντιπολίτευση να πιέζει την κυβέρνηση να συστήσει επιτροπή διερεύνησης του δυστυχήματος των Τεμπών, κάνει το ακριβώς αντίθετο: επικρίνει την κυβέρνηση για τη σύστασή της! Η έλλειψη εμπιστοσύνης που χρονίως χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημά μας στερεί τα κόμματα από κοινωφελή ορθολογισμό. Δεν διαθέτουμε αποδεκτές, θεσμοποιημένες διαδικασίες διερεύνησης κρίσεων, με αποτέλεσμα το κάθε κόμμα να καταλήγει σε αυτοεξυπηρετικά συμπεράσματα. Η αλήθεια, έτσι, χάνεται, η θεσμική μάθηση υποφέρει.  

Σε θεσμικά ώριμες χώρες δεν συμβαίνει αυτό. Μετά την καταστροφική μεγα-πυρκαγιά στη Βικτόρια της Αυστραλίας το 2009 (173 νεκροί) συστάθηκε η Βασιλική Επιτροπή Διερεύνησης, το πόρισμα της οποίας κατέληξε σε 67 συστάσεις για την καλύτερη αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Ακόμα και πιο πολιτικώς ευαίσθητες κρίσεις καθίστανται αφορμή θεσμικής μάθησης.

Ο φόνος του αθώου βραζιλιάνου πολίτη Τσαρλς ντε Μενέζες, στο μετρό του Λονδίνου, από τη Μητροπολιτική Αστυνομία, το 2005, με την υποψία ότι ήταν βομβιστής αυτοκτονίας, διερευνήθηκε ενδελεχώς από Ανεξάρτητη Επιτροπή Διερεύνησης Παραπόνων Κατά της Αστυνομίας (IPCC) και το σχετικό πόρισμα έδειξε τα κενά των πρωτοκόλλων της Αστυνομίας στην αντιμετώπιση πιθανών τρομοκρατικών περιστατικών.

Τέλος, ένα πρόσφατο παράδειγμα στη Βρετανία είναι η έκδοση πορίσματος εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνησης της τρομοκρατικής επίθεσης σε συναυλία, στο Μάντσεστερ, το 2017 (22 νεκροί). Το πόρισμα, μεταξύ άλλων, αποδίδει ευθύνες στις μυστικές υπηρεσίες (ΜΙ5) για την αποτυχία τους να αποτρέψουν την επίθεση. 

Θα μπορούσα να συνεχίσω τα παραδείγματα αλλά δεν χρειάζεται. Αυτό που θέλω να πω είναι απλό. Σε θεσμικά ώριμες χώρες, πρώτον, έχει διαμορφωθεί συναίνεση αναφορικά με διαδικασίες προσέγγισης κρίσεων: οι κρίσεις ερευνώνται με καθολικά αποδεκτό τρόπο και τα συναφή πορίσματα θεωρούνται αυτονοήτως έγκυρα και ως τέτοια εισέρχονται στο δημόσιο λόγο. Πολιτική κριτική, φυσικά, ασκείται, αλλά αφενός ασκείται με αυτοπεριορισμό χάριν του κοινού καλού, αφετέρου οι έχοντες πολιτικές ευθύνες αυτονόητα παραμερίζονται ή παραιτούνται. 

Δεύτερον, οι θεσμοί (π.χ. Αστυνομία, Πυροσβεστική κ.λπ.) διαθέτουν σχετική αυτοτέλεια έτσι ώστε οι αστοχίες τους να αναζητούνται στη λειτουργία τους, αντί να χάνονται στην κομματική τιτανομαχία. Στην πολιτική αρένα συζητούνται τα μείζονα (οι παράμετροι λειτουργίας των δημόσιων θεσμών, π.χ. στοχοθεσία, θέματα διακυβέρνησης, εποπτείας και χρηματοδότησης), όχι οι επιχειρησιακές λεπτομέρειες (π.χ. οι βάρδιες των σταθμαρχών). 

Τρίτον, καθότι αυτονοήτως αποδεκτά, τα πορίσματα τροφοδοτούν τη διαμόρφωση πολιτικής. Οι οργανισμοί πασχίζουν να μαθαίνουν από τα παθήματά τους και οι αρμόδιοι πολιτικοί λογοδοτούν για το έργο των οργανισμών που εποπτεύουν, υφιστάμενοι αυτονοήτως τις συνέπειες τυχόν πλημμελούς εποπτείας τους. 

Μήπως οραματίζομαι την ιδεώδη πλατωνική πολιτεία; Οχι, θέλω απλώς η χώρα μου να αναπτύξει τη θεσμική ωριμότητά της. Αν το κατάφεραν άλλοι, γιατί όχι εμείς;


* Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στην Εδρα Columbia Ship Management στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής Οργανωσιακής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Warwick (www.htsoukas.com)