Ο,τι απέμεινε από ένα σπίτι που χτίστηκε πέτρα πέτρα | Protagon/Παναγιώτης Κακολύρης
Απόψεις

Βλέποντας το σπίτι μου να καίγεται σε ζωντανή σύνδεση

Hταν ένα εξοχικό που ξεκίνησε να φτιάχνεται πριν τη γέννησή μου και μεγάλωνε μαζί μου πέτρα με την πέτρα. Τώρα, το εξοχικό που έφτιαξε ο πατέρας μου κυριολεκτικά με τα χέρια του, καίγονταν και υπήρχε εκεί μόνον ένας δημοσιογράφος για να κάνει την περιγραφή της καταστροφής...
Παναγιώτης Κακολύρης

Οι ειδήσεις έλεγαν ότι η φωτιά ήταν ακόμα στους οικισμούς που βρίσκονται ψηλά, προς το βουνό. Η ηλεκτρονικός χάρτης παρακολούθησης των πυρκαγιών ήταν απόλυτα καθησυχαστικός (αν και εντελώς εκτός πραγματικότητας όπως αποδείχθηκε). Το μέτωπο έδειχνε πολύ μακριά από το σπίτι μας.

Σκέφτηκα να ξεκινήσω να πάω στην Κινέτα για να δω από κοντά τι συμβαίνει, αλλά η Εθνική Οδός είχε ήδη κλείσει. Η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Έτσι, έμεινα να παρακολουθώ τη μετάδοση του Σκάι και τον ηλεκτρονικό χάρτη κάνοντας διαρκώς refresh μήπως δω το μέτωπο να μετακινείται. Όμως όχι, έδειχνε αισιόδοξα σταθερό.

Ξαφνικά, διάβασα σε μια ιστοσελίδα ότι δόθηκε εντολή εκκένωσης του Πανοράματος. Σκέφτηκα ότι οι λόγοι θα ήταν προληπτικοί. Το μέτωπο έδειχνε ακόμα να είναι πιο ψηλά. (κλασική περίπτωση wishful thinking, λέω εκ των υστέρων)

Oμως βλέποντας τηλεόραση, είδα ένα στιγμιαίο πλάνο που κάτι μου θύμισε. Ο συνάδελφος του Σκάι έκανε ζωντανή μετάδοση και περιέγραφε πώς οι φλόγες είχαν αγκαλιάσει ένα σπίτι. Γι’ αυτόν ήταν ένα πραγματικά εντυπωσιακό, φλεγόμενο πλάνο κι «ένα σπίτι». Για εμένα όμως ήταν το σπίτι μου.

Hταν ένα εξοχικό που ξεκίνησε να φτιάχνεται πριν τη γέννησή μου και μεγάλωνε μαζί μου πέτρα με την πέτρα.

Αυτό εξάλλου είναι το προφίλ των οικισμών στην Κινέτα που άρχισαν να αναπτύσσονται στη δεκαετία του 70 όταν ακόμα μεσουρανούσε η Ζωζώ, το σπίτι της οποίας δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς απ’ ότι είδα. Ανθρωποι της μεσαίας τάξης που τα σαββατοκύριακα που δεν εργάζονταν, δούλευαν για να κάνουν πράξη το «όνειρο του εξοχικού».

Τώρα, το εξοχικό που έφτιαξε ο πατέρας μου κυριολεκτικά με τα χέρια του, καίγονταν και υπήρχε εκεί μόνον ένας δημοσιογράφος για να κάνει την περιγραφή της καταστροφής. Όσο ένδοξο τέλος κι αν ήταν αυτό, σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση, προτιμούσα αντί για τον δημοσιογράφο και τον εικονολήπτη να ήταν εκεί η πυροσβεστική για να σβήσει τη φωτιά.

Εγώ, παρέμενα 55 χιλιόμετρα μακριά, κάνοντας την γιογκική άσκηση του drashta, του ουδέτερου παρατηρητή, με μόνη δυνατότητα απλώς να παρακολουθώ το τηλεοπτικό θέαμα.

Oχι όμως για πολύ, αφού το δικό μου καιόμενο σπίτι δεν ήταν το μοναδικό. Το συνεργείο συνέχισε ανεβαίνοντας προς το βουνό.

Οι συνάδελφοι στο γραφείο προσπαθούσαν να με εμψυχώσουν λέγοντας μου ότι μπορεί τελικά να σώθηκε το σπίτι. Μπορεί να ήρθε την τελευταία στιγμή η πυροσβεστική. Μέχρι που το συνεργείο ξανακατέβηκε από το βουνό κι έκανε στάση για να πει στους τηλεθεατές, «θυμάστε εκείνο το σπίτι που το παρακολουθούσαμε να καίγεται; Τώρα, όπως βλέπετε, έχει καεί ολοσχερώς».

Αργότερα, το συνεργείο της ΕΡΤ έκανε ζωντανό από την άλλη πλευρά του πάλαι ποτέ σπιτιού, όπου φαίνονταν η αποθήκη να σιγοκαίει και έδινε καλό και ασφαλές πλάνο.

Μιλούσαν για το μέγεθος της καταστροφής δείχνοντας το σπίτι μου ως παράδειγμα.

Είχε πράγματι καεί ολοσχερώς.

Πήγα την επομένη το πρωί. Τα δέντρα που φτιάχναμε την καλοκαιρινή καλύβα ως παιδιά ήταν καμένα. Το σπίτι σχεδόν πλήρως κατεδαφισμένο από τη δύναμη της φωτιάς.

Μέσα, όλα στάχτη. Σαν να μην υπήρξε ποτέ ένα κανονικό σπίτι εκεί. Στα αποκαΐδια δεν υπήρχε κανένα αναγνωρίσιμο αντικείμενο. Τα πάντα είχαν εξαϋλωθεί. Εκτός από ένα: μια εικόνα του Aξιον Εστί, της Παναγίας. Είχε μείνει ανέπαφη. Το φωτοστέφανο της Παναγίας συνέχιζε να λάμπει κάτω από τη στάχτη. (τώρα που γράφω το κείμενο η περιγραφή μου φαίνεται κι εμένα λίγο γλαφυρή, αλλά είναι απόλυτα αληθινή). Όσο κι αν κάποιος δεν πιστεύει, η τυχαιότητα δυσκολεύεται να ερμηνεύσει πως διασώθηκε μια ξύλινη εικόνα από μια πυρκαγιά που έλιωσε τα σίδερα.

Oσο έκανα αυτές τις υπαρξιακές σκέψεις στα χαλάσματα, που πριν μια μέρα ήταν σπίτι, ήρθε ο ευγενέστατος αξιωματικός της πυροσβεστικής.

Χθες που μαίνονταν η φωτιά δεν υπήρχε ψυχή. Σήμερα που απλώς κάπνιζε λίγο η αποθήκη είχαμε το δικό μας πυροσβεστικό όχημα με δύο πυροσβέστες. Πέρασαν όλο το πρωινό εκεί.

Δεν έχω γνώσεις επιχειρησιακού σχεδιασμού της πυροσβεστικής, αλλά μου φάνηκε απόλυτα παράλογο να δεσμεύεται ένα όχημα για μια αποθήκη που είχε ήδη καταστραφεί σε μια περιοχή που είχε γίνει κρανίου τόπος και δεν υπήρχε κάτι άλλο να καεί.

Σκέφτηκα να τους πω ότι αν είχαν έρθει χθες, σήμερα δεν θα είχαν λόγο παρουσίας, αλλά κι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν περάσει το βράδυ στο Μάτι και το πρωί τους είχαν στείλει 100 χιλιόμετρα μακριά να φυλάνε την καμένη αποθήκη μου. Ήταν έκδηλα παρανοϊκό αυτό που συνέβαινε, αλλά προτίμησα να σιωπήσω.

Δεν πρόλαβα να τους πω εγώ αυτά που λένε πάντα τα θύματα των καταστροφών: για την ανυπαρξία του κράτους, για την έλλειψη σχεδιασμού, για το ότι η πολιτική προστασία αντιμετωπίζεται συνήθως ως θέση ψυγείου στο δημόσιο, για την τραγική επιχειρησιακή διαχείριση της κρίσης, αλλά και την επικοινωνιακή που θα διδάσκεται σίγουρα στα σεμινάρια του μέλλοντος ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Μου είπαν εκείνοι για τα όσα είδαν στο Μάτι, για τους νεκρούς, για τη δυσκολία του συντονισμού μέσα στο χάος που προκλήθηκε. Και μείναμε βυθισμένοι στις σκέψεις μας να κοιτάμε μαζί την αποθήκη που κάπνιζε.