Protagon A περίοδος

Το προσκλητήριο μου έπεσε απ’ τα χέρια

Σημασία δεν έχει με ποιους πεθαίνεις και κηδεύεσαι αλλά με ποιους ζεις. Ζούμε μαζί, αλλά πεθαίνουμε χώρια. Και το σίγουρο είναι πως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι συνήθως δεν χρειάζονται αναγγελτήρια για να μάθουν το θλιβερό γεγονός.

Λουκρητία

Το νεκροταφείο στο βλαχόνησο είναι ένα από τα μέρη που αγαπώ. Του το απέδειξα, χαρίζοντας του ώρες. Εκεί που τελειώνει ο χρόνος εγώ ξόδευα λίγο από τον δικό μου. Θα σας πω γιατί. Είναι ενδιαφέρον να βλέπεις με πόσους τρόπους μπορεί να εκφραστεί ο πόνος για την απώλεια ενός ανθρώπου. Και αν καταφέρεις να βάλεις στη σειρά τον πόνο, τότε βάζεις και τα συναισθήματα, έρχεται η λογική και καθαρίζει τη σκόνη του φόβου. Παρατηρώντας μια κηδεία από μακριά, σου δίνεται η ευκαιρία να φιλοσοφήσεις για τη ζωή. Ή πιο σωστά, να δώσεις τον ορισμό της ξεκινώντας από τη στάση που κρατάς απέναντι στον θάνατο. Βλέπεις πως η πορεία του μακαρίτη πάνω σ' αυτή τη γη αποκτά σημασία μόνο μέσα από τα δάκρυα των παρευρισκομένων. Ό,τι έχει κάνει μέχρι να κλείσει τα μάτια του κρίνεται ακριβώς την στιγμή εκείνη όπου ο ιερέας εκφωνεί το “Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος”. Μια ζωή που την έχει ζήσει όπως ήθελε ή όπως μπόρεσε τέλος πάντων, αλλά και ένα τέλος που σχεδόν δεν έχει κανένα λόγο πάνω σε αυτό. Γιατί, βλέπετε, ειδικά σε μια μικρή κοινωνία, ο νεκρός δεν έχει καμία επιλογή στο ποιος θα παρευρεθεί στην κηδεία του. Ενώ στην πόλη είναι εντελώς διαφορετικά. Οι πιθανότητες ο νεκρός να έχει τον αποχαιρετισμό που θα ήθελε είναι σαφώς μεγαλύτερες. Και είναι απολύτως λογικό.

Στην πόλη, ένα κηδειόχαρτο κολλημένο σε μια κολόνα ενδέχεται να έχει μικρότερη αναγνωσιμότητα από τα ενοικιαστήρια ή ακόμα και από τα αυτοκόλλητα με τα τηλέφωνα κλειδαράδων. Ακόμα και αν κάτω από το όνομα του αποθανόντα, δεν υπάρχει κανείς που να το υπογράφει -ούτε σύζυγος, ούτε τέκνα, ούτε ξαδέλφια- το πιο πιθανό είναι να περάσει απαρατήρητο κάτι τέτοιο. Ποιος θα σταθεί να αναλογιστεί πώς μπορεί να έζησε αυτός ο άνθρωπος που δεν έχει κανέναν να αναγράφεται ως “λοιποί συγγενείς”; Ας είναι. Εξάλλου, σημασία δεν έχει με ποιους πεθαίνεις και κηδεύεσαι αλλά με ποιους ζεις. Ζούμε μαζί, αλλά πεθαίνουμε χώρια. Και το σίγουρο είναι πως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι συνήθως δεν χρειάζονται αναγγελτήρια για να μάθουν το θλιβερό γεγονός. Στο βλαχόνησο, η έλλειψη συγγενών περνάει το ίδιο απαρατήρητη αφού ούτως ή άλλως οι μισοί κάτοικοι θα παρευρεθούν στην κηδεία, είτε από περιέργεια είτε από υποχρέωση. Βέβαια θα προηγηθεί ένα ποτάμι κουτσομπολιών για το ποιόν του εκλιπόντα, το οποίο πάντα καταλήγει σε ένα άτυπο διαγωνισμό για τα καλύτερα κόλλυβα.

Kαι κάπου εκεί εντοπίζεται η μεγαλύτερη αδικία που σου επιφυλάσσει ο θάνατος. Δεν σου δίνεται η δυνατότητα να σε κλάψουν αυτοί που θα ήθελες και μόνο, ως μια τελευταία εγωιστική επιθυμία σαν όλες τις άλλες που έχουν διαμορφώσει τη ζωή που αφήνεις πίσω. Γιατί ακόμα και αν προνοήσεις και διατυπώσεις γραπτώς την επιθυμία σου, κανείς δεν σου εγγυάται πως θα πραγματοποιηθεί. Αλλά και αυτό τι θα ήταν; Η τελευταία πινελιά ματαιότητας σε έναν κόσμο που θα σε ξεχάσει και εσύ, σίγουρα, δεν θα θυμάσαι. Μία ακόμη ψευδαίσθηση ελέγχου πάνω στο αναπόφευκτο. Έστω. Το θεωρώ πιο δίκαιο να μοιράζονται προσκλήσεις όπως γίνεται στους γάμους, αντί ενός αναρτημένου κηδειόχαρτου σαν κάλεσμα σε πανηγύρι. Έχω ήδη κάνει μια πρόχειρη λίστα με τους καλεσμένους μου. Εσείς τι πιστεύετε;

Exit mobile version