Protagon A περίοδος

Ταξίδι: Ανοιξη στη Σκωτία

Κάθε χρόνο διαλέγω ένα προορισμό για να “σπάσω” το δύσκολο εξάμηνο από τα Χριστούγεννα μέχρι το καλοκαίρι και φέτος Σκωτία… Επιδιώκω να ταξιδεύω εκτός τουριστικών περιόδων και ο Μάϊος μου φάνηκε καλή στιγμή, ώστε να αποφύγω το τσουχτερό κρύο. Και ήταν εξαιρετική απόφαση. Οι περισσότεροι θα έπαιρναν μία πτήση μέσω Λονδίνου, αλλά εμείς πετάξαμε μέσω […]
Αντώνης Φουρλής

Κάθε χρόνο διαλέγω ένα προορισμό για να “σπάσω” το δύσκολο εξάμηνο από τα Χριστούγεννα μέχρι το καλοκαίρι και φέτος Σκωτία… Επιδιώκω να ταξιδεύω εκτός τουριστικών περιόδων και ο Μάϊος μου φάνηκε καλή στιγμή, ώστε να αποφύγω το τσουχτερό κρύο. Και ήταν εξαιρετική απόφαση. Οι περισσότεροι θα έπαιρναν μία πτήση μέσω Λονδίνου, αλλά εμείς πετάξαμε μέσω Φρανκφούρτης γιατί μας βόλεψαν οι ώρες. Φθάνοντας στο αεροδρόμιο του Εδιμβούργου νοικιάσαμε αυτοκίνητο και σε 15 λεπτά ήμασταν στο κέντρο της πόλης. Παρκάρεις εύκολα, αλλά οπωσδήποτε ρίχνοντας κέρματα στα χιλιάδες παρκόμετρα (εμείς μία φορά το ξεχάσαμε και στο δεκάλεπτο εισπράξαμε κλήση για 30 λίρες).

Ατμόσφαιρα καθαρή, ουρανός με εκτυφλωτικό γαλάζιο χρώμα – δεν σκοτεινιάζει αυτή την εποχή πριν από τις 10 το βράδυ – θερμοκρασία απόλυτα λογική, γύρω στους 10-15 βαθμούς. Και γρήγορα διαπιστώνεις ότι δεν είναι μύθος οι περιγραφές που λένε πως οι δρόμοι του Εδιμβούργου είναι από τους ομορφότερους της Ευρώπης. Βικτωριανή αρχιτεκτονική με κτίρια που σε στέλνουν 2-3 αιώνες πίσω. ‘Απειρα στενά περάσματα που οδηγούν σε μικρά αδιέξοδα – αυλές βγαλμένες από φωτογραφικό άλμπουμ (closes τα αποκαλούν και στις εισόδους τους βλέπεις μικρές πινακίδες που σε παραπέμπουν στην ιστορία τους). Και στην κορυφή του Εδιμβούργου το κάστρο του, όπου δεν προλάβαμε να μπούμε λόγω ωραρίου. Δοκιμάζουμε όμως στα όρθια το πρώτο fish-and-chips και κρατάμε την όρεξή μας για το δείπνο. Περπατάμε για ένα δίωρο ακόμη στo Royal Mile (είναι ο δρόμος που συνδέει το κάστρο με το ανακτορικό “παράρτημα” του Holirood). Κάνουμε και μία βόλτα στην Princes Street και από εκεί στην George Street (στάση στο Hard Rock Cafe με κειμήλια από το Γούντστοκ) που είναι το αντίστοιχο της Oxford του Λονδίνου (αλλά σε… μικρογραφία) για όσους αποζητούν το shoping.

Ενας φίλος μου είχε προτείνει για το βράδυ φαγητό στο Witchery , ένα παλιό εστιατόριο, πολύ κοντά στο κάστρο. Η θέση του ήταν υπερβολικά τουριστική, αλλά ο φίλος δικαιώνεται. Το εστιατόριο είναι μεν από τα ακριβά, αλλά η διακόσμηση και η ατμόσφαιρα θυμίζει πράγματι τις ιστορίες για τα στοιχειωμένα κάστρα της Σκωτίας, ενώ αντίθετα το φαγητό δε θυμίζει Αγγλία. “Ασφαλής” επιλογή (γενικότερα στη Σκωτία) ο σολωμός, που τον τρως καπνιστό ή ψητό παντού – και όχι ως έδεσμα πολυτελείας…

Δεύτερη ημέρα, πρωί – πρωί, φορτώνουμε και ξεκινάμε με τελικό προορισμό το Ινβερνές, στο βορειότερο άκρο του νησιού. Αλλά όλη η ουσία είναι τα ξεστρατίσματα και οι βόλτες που “κλέβεις” στη διαδρομή. Στα σκωτσέζικα highlands το σκηνικό που συναντάς θυμίζει παιδικό παραμύθι: μικρά, γραφικά χωριά κάθε 10 μίλια, χαμένα ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια, λίμνες και δάση. Δεξιά κι αριστερά από την άσφαλτο χιλιάδες πρόβατα – λες και είναι στοιχείο του “ντεκόρ” – πέρδικες και φασιανοί περιδιαβαίνουν στα χωράφια σαν κατοικίδια, λαγοί ξεπηδούν από θάμνους και ζαρκάδια κρύβονται λίγο πριν τα φωτογραφίσεις. Συγκρατώ τα ονόματα Blair και Pitlochry, μεσαίου μεγέθους χωριά με αρκετό χρώμα, όπου ο περίπατος είναι ευχάριστος και υπάρχει ζωή – νέοι, αγορά και φαγητό. Βραδάκι μπαίνουμε στο Ινβερνές και διαλέγουμε ένα μικρό ξενοδοχείο στις παρυφές της πόλης, πάνω στη θάλασσα και με εντυπωσιακή θέα – αλλά “τσιμπημένο” στην τιμή.


Παρατάμε τους σάκους και ξεκινάμε αργά το βράδυ για το κέντρο της πόλης. Μοιάζει γοητευτικό, με το κάστρο (όπως έχετε αντιληφθεί κάθε πόλη στη Σκωτία διαθέτει τουλάχιστον από ένα) και το ποτάμι ακριβώς μπροστά. Αλλά φαγητό δεν σερβίρουν πουθενά μετά τις 10 το βράδυ (καθημερινές), οπότε καταλήγουμε στη μοναδική πιτσαρία – παμπ – ζωντανή μουσική σκηνή. Διαφορετικές γενιές πίνουν μπύρα μέχρι τελικής πτώσεως και ουδείς δίνει σημασία σε όσους το παρακάνουν, τρεκλίζοντας από καρέκλα σε καρέκλα. Στο βάθος ένας κιθαρίστας και στους τοίχους οθόνες πλάσμα – για τις αμέτρητες ώρες που αφιερώνουν οι Σκοτσέζοι στο ποδόσφαιρο και στο ράγκμπι. Φεύγοντας, περπατάμε στον διπλανό πεζόδρομο και σε μία αυλή βλέπουμε νεολαία και μπαίνουμε. Μας στέλνουν στον πρώτο όροφο, όπου ένας απίθανος τύπος (Billy Collins, αν το συγκρατώ σωστά) γύρω στα 60 διασκευάζει μόνος με την κιθάρα του Jethro Tull, U2 και Εagles. Στο ολιγάριθμο ακροατήριο δεν είμαστε οι μόνοι ξένοι. Εχει και Αυστραλούς και Γάλλους (από την κοντινή Γαλλία είναι και οι περισσότεροι τουρίστες που εντόπισα στη Σκωτία, δεδομένου ότι οι Αγγλοι δεν ξεχωρίζουν πάντοτε).

Οι μπάρμαν είναι πάντοτε ευγενικοί και με στυλ, ιδιαίτερα εκείνοι που φορούν και το παραδοσιακό κιλτ (τη γνωστή καρό φούστα). Δε βαριούνται ούτε όταν τους ζητάς να σου διαλέξουν μπύρα, ή ένα “καλο-καπνισμένο” malt. Τα μισά μπουκάλια δεν τα έχω ξαναδεί στη ζωή μου, αλλά αξίζει τον κόπο. Το σκοτσέζικο πρωινό δε διαφέρει από το αγγλικό: αυγά, μπέικον, ψωμί, τσάι ή καφές. Στα καλύτερα ξενοδοχεία σου προσφέρουν και τη δυνατότητα να δοκιμάσεις σολωμό μαγειρεμένο σε ομελέτα, ή με τηγανητά αυτά και – παραδόξως – θα διαπιστώσετε ότι ταιριάζει. Αν έχετε θάρρος θα δοκιμάσετε επίσης το πλέον παραδοσιακό σκοτσέζικο έδεσμα “haggis”, που σερβίρεται ζεστό ή κρύο και θυμίζει στη γεύση μαγειρίτσα αν και σαφώς στεγνότερο.
Τρίτη ημέρα, ξεκινάμε αμέσως μετά το πρωινό με κατεύθυνση νοτιοδυτικά του Ινβερνές.

Αμέσως συναντάμε την “τουριστική” λίμνη του Λοχ-Νες. Είναι πάντως εντυπωσιακή σε μέγεθος και η διαδρομή σχεδόν δίπλα στην όχθη αξίζει τον κόπο, όπως και μία στάση αν φθάσετε μέχρι εδώ. Στο κάστρο του Urquhart , που υπάρχει εδώ από το 1230 (!) και σέρνει μαζί του ολόκληρα κεφάλαια της ιστορίας των highlands. Η θέα που προσφέρει είναι πανοραμική και, όταν επικρατεί συννεφιά, το τοπίο έχει κάτι το απόκοσμο, ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να λένε οι Σκοτσέζοι για να πουλούν το παραμύθι της Nessie (το γνωστό…τέρας της λίμνης του Λοχ-Νες).

Επόμενος σταθμός, αφού οδηγούμε μία ώρα περίπου, στο Fort Williams. Αγαπημένο τουριστικό θέρετρο Αγγλων και Σκοτσέζων για τους καλοκαιρινούς μήνες, που δε θα σας εντυπωσιάσει. Αλλά υπάρχει εδώ ένα συμπαθητικό αποστακτήριο και περνάμε για ένα ποτό στα γρήγορα – malt με βάση, λέει, το θαυματουργό νερό του ποταμού Spey (για τους μυημένους). Η διαδρομή γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρουσα καθώς περνάμε έξω από την πόλη του Oban με το λιμάνι της στον Ατλαντικό, ενώ προορισμός για απόψε είναι η λίμνη του Λόμοντ (Loch Lomond) – κατά πολλούς η ομορφότερη της Σκωτίας. Εχουμε διαλέξει ένα ξενοδοχείο που θυμίζει πύργο, στην όχθη της λίμνης και η επιλογή δικαιώνεται 100%, αν και ακριβή – κοντά στα 160 ευρώ τη βραδιά με early booking. Αλλά η αυθεντική σκοτσέζικη αισθητική του με καρό ταπετσαρίες και μπερζέρες ξεπερνά πολλά “πεντάστερα” ξενοδοχεία, έχει ένα μυθικό μπαρ με θέα στη λίμνη και ό,τι μπορείς να φανταστείς σχετικά με τον αθλητισμό: τεράστια κλειστή πισίνα με νεροτσουλίθρες και υδρομασάζ, γυμναστήριο, γήπεδο γκολφ, ποδήλατα για να κάνεις τη βόλτα σου στην εξοχή, ακόμη και ιστιοφόρο μπορείς να βρεις για να δεις τη λίμνη “από μέσα”. Το εστιατόριο κλείνει και εδώ στις 10 το βράδυ, αλλά το πρωινό σου κόβει την ανάσα – δε μπαίνω σε λεπτομέρειες για να έχει και μυστήριο το πράγμα…

Τέταρτη ημέρα ξεκινάμε με κατεύθυνση δυτικά και τελικό προορισμό το Εδιμβούργο, αλλά γρήγορα κάνουμε την πρώτη στάση σε ένα από τα ομορφότερα (μας λένε οι ντόπιοι) αποστακτήρια της Σκωτίας, το Glengoyne . Πραγματικά, τα πάντα εδώ είναι καλογυαλισμένα και παραδοσιακά, ενώ χαζεύεις με τα μπουκάλια και τις ετικέτες. Ενα ουίσκι τύπου blended (δηλαδή ενισχυμένο με περισσότερα αρώματα) είναι υποχρεωτικό να μείνει στο βαρέλι για να ωριμάσει τουλάχιστον τρία χρόνια και μία ημέρα. Το ορίζουν οι νόμοι της Μεγάλης Βρετανίας και εκεί δεν αστειεύονται με τους νόμους. Ενα καλό malt – σας τα μεταφέρω εν συντομία, όπως τα άκουσα – χρειάζεται τουλάχιστον μία δεκαετία στο βαρέλι, πριν εμφιαλωθεί. Οσο παλιότερο, τόσο καλύτερα. Και είδα μπουκάλια με malt 21 ετών που κοστίζει γύρω στα 80 ευρώ, αλλά ακόμη και συλλεκτικά παλαιωμένα με οροφή τα 4.500 ευρώ το μπουκάλι!

Καθ’ οδόν προς το Εδιμβούργο κάνουμε και μία στάση στο Stirling. Κάποτε πρωτεύουσα της Σκωτίας με επιβλητικότατο κάστρο, στην καρδιά της πόλης και εξαιρετικά συντηρημένο, όπου δεσπόζει και προσφέρει πανοραμική θέα της περιοχής. Μέσα υπάρχει και ένα μικρό μουσείο, όπου φιλοξενούνται εκθέματα σχετικά με την πολεμική ιστορία και παράδοση των Σκοτσέζων. Με προσωπικές αφηγήσεις και αποσπάσματα από επιστολές στρατιωτών της Σκωτίας, που πολέμησαν σε ανατολή και δύση για το “μεγαλείο του βρετανικού στέμματος”. Από τον πόλεμο των Μπόερς μέχρι την Κριμαία, από την Κορέα μέχρι τη Μέση Ανατολή και από την Αυστραλία μέχρι την Κρήτη. Μας παίρνει μία ώρα μέχρι το Εδιμβούργο και το βραδάκι “ανακαλύπτουμε” την Grassmarket. Μία πλατεία – νεολεϊστικο στέκι στην πλάτη του κάστρου, όπου συρρέουν μετά το σούρουπο φοιτητές, μουσικοί και καλλιτέχνες σε ένα υπαίθριο πάρτι. Στη μία άκρη της πλατείας βρίσκεται ένα μικρό εστιατόριο με δέκα τραπέζια. Η πρόσοψή του είναι βαμμένη στα κυκλαδίτικα χρώματα και λέγεται Mussel and Steak Bar. Προσφέρει αυτά ακριβώς: καταπληκτικά όστρακα (δοκίμασα μία απλή και “άπαιχτη” συνταγή – στρείδια φρέσκα με tabasco, που τα κάνει πικάντικα και καυτερά), ενώ από τα φιλέτα το καλύτερο ήταν το rib-eye. Μας σέρβιραν και δικό τους κρασί και φύγαμε με την πεποίθηση ότι φάγαμε σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης – με εξαιρετικό value for money. Για επίλογο στη βραδιά και στο ταξίδι καταλήξαμε στο Jazz Bar of Edinburgh, που είναι ένα μαζεμένο μπαράκι όπου απολαμβάνεις μικρά σχήματα live. Ο μπάρμαν μου προτείνει να δοκιμάσω ένα ακόμη malt, το Highland Park και κερνά το δεύτερο ποτήρι. Ε, λοιπόν οι Σκοτσέζοι δεν είναι τσιγκούνηδες!

ΥΓ: Σημειώστε ότι η Βρετανία γενικά είναι ακριβή, αλλά η ισοτιμία της τσαλακωμένης από την κρίση λίρας είναι στα πολύ-πολύ χαμηλά της. Δηλαδή, είναι ταξίδι-ευκαιρία για να πιεις και να ξεχάσεις τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα…

*Δείτε εδώ το αντίστοιχο φωτογραφικό θέμα

Exit mobile version