Πίνω τον δεκατιανό καφέ μου στην καφετέρια της γειτονιάς, απολαμβάνοντας το αεράκι που σχεδόν πάντα φυσάει εκεί και διαβάζοντας το βιβλίο «υπηρεσίας» των ημερών. Συνήθεια αποκτημένη φέτος το καλοκαίρι για να σπάσω λίγο την ρουτίνα και την μοναξιά της αυγουστιάτικης Αθήνας. Νοσοκομεία και κλινικές στην περιοχή. Πάντα υπάρχει κάποιος κόσμος.
Στο απέναντι τραπέζι κάθεται, μόνος, ένας κύριος, γύρω στα σαρανταπέντε. Πίνει φραπέ. Βυθίζομαι στο βιβλίο μου που αγκομαχώ να τελειώσω. Με κουράζει ομολογώ. Όχι δεν θα σας το παρουσιάσω, το υπόσχομαι… Ξαφνικά ακούω χαρούμενες φωνές, μπαμπά, μπαμπά, από ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα. Είναι λίγο παχουλό και ίσως ασχημούτσικο. Φοράει γυαλιά. Είναι μαζί της και η μητέρα της και ο αδερφός, λίγο μεγαλύτερος ή λίγο μικρότερος, δεν είμαι σίγουρος. Η μητέρα πλησιάζει τον άντρα της και λέει εμφαντικά: Έχουμε πολύ καλά νέα. Η όρασή μας πήγε στα πέντε δέκατα!! Η μικρή αγκαλιάζει τον πατέρα της και του λέει: μπαμπά, μπαμπά, από τέσσερα που ήταν την τελευταία φορά τώρα πήγε στα πέντε! Διάβασα και μερικούς αριθμούς από την τρίτη σειρά, έτσι δεν είναι μαμά; Ναι κοριτσάκι μου, έτσι είναι, λέει η μαμά. Και προσθέτει, να θυμάσαι τι είπε ο γιατρός. Να φοράς τα γυαλιά σου, όσο πιο πολύ μπορείς. Στην τάξη, στον πίνακα, στο σπίτι όταν μελετάς. Η ώρα όμως δεν ήταν για παραινέσεις. Ήταν για χαρά. Τι θα πάρετε ρωτά ο μπαμπάς. Σε λίγο βλέπω και τα δύο παιδιά να μασουλάνε λαίμαργα από ένα τεράστιο σάντουιτς-μπαγκέτα το καθένα, και νάχουν από έναν χυμό (με καλαμάκι) στο χέρι. Η μαμά αρκέστηκε σε έναν φραπέ.
Αυτά ήταν τα καλά νέα της οικογένειας αλλά και τα δικά μου καλά νέα της ημέρας. Δώρο για την γιορτή μου… Εύχομαι, με όλη την καρδιά μου, σύντομα και δέκα στα δέκα, κοριτσάκι.