Protagon A περίοδος

Ο Άκαμπτος κύριος Μύζαμ

Ήταν το καλλιτεχνικό του μανιφέστο με πολιτικούς όρους. Απλά: Ο Μύζαμ δεν αναγνώριζε μιαν αντιπαράθεση τέχνης και ζωής, αφού η τέχνη, που δεν υπηρετεί τη ζωή υπολείπεται κάθε υπαρξιακής βάσης…

Βασίλης Σπηλιωτόπουλος

“Me quoqe fata regunt.”

«Και εγώ σκλάβος του πεπρωμένου είμαι.»

(Λόγια, που ο ποιητής Οβίδιος, έβαλε στο στόμα του Δία.)

Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι, που βαδίζουν με μόνο προσανατολισμό αρχές κι αξίες. Αποστασιοποιούνται από τον συρμό. Αδιάλλακτοι ματαιώνουν τα ψευδεπίγραφα. Γενναίοι αναμετρώνται με τη μοναξιά ενός περιθωρίου.

Εντούτοις ο χρόνος τους τιμά, αποθέτοντάς τους στο επίκεντρο του πανανθρώπινου, αναδεικνύοντας περίφημους, συχνότερα λησμονημένους ήρωες, που παραδόθηκαν και θυσιάστηκαν, στο τέλος αγιάστηκαν – διαχρονικά τιμημένοι Γιάννηδες Αγιάννηδες! 

Γεννημένος το 1878 ο Ερρίκος Μύζαμ ήταν γιος φαρμακοποιού. Κακοπάθειες σημάδεψαν τη ζωή στην αρχή της. Βασανισμοί ολοκλήρωσαν τον κύκλο της. Τις πρώτες τις περιέγραψε στα ημερολόγιά του. Τους τελευταίους δεν μπόρεσε, αφού τα βασανιστήρια από τα πρωτοπαλίκαρα των SS στο Oranienburg ήταν έμπλεα θανατηφόρου οργής… 

Το ενδιάμεσο του βίου άγριο, ηδονικό, γεμάτο πίκρες.

Από νωρίς επαναστάτησε ενάντια στον αυταρχικό πατέρα. Απέδρασε από την πατρική κυριαρχία και αποβλήθηκε από το γυμνάσιο για σοσιαλιστική προπαγάνδα. Οι αντιπαραθέσεις τον δίδαξαν να μην κλονίζεται ποτέ από τους εκφοβισμούς της όποιας αυθεντίας. Έτσι αγωνίστηκε μέχρι τέλους για τα ιδανικά του, όσο ελάχιστοι. 

Το 1899 βρέθηκε στο Βερολίνο. Στο “Café Groessenwahn” γνώρισε και συναναστράφηκε σημαντικούς καλλιτέχνες, ανθρώπους του πνεύματος. Αργότερα ακόμη κι ο Picasso συγκαταλέχθηκε στους φίλους του. Η συγγραφή του αναδείχθηκε έμφυτη και έτσι δρομολογήθηκε ανάλογα. Έγινε αναρχικός. Κυκλοφορούσε ατημέλητος, με μαλλιά ανάκατα, πάντα άφραγκος. Όταν κάποιος μιαν ημέρα του επισήμανε το παράδοξα λευκό κολάρο, εκείνος ανταπάντησε: «Σημασία έχει το λευκό της καρδιάς…».

Το 1903 γράφει ένα «Μυθιστόρημα για Ελεύθερα Πνεύματα» ∙ ακολουθούν δράματα, αγωνιστικά τραγούδια, μανιφέστα ∙ ακόμη και μια εικονογραφημένη «Ιστορία ελεφάντων για φρόνιμα παιδιά» ή το βιβλίο για την «Ψυχολογία της πλούσιας θείας».

Εξελίσσεται σε μια από τις πιο τολμηρές φιγούρες της γερμανικής λογοτεχνίας, κληροδοτώντας ποιήματα, θεατρικά έργα και συναρπαστικά ημερολόγια – τα οποία ως επί το πλείστον έμειναν άγνωστα – και στα οποία καταγράφεται ένα πολιτικό και πολιτιστικό χρονικό, ένα κομμάτι εθιμικής ιστορικής καταγραφής. Επί 15 έτη, από το 1910 ως τον Αύγουστο του 1924, αποτύπωσε σε 42 τετράδια, ό,τι έζησε, ό,τι τον προκάλεσε, με τη μεγαλύτερη αμεσότητα, αδυσώπητος απέναντι στον εαυτό του, αμείλικτος έναντι όλων.

«Υποταγή σημαίνει ψεύδος! Η προσαρμογή διάψευση!»: αυτά ήταν τα πιστεύω του, η αφοβία ο άξονας της ζωής του. Ένας κοινωνικός ακτιβιστής, ένας αναρχικός με την πιο τίμια και ευγενική έννοια της λέξης. «Αναρχία είναι η ελευθερία από κάθε εξαναγκασμό, εξουσία, υποδούλωση. (…) Αναρχία σημαίνει εξάλειψη κάθε ελέγχου. (…) Όποιος δεν μπορεί να συλλάβει τον ορισμό με συνέπεια την ερμηνεία του ως ασυδοσία, αυτός είναι εφοδιασμένος με νεύρα αλόγου…». Οφείλει λοιπόν ο κάθε ένας να ξεκινήσει από τον ίδιο του τον εαυτό, από τον περίγυρό του. Απελευθέρωση στην ίδια τη ζωή, όχι απλά στην πολιτική. Βέβαια όμως και ως πολιτική! – ενάντια στον πόλεμο, στους σοσιαλδημοκράτες, που υπερψήφισαν στο Reichstag τις πολεμικές πιστώσεις.

Για τον Μύζαμ ο τρόμος δεν έχει θέση στη ζωή. Η επανάσταση δεν περνά από τα στήθη ηγεμόνων… «Μοναδικός στόχος μιας επανάστασης η "Ειρήνη". Αν επιτευχθεί αυτή, τότε έχει ο λαός ηθικό πλεόνασμα για να επιδιώξει μεγαλύτερα και σοσιαλιστικότερα πράγματα.». Το 1918 ήλθε στα αλήθεια η επανάσταση! Όρμησε για λίγο εμπρός και μετά πισωγύρισε. Ο Μύζαμ πάλεψε για την «Επαναστατική Δημοκρατία του Μονάχου», η οποία όμως σαρώθηκε από τη Reichswehr και τα Freikorps. Ο ίδιος καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη. Εξέτισε μόνον 5 χρόνια. Ειρωνεία της μοίρας; Σε αυτό συνέβαλε η πρόωρη αποφυλάκιση του μετέπειτα δημίου του, αφού απελευθερώθηκε λόγω της αμνηστίας που χορηγήθηκε, ώστε να ελευθερωθεί ο Χίτλερ, ο οποίος είχε καταδικαστεί για το Putsch του.

Νωρίτερα είχε απογοητευτεί από «το φιάσκο του Λένιν», αφού «από το σοβιετικό κράτος θεμελιώθηκε και πάλι ένα αυταρχικό κράτος». Μίλησε για «τους παλιάτσους του μαρξισμού στη Μόσχα» ∙ τον Στάλιν τον χαρακτήριζε «ωφελημένο επαναστάτη»… Δεν έτρεφε αυταπάτες ∙ ήξερε ότι θα τον κατέτασσαν ως αντεπαναστάτη, εχθρό του λαού. Έτσι τον μίσησε ο δογματικός κομμουνιστικός μηχανισμός. Παράλληλα από το 1922 αναγνώρισε στην ανόρθωση του φασισμού «την είσοδο στην παγκόσμια ιστορία ενός φρικτού νεωτερισμού». Έγραψε με πάθος ενάντια στην απειλή του γερμανικού ολοκληρωτισμού και σημείωσε:

«Μπορεί τελικά να με στήσουν στον τοίχο – όποιος και να ‘ναι. Να με εκτελέσουν όμως μπορούν μόνο από τα δεξιά!»

«Το αερόπλοιο Ζέπελιν Nr. 6 κάηκε. Από τα έξι το πέμπτο που καταστρέφεται! Όμως οι καλοί Γερμανοί είναι ενθουσιασμένοι με τα Ζέπελιν, όσο κανείς άλλος. (…) Ένας ιδιότροπος λαός, που ενθουσιάζεται πάντα προς τη λάθος κατεύθυνση…».

Αυτός λοιπόν ήταν ο Μύζαμ, ένας ατρόμητος αγωνιστής λόγου και πράξης, που δε δίσταζε να ονομάσει τη χυδαιότητα – χυδαιότητα, τα ψεύδη – ψεύδη, τους φαρισαίους – φαρισαίους. Εκείνος, που κρατούσε ψηλά τις αξίες της ζωής σε μόνιμη αντιπαράθεση με τους μαλθακούς σύγχρονούς του, που παρέπαιαν βυθισμένοι στις νόρμες του επίπλαστου, της ευεξίας, της μόδας…

Με την πυρπόληση του Reichstag τον Φεβρουάριο του ’34 συλλαμβάνεται από το καθεστώς των Ναζί και φυλακίζεται. Εκείνη την εποχή γράφει τα ποιήματα με τίτλο «Φλεγόμενη Γη», όπου πια γίνεται ξεκάθαρο, πόσο προσχωρεί σε μια πολιτικά προσανατολισμένη τέχνη. «Ο σκοπός αγιάζει την τέχνη! Σκοπός της τέχνης μου ίδιος με αυτόν της ζωής μου: Αγώνας! Επανάσταση! Ισότητα! Ελευθερία!».

Ήταν το καλλιτεχνικό του μανιφέστο με πολιτικούς όρους. Απλά: Ο Μύζαμ δεν αναγνώριζε μιαν αντιπαράθεση τέχνης και ζωής, αφού η τέχνη, που δεν υπηρετεί τη ζωή υπολείπεται κάθε υπαρξιακής βάσης…

Στο Oranienburg οι πραιτοριανοί του Fuehrer προσπάθησαν με βασανισμούς μηνών να λυγίσουν τον «αγνό και ανέγγιχτο από τα ασήμαντα» Έριχ. Δεν υποτάχθηκε και πλήρωσε με τη ζωή του τον Ιούλιο του ’34. Το «κουφάρι» του κρεμάστηκε σε αποχωρητήριο…

Αυτός, που οι σύντροφοί του χρόνια μετά τον θυμούνταν: «ως μεγαλόψυχο, έτοιμο πάντα να προσφέρει – αλληλέγγυο, μιας μορφής εξατομικευμένου “amnesty international”!

«Όλους τους χυμούς χωρίς αναστολή γεύσου,

Μπρος σε Θεό και Διάβολο τα όπλα ποτέ μην καταθέσεις,

Την περιφρόνηση του αύριο μην από τα πριν τη μετανιώσεις,

Τη στιγμή μην ερμηνέψεις και μη διστάσεις,

Τη Ζωή να δεις ∙ άλλη τύχη μη φθονήσεις,

Πάντα παιδί, περίεργο ακόμη και στο μαρτύριο,

για την προσωπική σου μοίρα αδιαφόρησε,

αυτό σημαίνει ευτυχής, αυτό και αγιασμένος!»