Ο Διονύσης και η Νατάσα δεν ήταν ούτε πέντε ώρες παντρεμένοι όταν έγινε το κακό. Κι όπως καμιά φορά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η στραβή μέρα είχε φανεί απο το πρωί.
Απο τις έξη και τέταρτο, για την ακρίβεια. Όταν η Νατάσα γύρισε σπίτι απο το πάρτι με τις φίλες της, υποβασταζόμενη απο τις δύο – εξ ίσου παραπατούσες – παρανύμφους. Ο Διονύσης τις άκουσε να παλεύουν με την κλειδαριά κι έτρεξε να ανοίξει (απότομα) την πόρτα, με αποτέλεσμα να σωριαστούν και οι τρείς στο χαλί και να βυθιστούν σε μεθυσμένο κώμα, η μία πάνω στην άλλη.
Ο Διονύσης ήταν πολύ αγουροξυπνημένος για να συνειδητοποιήσει τον συμβολισμό της εικόνας και συγκεντρώθηκε στα πρακτικά. Προσπάθησε να τις ξυπνήσει ή έστω να τις σπρώξει απο τη μέση του σαλονιού αλλά απέτυχε και στα δύο. Κι όταν επιχείρησε να σηκώσει τη Νατάσα για να την πάει στο κρεβάτι τους, λίγο έλειψε να σωριαστεί κι αυτός στο πάτωμα, παρέα με τους μεθυσμένους βράχους. Τις σκέπασε με τα ριχτάρια των καναπέδων, έβαλε μαξιλάρια κάτω απο τα κεφάλια τους και ξαναγύρισε στο κρεβάτι αποφεύγοντας να σκεφτεί ότι σε λίγες ώρες παντρευόταν το ένα απο τα πτώματα του σαλονιού.
Η Νατάσα ξύπνησε τρείς ώρες αργότερα, μισοπλακωμένη απο την Έλενα, που ροχάλιζε δυνατά, ενώ η Κάτια, που είχε καταφέρει να τυλιχτεί με όλα τα σκεπάσματα, μούγκριζε υπόκωφα. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ότι δεν γινόταν να παντρευτεί σε αυτή την κατάσταση, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σταθεί στα πόδια της, να καθαρίσει το κεφάλι της και να γίνει ομορφότερη απο κάθε άλλη μέρα της ζωής της, καμία απολύτως. Επίσης, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να παντρευτεί το κάθαρμα που την άφησε να κοιμάται στο πάτωμα τέτοια μέρα, λες και δεν ήξερε σε τι κατάσταση θα γύριζε μετά απο τέτοιο πάρτι, το καθίκι. Ανασηκώθηκε κακήν-κακώς, έχωσε απο μιά γερή κλωτσιά στα κορίτσια – που δεν πήραν χαμπάρι – και σύρθηκε ως την κουζίνα. Όλα ήταν χάλια αλλά το στομάχι ήταν το χειρότερο κι ευτυχώς που το καθίκι δεν εξαφάνισε όλο το κέϊκ της μάνας του τη νύχτα. Έφαγε δύο κομμάτια στο πόδι, με τα ψίχουλα να πέφτουν πάνω στις τσαλακωμένες (κατεστραμένες) παγιέτες της (πανάκριβης) μπλούζας της κι ύστερα έβαλε την καφετιέρα να φτιάξει καφέ και κλείστηκε στο μπάνιο.
Τον Διονύση τον ξύπνησε το τηλέφωνο αλλά δεν το σήκωσε. Κουκουλώθηκε με το πάπλωμα κι εκεί που ήταν έτοιμος να τον ξαναπάρει ο ύπνος, η Νατάσα άνοιξε την πόρτα με θόρυβο και μπούκαρε στο δωμάτιο σαν εφιάλτης. Με το κεφάλι τυλιγμένο σε πλαστικό, το πρόσωπο πασαλειμένο με πράσινη γλίτσα και τα μάτια της κατακόκκινα.
«Σήκω, τώρα!» του είπε. «Ώρα να κοιμηθούν οι πρωϊνοί…»
«Μην ανησυχείς» της είπε. «Δεν κοιμάμαι με ζόμπι…»
Η Νατάσα του έδειξε την πόρτα και ο Διονύσης πήρε το φούτερ και τη φόρμα του και πήγε να πλυθεί στο WC. Το τηλέφωνο ξανάρχισε να χτυπάει απο μέσα και ο Διονύσης σκέφτηκε τη μάνα του, πιθανότατα μπροστά στον καθρέφτη του κομμωτηρίου, να φαντάζεται τα χειρότερα, τα οποία βεβαίως και είχε προβλέψει, διότι ποιός άντρας που θέλει να έχει το κεφάλι του ήσυχο παντρεύεται μιά γυναίκα σαν τη Νατάσα; Δεν φτάνει που ζει μαζί της πέντε χρόνια τώρα; Είναι ανάγκη να την παντρευτεί κι απο πάνω; Η πόρτα του WC άνοιξε ξαφνικά και η Έλενα τον είδε και κοκκάλωσε για μισό δευτερόλεπτο. Ύστερα έκλεισε την πόρτα φωνάζοντας «σόρι, σόρι» και ο Διονύσης θυμήθηκε ότι δεν ήταν μόνος του με μία τρελλή στο σπίτι. Ήταν μόνος του με τρεις τρελλές.
Η Έλενα και η Κάτια έπιναν καφέ στον καναπέ, τσαλακωμένες, αχτένιστες και μουτζουρωμένες. Το καλσόν της Έλενας ήταν τρύπιο σε 32 σημεία και το γιαλιστερό φόρεμα της Κάτιας είχε έναν μεγάλο λεκέ στην κοιλιά. Παρά τα χάλια τους, τον κοίταζαν και οι δύο με μισό μάτι.
«Πώς είσαι έτσι, ρε γαμπρέ;» είπε η Κάτια κι άρχισε αμέσως να βήχει.
«Ενώ εσείς είστε χαρά θεού…»
«Εμείς θα κάνουμε τα μπωτέ μας και θα γίνουμε μουνάρες, μην ανησυχείς. Εσύ τι θα κάνεις;»
«Εγώ θα σας στείλω σπίτια σας και θα την ξαναπέσω για ύπνο…»
Το τηλέφωνο ξανάρχισε να χτυπάει και ο Διονύσης αποφάσισε να δει τουλάχιστον ποιός ήταν. Η μάνα του απο το κινητό, φυσικά. Δεν το σήκωσε και πήγε στην κουζίνα να βάλει καφέ αλλά η καφετιέρα ήταν άδεια και πριν προλάβει να βρίσει τις τρελλές, άρχισε να βαράει το κινητό του. Απο την κρεβατοκάμαρα. Κι είχε φτάσει στη μέση του διαδρόμου όταν η Νατάσα άνοιξε την πόρτα, πέταξε το iphone στο πάτωμα και ξανακλείστηκε στο δωμάτιο με θόρυβο.
Το κινητό μαύρισε και ο Διονύσης έμεινε να το κοιτάζει με θλίψη. Αν πίστευε στους οιωνούς τώρα θα μάζευε τα πράγματά του και θα εξαφανιζόταν στο άγνωστο χωρίς iphone – αλλά η ώρα κόντευε έντεκα κι αν ήθελε να είναι ζωντανός στον γάμο του, έπρεπε να λάβει άμεσα μέτρα.