Σεπτέμβριος 1967. Πόστερ στην Κοπεγχάγη προειδοποιεί τους τουρίστες για την Ελλάδα του Παπαδόπουλου. Ενας ο εχθρός τότε. Ενώ τώρα... | Photo by Myrhoj/Getty Images/Ideal Images
Απόψεις

Η πολυτέλεια της δικτατορίας

Ηταν τα χρόνια εκείνα που ο εχθρός ήταν ένας, ευδιάκριτος. Η δικτατορία, οι πραξικοπηματίες. Τώρα ποιος είναι ο εχθρός; Πόσοι; Πώς να καταφέρεις ευθύβολη μπουνιά σε διαρκώς εναλλασσόμενους στόχους;
Ρέα Βιτάλη

Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Στην καθημερινότητά μας τραγουδούσαμε ποιητές. Ελύτη, Σεφέρη. Βουρκώναμε με τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι και τους στίχους της Σαπφούς. Τσουγκρίζαμε ποτήρια με Βάρναλη. Βιβλία άλλαζαν χέρια. Στους ρεαλιστές καταχωρούσαμε τον Μπακούνιν. Ξετρυπώναμε συγγραφείς. Ο,τι ανθίσταται ανθίζει… Ετσι το μετάφρασα στα χρόνια. Οχι ότι το καταλάβαινα τότε.

Γεννηθείσα το 1961. Αλλά θυμάμαι εκείνα τα κυριακάτικα τραπέζια. Υπήρχε μια εμμονή με τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια εκείνα τα χρόνια. Αρνάκι με πατάτες στον φούρνο, ρολό με αβγό ως έκπληξη στο κέντρο της ζύμης, κασέρι χοντροκομμένο, άντε και ρώσικη σαλάτα… Μεγάλη εξτραβαγκάντζα! Κι έλεγαν, κι έλεγαν και στα ξαφνικά ξεκίναγαν το τραγούδι. Μα πόσο εύκολα ξεκίναγαν το τραγούδι! Και μπερδεύονταν οι εποχές και τα ρεύματα. Και συνταιριάζονταν «Ο πιο καλός ο μαθητής» του Ζαμπέτα με κανένα παλιομοδίτικο βαλσάκι, «Αστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα» και με «Όοοο οοοο όμορφη Θεσσαλονίκη» και κανένα σουξέ της εποχής, «Κυρά Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;». Και δόστου γέλια και οχλαγωγία. Και κάπου εκεί οι γυναίκες μάζευαν πιάτα κι έφερναν γλυκό μωσαϊκό και φρούτα. Και πασπάλιζαν κανέλα και ζάχαρη στα πορτοκάλια.

Σε εκείνο λοιπόν το σημείο… Καθώς σήμαινε το τέλος της Κυριακής και ξέσερνε μελαγχολία, ξεπετιόνταν «τα απαγορευμένα». Σιγά σιγά λες για να ξεθαρρέψει ο ένας απ’ τον άλλον «Πάνω στην άαάμμο την ξανθή γράψαμε τ΄όνομά της….» Σουτ! Θα μας ακούσει κανείς. Εκλειναν με μιας τα παράθυρα. Σχεδόν αντανακλαστικά. «Χεστήκαμε» απαντούσε η ρετσίνα με ένα κομμάτι μήλου μέσα. «Για μπελάδες ψάχνεις; Θες να βρεθούμε σε καμιά Ασφάλεια; Ταξιδάκι στη Μακρόνησο;». Επενέβαιναν οι γυναίκες. Μα εγώ επέμενα! Τόσο που το «απαγορευμένα» γαργάλαγε το παιδικό μυαλό μου. «Πείτε, πείτε τα απαγορευμένα». «Σιωπή! Δεν ξέρεις εσύ. Είσαι μικρή ακόμα. Χούντα έχουμε», «Τι είναι χούντα;». Δικτατορία είχαμε. Ενας ο εχθρός. Στόχος συγκεκριμένος! Αντε δύο. Ενας για κάθε κόσμο. Χωρισμένος στα δύο ο κόσμος. Ενα το Τείχος του Βερολίνου. Οι μέσα να λογαριάζουν εχθρούς τούς απέξω και οι απέξω να λογαριάζουν εχθρούς τούς από μέσα. Μοιρασμένα πράγματα. Κι όταν μετά από χρόνια έπεσε το Τείχος… Εγώ, ως πολλάκις ονειροπαρμένη, φαντάστηκα ότι ο κόσμος πάλι θα χωριστεί στα δύο. Σε αυτούς που μετράνε το πνεύμα ως βασιλιά και στους άλλους που θα λογαριάζουν το χρήμα. Και θα είχε ενδιαφέρον η συμβίωση.

Και φτάσαμε στο σήμερα. Πού κατατάσσεις τις μέρες μας; Ποιος ο εχθρός μας; Σε ποια ομάδα να μπεις, να δώσεις δυνάμεις. Πώς έπεσε τέτοια βουβαμάρα στον πνευματικό κόσμο; Και πόσο αστείο ακούγεται: «πνευματικός κόσμος»! Σε πόσα κομμάτια διαμερισματοποιήθηκε η αντίσταση για να μη μείνει ούτε μια στάλα δυνατότητας; Γέμισε ο τόπος εχθρούς. Είναι η Μέρκελ; O Σόιμπλε; Η τρόικα; Τι βολικοί εχθροί, Θεέ μου! Η Κίνα. Η Βόρεια Κορέα; Η Αμερική του Τραμπ; Οι Τούρκοι; Οι μουσουλμάνοι; Οι άτακτες και ύποπτες μετακινήσεις πληθυσμών; Οι πεινασμένοι «ντόπιοι» για εξουσία που δεν χόρτασαν ποτέ; Ο νεποτισμός όχι μόνο των πολιτικών; Το χρήμα; Η καταναλωτική κοινωνία; Tο παρελθόν μας; Ή, το παρόν; Οι συνδικαλιστές; Oι εργατοπατέρες; Οι κυνόδοντες; Η νοοτροπία «ελληνική οικογένεια»; Η «Ελληνίδα μάννα» ως πολιτική αναζήτηση εις αεί «φωλιάς»; Η «σοφή» ψήφος του λαού που πάντα τη μετράμε σοφή; Οι φθηνοί. Οι ακριβοί. Η γενιά του Πολυτεχνείου. Το ΠΑΣΟΚ ως δοξασία του λαϊκισμού και επιβράβευσης του κακού μας εαυτού; Η ΝΔ που ακολούθησε τα βήματα του ΠΑΣΟΚ και ο «μουγκός» που θεωρούμε «παράγοντα» καθώς πληρώνεται για να μας κρατάει μούτρα; O ΣΥΡΙΖΑ; Που τίναξε την μπάνγκα του λαϊκισμού και του ψεύδους στον αέρα και μας παίζει σαν μαριονέτες κουκλοθέατρου; Οι ευκολίες μας; Ιδίως αυτές; Ο κακός εαυτός μας που τον ενθάρρυναν για τη δική τους βολή; Η Χρυσή Αυγή; Αυτά που έρχονται;

Ατέρμονο αμπεμπαμπλόμ με τους εχθρούς. Eσύ! Εγώ; Αποκλείεται. Αυτός! Φράκαρε το μυαλό να λογαριάζει. Αυτοί που φαίνονται, αυτοί που κρύβονται, οι ύπουλοι αενάως απόντες-παρόντες, αυτοί που υποψιάζομαι. Με πνίγουν οι υποψίες. Ποιος είναι ο εχθρός; Πόσοι; Πώς να καταφέρω ευθύβολη μπουνιά σε διαρκώς εναλλασσόμενους στόχους;

Στιγμές στιγμές, φοβισμένη συνειδητοποιώ την «πολυτέλεια» που έδινε η δικτατορία. Ενας ο εχθρός, ευδιάκριτος. Κάποτε τραγουδούσαμε Ρίτσο «Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περσότερα»… Αυτό μου λείπει. Αν βιαστικά με λογαριάσεις ότι, ανυποψίαστη, νοσταλγώ δικτατορίες θα ‘σαι μεγάλος βλάκας. Απλώς απόκαμα να καταμετρώ εχθρούς. Εχασα το νούμερο. Τρόμαξα για καθέναν που προσθέτω. Ταλαιπωρημένη η ψυχή θυμήθηκε εκείνον τον ξεκάθαρο εχθρό. Τον έναν Εφιάλτη. Ενα άγαλμα να αποκαθηλώσω, ένα τείχος να γκρεμίσω. Να το δείχνουμε! Να συνεννοούμαστε τη μάχη. Το να συνεννοούμαστε τη μάχη νοστάλγησα. Και παράλληλα κάτι να ανθίσταται και να ανθίζει. Για στάσου! Να ανθίσταται και να ανθίζει… Μήπως να κυλιστώ στον έρωτα γιατρέ μου;