Protagon A περίοδος

Ένας πνευματικός άνθρωπος

Έγινε δάσκαλος γιατί του άρεσαν οι αριθμοί, η ιστορία και η καταγωγή των λέξεων. Και όταν ανέβηκε με τον διορισμό του, χειμώνα μήνα, στο πρώτο χωριό, οι λάσπες είχαν κόψει τον δρόμο.

Νίκη Κόλλια

Όταν πέρασε από πάνω της και τη σκότωσε το ξένο στρατιωτικό φορτηγό, εκείνη κατέβαινε στο παζάρι για να τον πάρει απ’ τη Νίνα. Τριών χρονών το παιδάκι της, στενό το δωμάτιο και εκείνο ήθελε τόσο με κάποιον να παίζει. Τον πατέρα του τον είχε χάσει ήδη στον πόλεμο και ο θείος στο Συρράκο ήταν χωρίς παιδιά· σίγουρα το ορφανό θα έβρισκε μαζί του μια καλύτερη τύχη.

Το μέσα πρεβάζι στο παράθυρο του χειμωνιάτικου το έφτιαξε το πρώτο του γραφείο. Στ’ αριστερά έβαλε τα σχολικά του, απ’ το ψηλότερο στο πιο μικρό και τη δεξιά πλευρά τη γέμισε με τ’ ακαταλαβίστικα βιβλία του παλιού και του νέου του πατέρα. Και εκεί που έγραφε και ακουμπούσε τον αγκώνα, έστρωσε το μαντήλι της πρώτης του μάνας, για ζεστασιά κι ας τη θυμόταν πια από τη φωτογραφία.

Για το γυμνάσιο κατέβηκε στην Άγναντα και στο δωματιάκι της Κούλας, μαζί με δυο άλλα μακρινά του ξαδέρφια, κοιμόντουσαν με τη σειρά δίπλα στο τζάκι, μαγείρευαν κάθε τρίτη ή τέταρτη μέρα και με την ίδια πάντα σειρά έκαναν τις δουλειές τους. Και κάθε δεύτερη Παρασκευή γυρνούσαν σπίτι κι άμα δεν φυσούσε, το χιόνι δεν ήταν πρόβλημα γιατί έπεφτε κάθετα και έτσι δεν έτσουζε τα μάτια.

Έγινε δάσκαλος γιατί του άρεσαν οι αριθμοί, η ιστορία και η καταγωγή των λέξεων. Και όταν ανέβηκε με τον διορισμό του, χειμώνα μήνα, στο πρώτο χωριό, οι λάσπες είχαν κόψει τον δρόμο και έτσι ξεκίνησε, μαθημένος πια, να κατεβαίνει με τα πόδια το βουνό. Έφτασε μεσημέρι. Στο πλατύσκαλο του σχολείου έβγαλε με δυσκολία τα μουσκεμένα του παπούτσια, έκανε τον σταυρό του μάλλον από λαχτάρα και μπήκε με το δεξί. Δεν είχε κανέναν να του γράψει για αυτή την πρώτη μέρα.

Απ’ τις πέτρες της σκεπής το υγρό χιόνι έπεφτε ρυθμικά και στο ξύλινο πάτωμα λίμνες-λίμνες γλιστρούσε η υγρασία. Κοίταξε μπρος του. Σαράντα παιδιά, καθισμένα άλλα σε πέντε, έξι θρανία και άλλα σταυροπόδι δίπλα στις χειμωνιάτικες λιμνίτσες, ακίνητα και τρομοκρατημένα, άλλα με χαλασμένα παπούτσια και κάποια χωρίς, τα πιο πολλά δίχως πανωφόρια και με πένθος στα μπράτσα, κοιτούσαν σιωπηλά τον νέο τους δάσκαλο.

Τους έμαθε να πιάνουν απ’ την αρχή το μολύβι, κάθε μέρα και περισσότερη ώρα, πρώτα για να γράφουν το δικό τους όνομα σωστά και ύστερα ένα-ένα τα ονόματα του πατέρα, της μάνας, των αδερφών τους, ζωντανών και νεκρών. Με τον γιατρό παρήγγειλε τετράδια και χάρτες και με τα φύλλα, τις πέτρες και τα μικρά ξυλαράκια από τους κήπους, το ποτάμι και τα δέντρα άρχισε τις πράξεις.

Την πρώτη άνοιξη τα μεγαλύτερα παιδιά ανεβοκατέβαιναν ανακατεμένα την προπαίδεια και την επόμενη χρονιά έπαιζαν τους εμπόρους με μπαρμπούνια και φύλλα ρίγανης. Και τα μικρότερα ήξεραν να μετρούν με το όνομά τους όλα τα λουλούδια και τα λαχανικά του σχολικού κήπου. Το θρόισμα των πλατάνων και ο ήχος των ελάτων έγιναν γράμματα, κεντρικές ιδέες παραγράφων και οι πρώτες ζωγραφιές με χρώματα και κάπου ανάμεσά τους νότες ξεπήδησαν και τραγουδήθηκαν. Στα παιχνίδια του μυαλού τα έμαθε πώς να διαλέγουν αρχηγό και η ομαδική ζωή καταγράφηκε και κατακτήθηκε τάξη-τάξη μέσα στα χρόνια.

Τους χειμώνες τους δίδαξε να επιβιώνουν στο κρύο και με τα βότανα να ενώνουν σα μικρή χημεία και να φτιάχνουν πρακτικές αλοιφές για τις φουσκάλες και τα άσχημα καψίματα.

Και τα πιο φτωχά, τα έβαλε σπίτι του, τους διάβασε πάλι και πάλι, πρώτα τον Κρυστάλλη και τα Ψηλά Βουνά, για να καθυποτάξουν με γνωστές λέξεις τους φόβους τους, για να διδαχθούν μέσα απ’ τη δημοκρατία των βουνών και τους γνώριμους ήχους τους τη σημασία της ζωής και της προσπάθειας. Συλλάβισε μαζί τους το νερό, τις στρογγυλεμένες κορφές και τις διαδρομές των πουλιών και μοιράστηκε το ψωμί του και ύστερα τους μίλησε για τη γεωγραφία των κάμπων, των μακρινών πολιτειών και των ελεύθερων ανθρώπων. Τους δίδαξε την ίση τιμή όλων των ανθρώπων.

Και έμεινε μαζί τους.

Γιατί αυτά τα παιδιά, τα παιδιά τους και ο ίδιος αγώνας για συνεχή πρόοδο, ήταν για εκείνον το νόημα της ευτυχίας.