Το αφιέρωμα του Protagon για τον Πίτερ Σέλερς (Το ταλέντο του Πίτερ Σέλερς συνεχίζει να λάμπει, 12.08.25) έκρυβε –για μένα τουλάχιστον– μια μεγάλη έκπληξη: το «Πάρτι», η καταπληκτική κωμωδία του Μπλέικ Εντουαρντς (του 1968) θεωρείται στις μέρες μας (με βάση τα κριτήρια της πολιτικής ορθότητας) ως αμφιλεγόμενο έργο! Να θυμίσω ότι στο έργο ο Πίτερ Σέλερς παίζει τον ρόλο ενός ινδού κομπάρσου (του Hrundi V. Bakshi) που κατά λάθος προσκαλείται σε ένα πάρτι της κινηματογραφικής ελίτ με διάφορους επωνύμους. Καθώς αυτός δεν ξέρει κανέναν εκεί, κινείται συνεχώς αμήχανα κάνοντας διάφορες γκάφες. Όμως στο τέλος (καθώς η ταινία βγήκε το 1968 και αντανακλά το πνεύμα της εποχής) εμφανίζονται τα παιδιά της οικογένειας που κάνει το πάρτι με τους φίλους τους και, ακολουθώντας τον Bakshi, αντιστρέφουν τελείως την κατάσταση φέρνοντας ακόμα και ένα ελεφαντάκι.
Γιατί λοιπόν να ενοχλεί με όρους πολιτικής ορθότητας αυτό το έργο, αφού όχι μόνο δεν γελοιοποιείται η εθνική προέλευση του ινδού κομπάρσου (όλα τα προβλήματα πηγάζουν από το ότι είναι ένας ανώνυμος μεταξύ επωνύμων, άρα μπαίνουν καθαρά κοινωνικά και όχι φυλετικά κριτήρια) αλλά στο τέλος βγαίνει και θετικός πρωταγωνιστής;
Όπως εξηγεί στο αφιέρωμα του Protagon ο ινδός ηθοποιός, κωμικός και πρύτανης του πανεπιστημίου του Σάσεξ. Σαντζίβ Μπάσκαρ, το έργο κατηγορήθηκε για whitewashing –μια πρακτική επιλογής λευκών ηθοποιών για ρόλους έγχρωμων χαρακτήρων με τη χρήση μακιγιάζ (brownface)– επειδή, αν και λευκός, υποδύθηκε έναν Ινδό. Επιπλέον, για να πείσει στον ρόλο του χρησιμοποίησε στερεοτυπική προφορά και κινήσεις. Κι αυτό θεωρείται πλέον ως μη πολιτικά ορθή πρακτική επειδή, όπως μου έδειξε σχετικό ψάξιμο, ενισχύει στερεότυπα για τους Ινδούς (λόγω της αδεξιότητας και της αφέλειας που δείχνει ο ρόλος του Bakshi), στερεί ευκαιρίες από ινδούς ηθοποιούς που θα μπορούσαν να πάρουν τον ρόλο (αφού ρόλοι ινδών πρωταγωνιστών ήταν σπάνιοι τότε στο Χόλιγουντ) και το μακιγιάζ για να μιμηθεί κάποιος εθνοτικά χαρακτηριστικά θεωρείται σήμερα μη αποδεκτό.
Υπάρχει όμως και αντίλογος! Η αδεξιότητα του Bakshi στο έργο δεν έχει καμία σχέση με το ότι είναι Ινδός, αλλά προκύπτει από το απλούστατο γεγονός ότι δεν ξέρει κανένα στο πάρτι ούτε έχει κάποια σημαντική κοινωνική θέση (φανταστείτε πώς είναι μια τέτοια κατάσταση – να προσπαθείς να μιλήσεις με αγνώστους που όλοι έχουν τον κύκλο τους χωρίς να μπορείς να στηριχτείς καν σε κάποιο κοινωνικό ρόλο). Και πάλι όμως σταδιακά αλλάζει την κατάστασή του και γίνεται στο τέλος πρωταγωνιστής. Επίσης σε κανένα σημείο του έργου δεν εκφράζεται υποτίμηση για την ινδική κουλτούρα, ούτε ο ρόλος περιέχει κάποια στοιχεία αυτοϋποτίμησης, το αντίθετο μάλιστα.
Οσο για το ότι λευκός έπαιξε τον ρόλο Ινδού, να θυμίσουμε ότι το έργο ήταν κωμωδία και αποτέλεσε πρόκληση για τον Πίτερ Σέλερς, που θεωρούσε άλλωστε τον εαυτό του ως ένα είδος χαμαιλέοντα. Αλλωστε έχει παίξει με αντίστοιχη επιτυχία (ουσιαστικά μεταμφιεσμένος) το ρόλο ενός κινέζου κακού (Φου Μαν Τσου), όπου στο ίδιο έργο είχε και τον παράλληλο ρόλο του λευκού ντετέκτιβ που τον κυνηγάει, και στο «Murder by Death» (που παίχτηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο») τον ρόλο ενός ιάπωνα ντετέκτιβ με μακιγιάζ, προφανώς yellowface, και επιτηδευμένη προφορά. Από την άλλη πλευρά θεωρείται πολιτικά ορθό να παίζει τον ρόλο του βασιλιά Λιρ γυναίκα ηθοποιός και (ακόμη πιο ακραίο) να παίζει σε πρόσφατη σειρά το ρόλο της Αννας Μπολέιν (μίας από τις γυναίκες του Ερρίκου Η’) μαύρη ηθοποιός (γιατί, λέει, πρέπει να σπάνε τα στερεότυπα – μόνο της δυτικής κουλτούρας βέβαια!).
Αντιπαρέρχομαι τα περί στέρησης ευκαιριών, καθώς έτσι φαλκιδεύεται το δικαίωμα του δημιουργού (εδώ του σκηνοθέτη) να φτιάξει το έργο του, όπως θέλει και απομένει ένα τελευταίο θέμα: τι είπαν Ινδοί για την ταινία.
Λοιπόν δεν είναι μόνο ο Σαντζίβ Μπάσκαρ, που, όπως βλέπουμε στο Protagon, λέει τα καλύτερα λόγια για την ταινία και δεν ένοιωσε καθόλου προσβεβλημένος, αλλά και ο διακεκριμένος ινδός σκηνοθέτης Satyajit Ray επρόκειτο να κρατήσει τον Σέλερς για ρόλο ινδού επιχειρηματία στην επερχόμενη ταινία του The Alien, λόγω της εντύπωσης που του είχε αφήσει στο The Party! Κι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το ότι η τότε πρωθυπουργός της Ινδίας Ιντίρα Γκάντι αγαπούσε ιδιαίτερα την ταινία και επαναλάμβανε συχνά τη χαρακτηριστική ατάκα του Hrundi:
«In India we don’t think who we are, we know who we are!»!
(«Στην Ινδία δεν σκεφτόμαστε ποιοι είμαστε, ξέρουμε ποιοι είμαστε»)
Δύο διαφημίσεις που έδειξαν υποχώρηση της wokeness
Το ότι σήμερα το «Πάρτι» θεωρείται αμφιλεγόμενη ταινία, παρά τον παραπάνω αντίλογο μας υπενθυμίζει πως η ύπαρξη λογικών αντεπιχειρημάτων, όσο ισχυρά και αν είναι αυτά, δεν επαρκεί για να εμποδίσει την επικράτηση στις κοινωνίες τάσεων, συμπεριφορών και ρυθμιστικών πλαισίων, αφού μπορεί αυτά (τα αντεπιχειρήματα) να υποτιμηθούν ή να αγνοηθούν τελείως. Μόνο με την πάροδο του χρόνου, όταν αρχίσουν και συσσωρεύονται αρνητικά αποτελέσματα, αναγνωρίζει η πλειοψηφία την ισχύ των αντεπιχειρημάτων και τότε οι προηγουμένως πανίσχυρες κανονιστικές αρχές χάνουν τη δύναμή τους. Έτσι λοιπόν, παρά τις διάφορες αντιδράσεις, η πολιτική ορθότητα κατέκτησε σταδιακά ηγεμονική θέση στις περισσότερες δυτικές χώρες και μέσα στο γενικότερο αυτό πλαίσιο η τάση να σπάνε τα παλιά στερεότυπα (μόνο των δυτικών κοινωνιών) έγινε κυρίαρχη, από τις παραγωγές στο χώρο του πολιτισμού και της διαφήμισης μέχρι τις επιλογές προσωπικού στις μεγάλες εταιρείες.
Ομως δύο διαφημίσεις με αντίθετη στάση ως προς τα στερεότυπα έδειξαν πως κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει: η διαφήμιση της αμερικανικής μάρκας τζιν, American Eagle, με την ηθοποιό Σίντνεϊ Σουίνι (βλ. Protagon 09.08.25, Σίντνεϊ Σουίνι: η ανερχόμενη σταρ του Χόλιγουντ που άναψε φωτιές και η διαφήμιση της Jaguar (βλ. Protagon, 04.08,25, «Ροζ Μπάρμπι» η Jaguar;)
Η διαφήμιση με τα τζιν της Σίντνεϊ Σουίνι
Η πρώτη διαφήμιση, όχι μόνο χρησιμοποίησε κλασικά στερεότυπα αλλά με το σλόγκαν «η Sydney Sweeney έχει υπέροχα τζιν» (great jeans) έκανε λογοπαίγνιο, καθώς η αγγλική λέξη genes (γονίδια) προφέρεται σχεδόν το ίδιο με τη λέξη jeans (τζιν). Η διαφήμιση δέχθηκε πολλές επικρίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τόσο για το λογοπαίγνιο (που θεωρήθηκε ως υποστήριξη της ευγονικής και κάποιοι το πήγαν μέχρι τους Ναζί) όσο και από το πώς παρουσιάζεται η ίδια η ηθοποιός (λευκή γυναίκα με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια που έχει τέλεια γονίδια, άρα υπονοείται η ανωτερότητα των λευκών γονιδίων, παράλληλα με υπερβολικό σεξαπίλ που βλάπτει τον φεμινισμό και αποκλείει ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής, χρώματος δέρματος ή σωματότυπου). Η κριτική κατέληγε: Μποϊκοτάρετε την American Eagle.
Μόνο που τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Τα προηγούμενα χρόνια εταιρείες όπως η Volkswagen και η H&M απέσυραν αντίστοιχες διαφημίσεις μετά από κατηγορίες ρατσισμού. Τώρα όμως η American Eagle υπερασπίστηκε τη διαφημιστική της καμπάνια: «Η καμπάνια με τίτλο “Sydney Sweeney Has Great Jeans” είχε πάντα στο επίκεντρο μόνο τα τζιν», έγραψε η εταιρεία στο Instagram.
«Τα τζιν της. Η ιστορία της. Θα συνεχίσουμε να γιορτάζουμε τον τρόπο που ο καθένας φοράει τα AE τζιν του με αυτοπεποίθηση και με τον δικό του τρόπο. Υπέροχα τζιν ταιριάζουν σε όλους».
Παράλληλα γράφθηκαν και υποστηρικτικά σχόλια, κατηγορώντας τους επικριτές ότι υπερβάλλουν βλέποντας παντού προσβολές. Σε ένα χαρακτηριστικό σχόλιο κάτω από την ανάρτηση της American Eagle διαβάζουμε: «Μου λείπουν οι εποχές που οι άνθρωποι δεν προσβάλλονταν από το καθετί». Το (μη αναμενόμενο πριν λίγα μόλις χρόνια) κύμα υποστήριξης ενισχύθηκε πολιτικά (όπως ήταν φυσικό) από τους ρεπουμπλικάνους. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς θεώρησε ότι η αρνητική κριτική στη διαφήμιση εντάσσεται στον πολιτιστικό πόλεμο σχολιάζοντας πως «ένα μεγάλο κομμάτι των Δημοκρατικών είναι στραμμένο ενάντια στον αμερικανικό τρόπο ζωής. Οπότε, όταν εμφανίζεται ένα όμορφο κορίτσι σε μια διαφήμιση για τζιν, δεν μπορούν παρά να εξοργιστούν». Μάλιστα πρόσθεσε ειρωνικά: «Η πολιτική μου συμβουλή προς τους Δημοκρατικούς είναι: συνεχίστε να λέτε σε όσους βρίσκουν την Sydney Sweeney ελκυστική ότι είναι ναζί».
Στην ίδια λογική ο επικεφαλής επικοινωνίας του Ντόναλντ Τραμπ, Steven Cheung, έγραψε στο X: «Η κουλτούρα της ακύρωσης έχει ξεφύγει τελείως». Το «παράλογο αυτό σκεπτικό», πρόσθεσε, «συνέβαλε σημαντικά στα αποτελέσματα των εκλογών του 2024», εννοώντας τη νίκη του Τραμπ. «Οι Αμερικανοί έχουν βαρεθεί αυτές τις ανοησίες». Αντίστοιχη και η ειρωνεία στο Χ του γερουσιαστή του Τέξας, Τεντ Κρουζ, «Ουάου. Τώρα η τρελή Αριστερά τα βάζει και με τις όμορφες γυναίκες». «Σίγουρα αυτό θα πάει καλά στις δημοσκοπήσεις».
Και πράγματι οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωσαν αυτή την υποχώρηση της wokeness. Η συλλογή των τζιν εξαντλήθηκε γρήγορα και η μετοχή της ΑΕ ανέβηκε κατά 10%, πράγμα που δείχνει πως επενδυτές και πελάτες ενέκριναν τη στάση της εταιρείας. Παράλληλα, δημοσκόπηση για το Economist/YouGov poll έδειξε πως μόνο 12% των Αμερικανών βρήκαν τη διαφήμιση προσβλητική, ενώ 39% τη βρήκαν έξυπνη, με 8% να μην παίρνει θέση και το υπόλοιπο να απαντά ούτε έξυπνη, ούτε προσβλητική.
Και η διαφήμιση της Jaguar – η αποτυχία του woke rebrand
Σε αντίθετη κατεύθυνση, η Jaguar προχώρησε σε μία ανανέωση της ταυτότητάς της με μία διαφήμιση χωρίς το παραδοσιακό της έμβλημα «growler», παρουσιάζοντας ανδρόγυνα μοντέλα με εκκεντρικά ρούχα και κανένα αυτοκίνητο (βλ. αναλυτικά στο Protagon). Ως αποτέλεσμα οι παγκόσμιες πωλήσεις έπεσαν από 61.661 το 2022 στις 33.320 το 2024. Μάλιστα στην Ευρώπη, τον Απρίλιο του 2025, σημειώθηκε πτώση 97,5% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, οδηγώντας τον CEO Adrian Mardell.
Από το Woke στο «Go woke, go broke»
Μία τάση που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες είναι η σταδιακή υποχώρηση της επίδρασης της θρησκείας, δηλαδή του Χριστιανισμού, στον τρόπο ζωής, παράλληλα με την γενικότερη φιλελευθεροποίηση ως προς την ιδιωτική ζωή, όπου ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960 σημειώθηκαν τεράστιες αλλαγές. Τα συντηρητικά κόμματα, παρά τις αρχικές τους αντιστάσεις, παρακολούθησαν σε γενικές γραμμές αυτήν την τάση, με την Αριστερά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Ενώ η κλασική Αριστερά ήθελε να αλλάξει τις υλικές (οικονομικές) συνθήκες, ένα μέρος της σύγχρονης Αριστεράς στοχεύει στην ηθική και τη σκέψη του ατόμου με άμεση επίδραση στην καθημερινή ζωή. Έτσι, αρχίζοντας από, σε μεγάλο βαθμό κοινά αποδεκτά, θέματα κοινωνικής ευαισθησίας (όχι στο ρατσισμό, προστασία των μειονοτήτων) πολλά ρεύματα υποστήριξαν θέσεις όπως όχι στο κρέας, ξεπέρασμα της «τοξικής αρρενωπότητας», επαναξιολόγηση ή ξαναγράψιμο της ιστορίας. Όλα αυτά οδήγησαν στην πολιτική ορθότητα (political correctness) σε συνδυασμό με την κουλτούρα της αφύπνισης (wokeness) και την κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture).
Το πράγμα έφθασε σε ακραία μορφή με χαρακτηριστικά παραδείγματα το γκρέμισμα αγαλμάτων διαφόρων ευεργετών σε πολλές πόλεις επειδή (σε μία εποχή γενικευμένης δουλείας) είχαν δούλους (!), το μποϊκοτάρισμα βιβλίων, με πρόσφατο παράδειγμα την επίθεση στον Σαίξπηρ (βλ. Protagon, Αννα Αθανασιάδου, Ο Σαίξπηρ στο καθαρτήριο), ή το ξαναγράψιμο της ιστορίας εμφανίζοντας την Ζαν ντ’ Αρλ ως τρανς.
Η τάση αυτή κυριάρχησε στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί αυτό που πολύ εύστοχα περιέγραψε ο ιστορικός Φραντς Φουνκ Μπρεντάνο (1862 – 1947): «προς χάριν αφηρημένων προβλημάτων και αμφισβητούμενων αρχών, προς χάριν λέξεων χωρίς κανένα νόημα, καταστρέφονται παλιές, χρήσιμες και ευεργετικές πραγματικότητες». Έτσι σήμερα φθάσαμε στο σημείο που περιγράφει ο Σοπενχάουερ, όπου «τα λάθη έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που καταρρέουν κάτω από το βάρος του παραλογισμού τους».
Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνεται από τη σταδιακή μεταστροφή του κοινού, που πλέον σε όλο και μεγαλύτερα ποσοστά απομακρύνεται από την πολιτική ορθότητα και τα συναφή, επιστρέφοντας σε παλιότερες απόψεις. Και αυτή η μεταστροφή δεν αφορά μόνο τους συντηρητικούς αλλά είναι ευρύτερη καθώς, όπως είδαμε και στις δύο διαφημίσεις, το κοινό επιζητεί την ισορροπία ανάμεσα στην παράδοση και την καινοτομία, όπου, χωρίς να αρνείται τη διαφορετικότητα, αναζητά ένα συνεκτικό πλαίσιο για αλλαγές, που πρέπει να συνυπολογίζουν τις παραδοσιακές αξίες και αναπαραστάσεις. Μάλιστα, όπως έδειξε και η περίπτωση της woke διαφήμισης της Jaguar, όταν παραμένεις μέσα στο σύννεφο της προηγούμενης πραγματικότητας (τότε που η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας ήταν παντοδύναμη) κινδυνεύεις να χρεοκοπήσεις (κάτι αδιανόητο μόλις τρία χρόνια πριν). Στα αγγλικά, υπάρχει πλέον και σχετική φράση: Go woke, go broke («Γίνε woke, χρεοκόπησε»).
