Protagon A περίοδος

Δεκαπενταύγουστος

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια μαγική γιορτή μέσα στο θερμό καλοκαιρινό τοπίο της Ελλάδας. Ο κόσμος φεύγει για τις τελευταίες διακοπές. Μια απόδραση, μαζική...

Νίκη Κόλλια

Δυο φορές ήρθα στην Κίμωλο για χάρη της. Τη δεύτερη με την αγωνία μήπως και δεν σαλπάρουμε εξαιτίας του αέρα.

Όταν κοιτάς απ’ την θάλασσα το νησί, πιστεύεις πως πρόκειται για νησί τσέπης. Στην Ψάθη, το μικρό λιμάνι, οι παλιές γυναίκες ακόμη ασπρίζουν τα ρούχα τους με κιμωλία και στο Χωριό κρεμασμένα τηγάνια και κατσαρόλες στέκονται πάνω από υπαίθριους νεροχύτες και βρύσες. Στην ανηφόρα σου βγαίνει λιγάκι η γλώσσα και κάπου στα μισά, αν σηκώσεις το κεφάλι για να πάρεις ανάσα, θα διακρίνεις ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο στον καλύτερο βράχο του νησιού, ακριβώς πριν την εκκλησία της Παναγίας με το γαλάζιο τρούλο. Παλιά ορθογώνια κατασκευή με ακριβή πέτρα επενδυμένο, το κτίριο στέκει και αγναντεύει ως πέρα την Πολύαιγο. Στην αρχή νομίζεις πως είναι σχολείο ή μουσείο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το Αφεντάκειο Κληροδότημα, δωρεά του Γεωργίου Οικονόμου Αφεντάκη, ζάμπλουτου ευεργέτη χωρίς παιδιά που με τη διαθήκη του στα τέλη του 18ου αιώνα άφησε όλη του την περιουσία με σκοπό να φτιαχτεί ένα άσυλο για να βοηθιούνται όσοι κάτοικοι είχαν στα αλήθεια ανάγκη: φτωχοί, ασθενείς, ορφανά, παππούδες και εγκαταλελειμμένοι ναυαγοί της Κιμώλου. Σήμερα λειτουργεί σαν γηροκομείο με 16 παππούδες και 8 ανθρώπους μόνιμο προσωπικό.

«Για να έχει μια σκεπή, λίγο φαϊ και ασφάλεια καθένας που ’πεσε σε ανάγκη» μου λέει η Ζαμπέτα και μου δείχνει το κάδρο του ευεργέτη με ευγνωμοσύνη. Όλη της τη ζωή έχει ζήσει η Ζαμπέτα σε τούτο το νησί. Και όσες φορές κατέβηκε στον Πειραιά ήταν για νοσοκομεία: χολή, σκωληκοειδίτιδα, εξετάσεις, μια παλιά μόλυνση. Τα ανίψια της, παιδιά από τους δυο αδερφούς της, την έτρεξαν στους γιατρούς, έγινε καλά, γύρισε πίσω. Ήταν πολύ μικρή όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο νησί. Ή μήπως ήταν οι Ιταλοί, δεν θυμάται πια. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. «Ευτυχώς» μου λέει και γελάει γλυκόπικρα, «οι γυναίκες, λένε, ασχημαίνουν μετά τη γέννα, ενώ εγώ κοίτα με έκτακτη είμαι ακόμη χρυσή μου». «Μια ζωή εγώ και η αδερφούλα μου. Αχώριστες οι δυο μας». Εκείνη έμαθε μοδίστρα, η Ζαμπέτα στα χωραφάκια τους, σκάλισμα, σπορά, κλάδεμα. Μετά αρρώστησε η αδερφή της, μεγάλωσε και αυτή για να τη σηκώνει και να τη βοηθά και έτσι ήρθαν στο ίδρυμα του Αφεντάκη. 16 χρόνια κλείνει φέτος εδώ μέσα. Έγινε πια το σπίτι της. Πριν τρία χρόνια έχασε την αδερφή της, και πιο πριν τους αδερφούς της, εκείνη θα κλείσει όλη την οικογένεια, έτσι λέει και κοιτά προς τη μεριά του σπιτιού της.

Πάνω απ’ το κρεβάτι της υπάρχει μια μικρή Παναγία, «από όλους τους Αγίους μονάχα αυτή εμπιστεύομαι και ας μην έκανα παιδιά η ίδια, η Παναγιά είναι η πιο ανθρώπινη αγία και καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας», μου λέει και σηκώνεται να με ξεναγήσει στον χώρο. Έχει δυο χρόνια να επισκεφθεί το πατρικό της, δεν την βοηθούν τα πόδια της και ο Άγιος Στέφανος είναι ψηλά και μακριά, πίσω απ’ το κάστρο. Ενθουσιασμένη με πιάνει αγκαζέ και με πάει βόλτα στα υπόλοιπα δωμάτια. Το κτίριο είναι ψηλοτάβανο και δροσερό, ακόμη και το μεσημέρι. Στο τελευταίο δωμάτιο ένας παππούς είναι κατάκοιτος. «Τούτο το παλικαράκι γίνηκε πολύ άρρωστο» μου λέει, του χαϊδεύει τα μαλλιά και σταυροκοπιέται έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Τον θυμάται από μικρούλη, στην πάνω γειτονιά καθότανε με τη μαμά του.

Στην τραπεζαρία δυο παππούδες βλέπουν τηλεόραση και απ’ την κουζίνα μυρίζει κιμάς μαγειρευτός στην κατσαρόλα. Βγαίνουμε στην βεράντα. «Ο καημένος ο Αφεντάκης θα αισθάνθηκε σίγουρα πόσο δύσκολα είναι τα γηρατειά και μας δώρισε τούτο το ίδρυμα. Σαν και μένα ο δόλιος, δεν είχε παιδιά να πει μια κουβέντα γονεϊκή, να τα χαρεί, να ξαποστάσει. Τι πλούσιοι, τι φτωχοί, για όλους δύσκολα είναι τα γεράματα. Για όλους εμάς που είμαστε στη ζωή μονάχοι». Την κοιτάω άφωνη σχεδόν. Είναι πανέξυπνη, οξυδερκής και κυρίως πολύ ευχάριστη και απολαυστική. Αυτό τον καιρό φτιάχνει τα δόντια της και την πονάνε πολύ, αλλά δεν χάνει το κέφι της.

Φεύγοντας με ξεπροβοδίζει αργά-αργά ως κάτω την εξώπορτα. Με φιλά, με αγκαλιάζει και με σταυρώνει. Για καλή τύχη στη ζωή και για όλα τα καλά της Παναγίας. Σα να ’μασταν συγγενείς. «Να μου στείλεις την φωτογραφία μας και να ξαναρθείς», της το υπόσχομαι καθώς στρίβω στην ανηφόρα, εκείνη κάθεται ακόμη στην εξώπορτα, με χαιρετάει και περιμένει να φύγω.

Σήμερα το φαγητό και το ψωμί των 16 αυτών ανθρώπων είναι δωρεά μιας οικογένειας για την ψυχή του πεθαμένου τους. Σχεδόν όλες τις γιορτές και τις Κυριακές τα τραπέζια στο γηροκομείο είναι δωρεές από κηδείες και μνημόσυνα. Οι κάτοικοι του νησιού βοηθούν όπως μπορούν τούτους τους παππούδες. Πέρα στο νεκροταφείο ακούγονται ψαλμωδίες, κάποιος πέθανε και όλο το Χωριό έχει κατέβει να τον χαιρετήσει.

Τα απογεύματα η Ζαμπέτα βγαίνει στη μεγάλη βεράντα και αγναντεύει τα χωράφια του Αφεντάκη, ως κάτω την θάλασσα. Πάνω στο Χωριό οι σκαλωσιές βγήκαν από την παλιά εκκλησία της Παναγιάς για να δείχνει όμορφη μες το γαλάζιο τρούλο της στη γιορτή της. Τα πλακόστρωτα ζωγραφίστηκαν με ψάρια, λουλούδια και έντομα, τα σπίτια ανοίγουν ένα-ένα και όλοι ετοιμάζονται για το Δεκαπενταύγουστο.

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μια μαγική γιορτή μέσα στο θερμό καλοκαιρινό τοπίο της Ελλάδας. Ο κόσμος φεύγει για τις τελευταίες διακοπές. Μια απόδραση, μαζική ή όχι, πάντα υπήρξε σπουδαία για την ελληνική επαρχία, «γιορτάζοντας την Κοίμηση της Παναγιάς, που πήγε να έβρει το παιδάκι της», όπως είπε και η Ζαμπέτα. Καιρός για τάματα. Καιρός θαυμάτων και αναγέννησης. Εγγόνια ξαναβλέπουν τους παππούδες τους, οικογένειες ξαναενώνονται σε μεσημεριανά τραπέζια, παλιοί συμμαθητές επιστρέφουν και ανταμώνουν, φίλοι τσουγκρίζουν ποτήρια και πίνουν στην υγειά τους, με την ευχή να ξαναβρεθούν το επόμενο καλοκαίρι. Στα σοκάκια της επαρχίας ακόμη μυρίζουν φαγητά, ψητά φούρνου, τηγανιτά ψάρια και πατάτες. Στα τραπέζια οι σαλάτες απλώνονται μαζί με τα τυριά και στο τέλος έρχεται δροσερό το καρπούζι.

Στο παλιό καφενείο στον πάνω φούρνο μας έφεραν λαδένια και κρύα λεμονάδα. Την ώρα του φαγητού, οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας κάθονται στο διπλανό τραπέζι, τρώνε ό,τι κι εμείς, γελούνε και πειράζονται. Τέτοια ώρα οι παππούδες θα έχουν τελειώσει το φαγητό τους και θα παίρνουν το μεσημεριανό τους ύπνο. Η Ζαμπέτα δεν κοιμάται τα μεσημέρια, παλιά συνήθεια που είχε από παιδί. Λίγο πριν το τέλος των Κυκλάδων σε ένα νησί τσέπης, απομονωμένη και ταυτόχρονα τόσο ζωντανή, μια κοινωνία τοσοδούλα, μικρή ασημένια και περήφανη, ακόμη κρατάει, ακόμη βοηθιέται, ακόμη πορεύεται. Το κείμενο αφιερώνεται σε μια παλιά αγαπημένη μου φίλη, την Ευτυχία Χαρατσή και τη μνήμη του Κιμωλιώτη πατέρα της Λευτέρη, που τις τελευταίες μέρες γυροφέρνουν στο μυαλό μου.