407
|

Απρίλης

Απρίλης

«Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα για πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου»*. Κλείνει κύκλους ο Απρίλης. Ένας γάτος έφυγε, για να επιστρέψει στο χώμα. Επάνω στο άψυχο κορμάκι του παπαρούνες και ανεμώνες. Μια προσευχή για τον Πανορμίτη από τη Σύμη που μου χάρισε τόση αγάπη, τόσες χαρές. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μια ζωή.

Ένα ταξίδι στην Πόλη. Μια τελευταία πρεμιέρα, το Κισμέτ, η ταινία που γύριζα τα τελευταία τέσσερα χρόνια ολοκλήρωσε το ταξίδι της, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Προβλήθηκε στη μεγάλη οθόνη, χειροκροτήθηκε από τον λαό εκείνο που γνωρίζει τις τουρκικές σαπουνόπερες καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Αγνόησαν ακόμη και τα προκλητικά συνθήματα που ακούγονταν από τα χείλη ακροδεξιών Ελλήνων, προκειμένου να θαυμάσουν τις ηθοποιούς που γίνονται ηρωίδες στα μάτια απλών γυναικών, που δεν έχουν τίποτε να περιμένουν και ελπίζουν. «Σκατά, σκατά στη μούρη του Κεμάλ», αναφωνούσαν μπροστά στα γραφεία του Antenna οι διαμαρτυρόμενοι Έλληνες. Κι εγώ συλλογίζομαι πως η ταινία δεν μου ανήκει πια. Ανήκει στον κόσμο, και εκείνος θα την κρίνει.

Βλέπω τηλεόραση μετά από ημέρες. Είπε όχι, λέει, ο Λαζόπουλος, είναι πολύ απασχολημένος για τα κοινά. «Μη κρίνεις τους υποψηφίους, μακάρι όλοι να κατέβαιναν στις εκλογές», μου λέει ένας φίλος, ίσως σοφός. Στο στόμα μου ακόμη η γεύση του κιουνεφέ από το Σεράι. Στα χέρια μου υπολείμματα από το κερί που άναψα στο Φανάρι την Μεγάλη Πέμπτη, ημέρα της αποκαθήλωσης. Ήταν πρωί και τουρίστες γελούσαν στο προαύλιο. Οι γυναίκες φορούσαν μαντίλες, ήταν Ρωσίδες. Ξανθιές καλλονές γονυπετείς μπροστά σου Παναγιά. Μας κρίνει άραγε ο Χριστός ανάλογα με τις επισκέψεις μας στην εκκλησία; Ή με το αν τηρούμε τα ήθη και τα έθιμα του Πάσχα; Ανάψαμε όλα τα καντήλια αυτό το Πάσχα. Με το Άγιο Φως, αυτό που εμπορεύονται με τόση σοφία οι χριστιανοί χρόνια τώρα. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι σύγχρονοι πολιτικοί μας. Τι γνωρίζουν άραγε για τη ζωή και την πίστη παραπάνω από ότι εμείς, οι κοινοί θνητοί; Τίποτε, δεν γνωρίζουν, τίποτε.

«Περάσανε τα χρόνια, φύλλα ή βότσαλα;» Ένας αγαπημένος άνθρωπος στην εντατική. Πού να τολμήσω να ελπίσω. Έχω άραγε το σθένος να το κάνω, την τόλμη, το δικαίωμα; Τα αφήνω όλα πάνω σου Χριστέ μου. Άλλωστε είναι δικές σου τούτες οι μέρες. Πού είναι όμως τα γλυκά τσουρέκια και τα κόκκινα αυγά; Πού είναι το σουβλιστό αρνί, με την ξεροψημένη πέτσα, πρώτη ορμούσα πάντοτε να την ξεσκίσω. Τούτες τις μέρες θα ήθελα να ήμουν παιδί. Με την άμμο στα δάχτυλα, να κλείνω τα δάχτυλα. Και να μην νιώθω την οδύνη.

*Από το ποίημα «Ηλικία της Γλαυκής Θύμησης», του Οδυσσέα Ελύτη.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News