«Μην ξεχνάτε να αφήνετε έξω από την πόρτα σας λίγο φαγητό και μπόλικο νερό για όλα τα αδέσποτα». Κλασική υπενθύμιση των φιλόζωων συμπολιτών μας κάθε χρόνο, προς όλους εμάς που δεν φύγαμε από την ερημωμένη μεγαλούπολη. Νομίζω ότι κάπως έχουν αλλάξει τα πράγματα. Όχι πως δεν έχουμε πλέον αδέσποτα, ούτε ότι έγινε πια συνήθεια στον καθένα το νερό και η τροφή έξω από την πόρτα του. Αλλά τώρα νομίζω πως πρέπει να νοιαζόμαστε εκτός από τα ζώα και για κάποιους ανθρώπους που και αυτοί μένουν πίσω αβοήθητοι όταν οι «επιτυχημένοι» καταφέρνουν να βρουν μια έστω ολιγοήμερη διέξοδο προς τη θάλασσα ή το βουνό.
Εδώ και χρόνια βέβαια, μου είχε κάνει εντύπωση το ότι κάποιοι κλασικοί «αναξιοπαθούντες» των τρένων και των δρόμων, τον Αύγουστο, τουλάχιστον, εξαφανίζονταν. Όμως υπάρχουν και οι γνήσιοι. Ναι, έχουμε αρκετούς αστέγους πλέον, που πραγματικά βρίσκονται πάντα εδώ, όλο τον χρόνο, άφραγκοι και ταλαίπωροι, υποφέροντας αυτές τις ημέρες και τη ζέστη της πόλης μας, χωρίς πόρους και βοήθεια.
Αποφάσισα κλείνοντας ένας χρόνος από το θάνατο της μητέρας μου να μην της κάνω μνημόσυνο σε εκκλησία. Είπα να μην δώσω ούτε ένα ευρώ σε σακουλάκια, κοράκια, κεράκια, παπάδες. Ειδικά σε αυτούς τους τελευταίους, που λες και έχουν κάνει κάποιο απίστευτα αποτελεσματικό εμβόλιο, το ΣΔΟΕ όχι δεν τους αγγίζει αλλά δεν τους βλέπει καν. Όχι να τους ελέγξει ή να δίνουν πού και πού κάποια απόδειξη. Όπως απαιτούμε να το κάνει πλέον και ο περιπτεράς για μια τσίχλα.
Έδωσα λοιπόν αντίστοιχο ποσόν σε δυο-τρεις ανθρώπους που τους βρίσκω στον δρόμο μου καθημερινά, ακόμη και μέσα σε αυτές τις φρικτά ζεστές ημέρες. Και θα θυμάμαι την μία από αυτές τις περιπτώσεις. Είναι εκεί στο σταθμό του ΗΣΑΠ στα Άνω Πατήσια μια γυναίκα. Χειμώνα- καλοκαίρι τη βλέπεις με τα ίδια μαύρα λερωμένα ρούχα, που ντύνουν ένα κάτισχνο κορμί, μαλλιά γκρίζα και ακατάστατα να στεφανώνουν ένα πρόσωπο καταταλαιπωρημένο, και από μακριά να ξεχωρίζουν κάτι βαθιές γραμμές, που το αγριεύουν. Κάθεται συνήθως σε ένα πεζουλάκι, κουβαριασμένη λες και θέλει να περάσει απαρατήρητη, δεν απλώνει ποτέ χέρι ζητιανιάς, με τις λιγοστές αλλά υπερ-πολύτιμες για τον κάθε άστεγο σακούλες της, μαζεμένη όσο μπορεί. Άπλωσα το χέρι μου κι εκείνη το δικό της. Έριξε γρήγορα σε ένα βρώμικο κυπελάκι από τα πολλά μιας σακούλας ό,τι της έδωσα. Αμφιβάλλω αν πρόσεξε καν το ποσό. Το απλωμένο χέρι μου πιο πολύ πρόσεξε. Το πρόσωπό της φωτίστηκε, κάτι σαν χαμόγελο, αλλάζοντας εντελώς για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τι γλυκιά όμως που θα πρέπει να ήταν κάποτε.
Μόνο αυτό ήθελα να έβλεπες, ρε μάνα, από όλη αυτή τη χρονιά, όλα τα άλλα που έκανα μια μπούρδα ήταν.