462
|

Ανδρέα, σ’ αγαπώ

Ανδρέα, σ’ αγαπώ

Σα να άκουσα μια περίεργη φωνή από το διπλανό σπίτι να λέει φωναχτά: «Ανδρέα, σ' αγαπώ». Το επανέλαβε ξανά και ξανά. Ήταν η φωνή ενός παπαγάλου. «Ανδρέα σ’ αγαπώ, Ανδρέα σ’ αγαπώ…» Και τότε μου είπαν την ιστορία.

Τον παπαγάλο τον αγοράσανε πριν από πολλά χρόνια στην Τρούμπα από έναν πλανόδιο. Το όνομά του Κοκό. Μάλιστα όταν τον πήρε ο Τάκης, το πουλί συλλάβισε μόνο του το όνομά του… «Κοκό, με λένε Κοκό». Βρομόστομα είχε ο παπαγάλος. Μαλάκα ανέβαζε τον έναν, μαλάκα κατέβαζε τον άλλον. Μια μέρα ήρθε η θεία του Τάκη στο σπίτι. «Πάμε για καφέ» της είπε ο παπαγάλος. «Πάμε» είπε εκείνη χαμογελαστή. «Άι γαμήσου» της απάντησε ο παπαγάλος κι εκείνη συνεσταλμένη και συναισθηματική έκλαιγε επί ώρες…

Μάταια προσπαθούσε να την παρηγορήσει ο Τάκης. Αλλά το χειρότερο δεν ήταν τούτο. Ο Τάκης και η γυναίκα του, η Λίνα, αγόρασαν τον Κοκό για έναν και μόνον λόγο. Το πλουμιστό του φτέρωμα ήταν γαλάζιο με λευκές λωρίδες. Όλα στο σπίτι ήταν γαλάζια. Το ζευγάρι, ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας από σκούφια, επέλεγε και την παλέτα της ζωής του στις αποχρώσεις του μπλε. Για αυτό και η φράση «Ανδρέα, σ’ αγαπώ», που την πρωτάκουσαν λίγο μετά την άφιξη του παπαγάλου στο σπίτι, τους ξένισε λιγάκι. «Λες, μωρέ, λες;», ρώτησε η Λίνα ξαφνιασμένη τον σύζυγο. Πήρε λοιπόν αυτός τον ιδιοκτήτη να ρωτήσει. «Μα ποιος είναι ο Ανδρέας τέλος πάντων», «είχε ιδιοκτήτη Ανδρέα το πουλί;» Και η αλήθεια φωτίστηκε. Δεν είχε Ανδρέα ιδιοκτήτη το πουλί αλλά Πασοκτζή! Και το είχε μάθει, εκτός από το να βρίζει τους γύρω του πατόκορφα, να λέει μια και μόνο φράση: «Ανδρέα, σ’ αγαπώ». 

Τι να κάνει τώρα πια ο Τάκης; Με το πουλί είχε δεθεί, κι άλλο τόσο το είχε αγαπήσει και η Λίνα. Γράψανε λοιπόν σε ένα κασετόφωνο μια άλλη φράση, «Μαλάκα, Ανδρέα», και την παίζανε ολημερίς κι ολονυχτίς για να την μάθει το πουλί και να ξεχάσει την άλλη. Μα ο παπαγάλος συνέχισε να επαναλαμβάνει το «Ανδρέα, σ’ αγαπώ». Περίγελος έγιναν ο Τάκης και η Λίνα στην παρέα τους. «Βρε, κακό κόρφο μέσα στο σπίτι σας βάλατε, δεν γλιτώνετε από τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ ό,τι και να κάνετε» επαναλάμβαναν και χασκογελούσαν.

Κουράστηκαν ο Τάκης και η Λίνα κι έπαψαν να προσπαθούν. Ένα πρωί εκεί που πίνανε καφέ, ακούνε το πουλί να χλιμιντρίζει σαν άλογο και έπειτα να προφέρει αργά και διστακτικά το «μ…». Έλαμψαν τα μάτια του Τάκη, η Λίνα τίναξε τη μαύρη χαίτη των μαλλιών της κι όρθωσε το στήθος της σχεδόν περήφανη για το έργο της. Είχε, σκέφτηκε, διδάξει στον παπαγάλο τη σωστή φράση. Μα, άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου.

«Μμμαλάκα, Τάκη», «μμαλάκα, Τάκη» αναθάρρησε ο παπαγάλος για να καταλήξει ύστερα από λίγο στην επίμαχη φράση: «Ανδρέα, σ’ αγαπώ, Ανδρέα, σ’ αγαπώ». Η Λίνα έσκυψε στεναχωρημένη το κεφάλι της και τάισε τον παπαγάλο κανναβούρι.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News