Ο Τσέβι Τσέις στα «Χριστούγεννα του τρελού θηριοτροφείου» (1989) | Warner Bros.
Απόψεις

Η καταναγκαστική ηδονή των εορτών

Ολοι το έχουμε υποστεί από τα παιδικά μας χρόνια και όλοι το έχουμε καλλιεργήσει και επιβάλει με τη σειρά μας, ως ενήλικες: στολισμοί, άγιοι βασίληδες, μελομακάρονα, δώρα, τραπεζώματα. Το κοκτέιλ των γιορτών θα το πιούμε και φέτος. Γιατί τι είναι οι γιορτές χωρίς τους καταναγκασμούς τους;
Κοσμάς Βίδος

Είναι κάτι «δύσκολοι» γείτονες που δεν σου λένε ποτέ «καλημέρα», και ας είναι τα μπαλκόνια σας αντικριστά. Δεν σου απευθύνουν το λόγο παρά για να κάνουν παρατήρηση όταν κατεβάζεις τα σκουπίδια, όταν βγάζεις τον σκύλο, όταν ενώ ποτίζεις πιτσιλάς το δρόμο. Αυτοί οι τύποι, που ζουν όλη τη χρονιά υιοθετώντας συμπεριφορές Σκρουτζ (του γρουσούζη ήρωα του Καρόλου Ντίκενς), όταν φτάσουν τα Χριστούγεννα στολίζουν τα μπαλκόνια τους περισσότερο από όλους τους άλλους. Παρατηρώ την υπερπαραγωγή που έχει στήσει ο Σκρουτζ της δικής μου γειτονιάς και απορώ: Πώς είναι δυνατόν άνθρωπος τόσο μονόχνοτος, αγενής και αντιπαθητικός να εορτάζει με τέτοιο ενθουσιασμό;

Δεν μπορεί να βγαίνει από την (ανήλιαγη) ψυχή του! Ολο αυτό, είμαι πεπεισμένος, είναι περισσότερο αποτέλεσμα της «καταναγκαστικής ηδονής των εορτών». Της ασθένειας που προσβάλλει πλήθος κόσμου εξωθώντας τον να εορτάσει μέχρι τελικής πτώσεως ακόμα και αν στο βάθος της ψυχής του δεν το θέλει. Είναι, η καταναγκαστική ηδονή των εορτών, κάτι που όλοι έχουμε υποστεί από τα παιδικά μας χρόνια αλλά και καλλιεργήσει και επιβάλει με τη σειρά μας, ως ενήλικες. Κάτι που συνεχίζουμε οικειοθελώς να υφιστάμεθα. Απειρα τα «βαριέμαι αφόρητα να στολίσω το σπίτι» που άκουσα κι εφέτος από φίλους και φίλες, οι οποίοι όμως μόλις τους δίνεις τη λύση («μην στολίσεις») σε κοιτάνε σαν να βλέπουν τον Αντίχριστο: «Ε, δεν γίνεται! Και πώς θα καταλάβουμε Χριστούγεννα;».

Δεν είναι, βεβαίως, ο στολισμός ο μοναδικός καταναγκασμός των Χριστουγέννων. Είναι και το θέμα των μελομακάρονων και των κουραμπιέδων, που μπορεί να διατίθενται στο εμπόριο αλλά «πρέπει να μυρίσει και το σπίτι». Κάθε χρόνο την πατάμε, ακόμα να βάλουμε μυαλό και να το παραδεχτούμε: Τα γλυκά εκδικούνται! Οσο πιο άκεφα τα φτιάχνουμε, τόσο πιο αποτυχημένα θα βγουν. Και σαν να μην φτάνουν τα μελομακάρονα-πέτρες και οι κουραμπιέδες-στόκος, έχουμε να μαζέψουμε και τη βομβαρδισμένη κουζίνα – τόσα άλματα έχει κάνει επιστήμη, αλεύρι και άχνη που να μην σκορπίζονται παντού δεν μπορεί να ανακαλύψει;

Είναι και ο καταναγκασμός των δώρων: Πρέπει να πάρουμε κάτι για όλους (και ας αποφασίσαμε ως παρέα πως λόγω κρίσης δεν θα κάνουμε δώρα), το οποίο κάτι πρέπει να είναι πολύ φτηνό αλλά, και να μην του φαίνεται η φτήνια, και να αρέσει οπωσδήποτε στον αποδέκτη του περισσότερο από όσο θα το άρεσε π.χ. το νέο Ipad. Ο οποίος αποδέκτης, πρέπει να δείξει τρελό ενθουσιασμό μπροστά στο απόλυτο τίποτα που του αγοράσαμε και το οποίο τον αφήνει στην πραγματικότητα τραγικά αδιάφορο, αλλά και να μας εκπλήξει με το δικό του τίποτα μπροστά στο οποίο πρέπει και εμείς με τη σειρά μας να πάθουμε οργασμό: «Αχ τι ωραίοοο! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Τι είναι;». Οχι, δεν είναι το νέο Ipad.

Είναι όμως, πάνω απ’ όλα, περίοδος εορτών, είπαμε. Και πρέπει να γιορτάσουμε: Σε οικογενειακά τραπέζια όπου θα συναντήσουμε όλους τους συγγενείς που την υπόλοιπη χρονιά επιμελώς αποφεύγαμε και όπου θα υποστούμε από φθονερές θείες και από άσπονδους εξαδέλφους τις πιο αδιάκριτες ερωτήσεις: «Εσύ ακόμα να παντρευτείς;», «Κανένα παιδάκι δεν θα κάνετε επιτέλους;», «Πόσο καιρό είσαι άνεργος;». Σε φιλόδοξες φιλικές μαζώξεις που θα καταλήξουν σε φιάσκο, με τους μισούς να παίζουν χαρτί χρησιμοποιώντας τους άλλους ως υπηρέτες («Μου πιάνεις μια μπύρα για να μην σηκώνομαι;», «Βρε αγάπη, κόψε κανένα φρούτο να τσιμπάμε όσο παίζουμε») και με τους υπόλοιπους να έχουμε βρει δεκάδες λόγους για να τσακωθούμε, από το ντύσιμο της Περιστέρας Μπαζιάνα ως εκείνο το εκτός σχεδίου οικόπεδο που κληρονομήσαμε εξ αδιαιρέτου και δεν μπορούμε να μοιράσουμε. Σε γιορτές για τα παιδιά, όπου θα πάθουμε φλεβίτη περιμένοντας άπειρες ώρες στη σειρά ώσπου να φτάσουμε στον Αγιο Βασίλειο με την κατσιασμένη, στραβοφορεμένη γενιάδα για την καθιερωμένη φωτογραφία –«βρε μαμά, ο Αγιος βρώμαγε τσιγαρίλα, ήταν σκέτη αηδία!» σχολίασε ο πεντάχρονος γιος φίλης, συνειδητοποιώντας πως «δεν υπάρχουν άγιοι σου λέω…».

Πάντα όμως θα υπάρχει ένας Αγιος Βασίλης με στραβοφορεμένη γενειάδα, για να φωτογραφηθεί μαζί μας. Η δική μου φωτογραφία, «Ενθύμιον των Χριστουγέννων 197…κάτι», κιτρίνισε. Οι αναμνήσεις από όλα αυτά τα Χριστούγεννα με την οικογένεια και με φίλους αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές, έχουν διατηρήσει τα ζωηρά χρώματά τους. Τις ανακαλώ με διάθεση σαρκαστική σήμερα. Σαρκασμός και νοσταλγία φτιάχνουν, ομολογουμένως, ένα περίεργο κοκτέιλ. Είναι το κοκτέιλ των γιορτών. Θα το πιούμε και φέτος. Οικειοθελώς; Από συνήθεια; Επειδή πρέπει; Επειδή μας αρέσει; Επειδή… αυτό είναι; Αυτό είναι!