Καλοκαίρι στη Σκανδιναβία. Κάποιος φανατικός του «greek summer» θα μπορούσε να το παρομοιάσει και με «παραμονή Χριστουγέννων στη σκοπιά» αλλά, εντάξει, αν το ελληνικό καλοκαίρι σημαίνει παγκρατιώτικο μπραντς με αυγά μπένεντικτ στα Κουφονήσια, ρεζερβέ τραπέζι για χωριάτικη με 12 ευρώ στην Μήλο και στριμωξίδι για μια αυγουστιάτικη βουτιά στην Αστυπάλαια, καλύτερα μια ζακετούλα όταν πέφτει ο ήλιος στην Κοπεγχάγη.
Δανία, λίγο Σουηδία και Νορβηγία λοιπόν. Με τρένα, λεωφορεία, φέρι, πάλι λεωφορεία, πατίνια και ποδήλατα. Περπάτημα σε κανονικά πεζοδρόμια, πλάι σε γεμάτους ποδηλατοδρόμους και δρόμους άδειους από αυτοκίνητα. Διαμονή κυρίως σε σπίτια φίλων που άφησαν την «υπέροχη Ελλάδα μας» και πήγαν στην ξενιτιά για σπουδές, δουλειά και κατά βάση για να ζήσουν ανθρώπινα. Μιλάς μαζί τους: αναπολούν μόνο το ελαιόλαδο, τον μεζέ με το τσίπουρο, τις κόκκινες ντομάτες, βασικά τους δικούς τους ανθρώπους και πότε πότε τον ήλιο. Αναπολούν, αλλά δεν γυρίζουν πίσω, ούτε για πλάκα.
Ενα ταξίδι και μερικές διαπιστώσεις μέσα από τέσσερις ιστορίες…
Πιτσαδόροι πυροσβέστες
Το Μπέργκεν βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της Νορβηγίας. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας μετά το Οσλο. Κάθε βράδυ της δεύτερης εβδομάδας του Αυγούστου η κουκλίστικη πόλη θύμιζε το Φαληράκι της Ρόδου. Ορδές πιτσιρικάδων με ελάχιστα ρούχα παρά την χαμηλή (για τα δικά μας δεδομένα) θερμοκρασία ξεχύνονταν στους δρόμους ψάχνοντας αλκοόλ όπως οι κυνηγοί χρυσού τις λίρες. Πριν προλάβω να βγάλω ένα βιαστικό συμπέρασμα, έμαθα ότι το φαινόμενο έχει εξήγηση: Πέσαμε πάνω στην εβδομάδα υποδοχής των νέων φοιτητών. Συνηθίζεται λοιπόν αυτές τις ημέρες του χρόνου οι νέοι να είναι έξω κάθε βράδυ και να το γιορτάζουν.
Η πανέμορφη πόλη, λοιπόν, τα βράδια του Αυγούστου άνοιγε τις αγκάλες της για να υποδεχτεί τα πρώτα μεθύσια των νορβηγών φοιτητών. Περπατώντας και χαζεύοντας τον γενικό χαμό σε μια κατά τ’ άλλα άρτια οργανωμένη πόλη, είδαμε από μακριά ένα πυροσβεστικό να στέκει με αναμμένο τον φάρο στη μέση της κεντρικής πλατείας. Φτάνοντας εκεί δεν πέσαμε πάνω σε μάνικες, αλλά σε τελάρα με φαγητό.
Χαμογελαστοί πυροσβέστες κρατούσαν καφάσια με πίτσες και οι νεαροί έκαναν ουρές για να προμηθευτούν ένα δωρεάν γεύμα. «Τι ακριβώς γίνεται;» ρώτησα έναν πυροσβέστη. «Είναι μια παράδοση που έχουμε: Δίνουμε δωρεάν φαγητό στους νέους για να μην επιστρέψουν νηστικοί στο σπίτι τους». Εντάξει, είμαι ακόμα στη Σκανδιναβία, σκέφτηκα, όχι στο Φαληράκι.
Κλειδωμένες μπύρες
Γρήγορα καταλαβαίνεις ότι η σχέση των ντόπιων (και κυρίως των νέων) με το αλκοόλ είναι εν πολλοίς προβληματική: η πώλησή του υπόκειται σε πολύ αυστηρούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, είναι αδύνατον να αγοράσεις αλκοόλ από μίνι μάρκετ στη Νορβηγία, ακόμα και μια μπύρα, αφού πέσει ο ήλιος. Ισως αυτοί οι περιορισμοί οδηγούν στη φρενίτιδα που βλέπεις αρκετά βράδια στους δρόμους, ή και το αντίστροφο: η φρενίτιδα που βλέπεις έχει οδηγήσει τις Αρχές να θέσουν τους αυστηρούς περιορισμούς στην πώληση του αλκοόλ, το οποίο πολλές φορές στον βαρύ χειμώνα των βόρειων χωρών τείνει να λειτουργεί και ως αντικαταθλιπτικό.
Η κατάσταση, λοιπόν, είναι η εξής: όταν οι νέοι αποφασίζουν να μεθύσουν, μαζεύονται από νωρίς στα σπίτια και πίνουν προκειμένου να γλιτώσουν χρήματα. Μετά ξεχύνονται στους δρόμους και περιμένουν στις ουρές των νυχτερινών μαγαζιών, τα οποία έχουν προσλάβει σεκιούριτι για να ελέγχουν τις ταυτότητες των νέων και κυρίως να διασφαλίζουν μια κάποια τάξη στο εσωτερικό των μπαρ.
Και μέσα σε αυτόν τον ψυχαναγκασμό της γρήγορης κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας αλκοόλ, μπαίνεις νωρίς το μεσημέρι σε ένα σουπερμάρκετ κάπου στο Οσλο για να αγοράσεις μία μπύρα όσο προλαβαίνεις. Ο ήλιος δεν έχει πέσει ακόμα και η νορβηγική πρωτεύουσα διαθέτει υπέροχα σημεία όπου οι ντόπιοι απολαμβάνουν τις ηλιόλουστες μέρες του Αυγούστου και το κολύμπι στα θολά αλλά καθαρά νερά που βρίσκονται ανάμεσα στα υπερσύγχρονα κτίρια. Ζητάς από τον χαμογελαστό υπάλληλο μια μπύρα με εξωτικά φρούτα (από αυτές που συνηθίζονται στη χώρα). Σου δείχνει το κλειδωμένο ψυγείο: «Μα, δεν πουλάμε αλκοόλ σήμερα, είναι Κυριακή».
«Καλά ρε, δεν σου λείπει η Ελλάδα;»
Συνομιλώντας με αρκετούς νέους Ελληνες που ζουν στη Σκανδιναβία για σπουδές ή δουλειά, βλέπεις ένα κοινό σημείο: σε όλους λείπουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα από τη χώρα που μεγάλωσαν, αλλά κανείς δεν σκέφτεται να επιστρέψει για να ζήσει και να δουλέψει εδώ. Γιατί όμως;
Ενας από αυτούς μετακόμισε στην Κοπεγχάγη. Σταμάτησε να δουλεύει 10 και 12 ώρες την ημέρα, πάει στη δουλειά του χωρίς κανένα άγχος με το μετρό (που λειτουργεί 24 ώρες την ημέρα) και στο τέλος του μήνα έχει χρήματα στην άκρη για ταξίδια και αποταμίευση.
Ενας άλλος, αφού σπούδασε στα Γιάννενα συγκατοικώντας με έναν φίλο του σε ένα μικρό διαμέρισμα, πήρε τη μεγάλη απόφαση και μετακόμισε στην πρωτεύουσα της Δανίας. Βρήκε καλή δουλειά (μακριά από το αντικείμενο των σπουδών του) και δύο χρόνια μετά νοίκιασε με την κοπέλα του ένα πανέμορφο σπίτι στο κέντρο της πόλης, το οποίο ο μέσος Ελληνας θα δει μόνο σε σκανδιναβικό νουάρ.
Ολοι τους είναι ευχαριστημένοι, ταξιδεύουν, δουλεύουν ανθρώπινα ωράρια σε ανθρώπινες συνθήκες και αποταμιεύουν. Ζούνε σε καθαρές και προσεγμένες πόλεις, με ελάχιστα αυτοκίνητα, με απίστευτη ηρεμία και δίπλα σε ανθρώπους που σέβονται ο ένας τον άλλον. Οσοι ζουν σε μικρότερες πόλεις περνούν δυσκολότερα, ειδικά τον χειμώνα, που ο ήλιος ανατέλλει και δύει την ώρα που οι περισσότεροι βρίσκονται στη δουλειά. Στις πρωτεύουσες, όμως, τα πράγματα είναι καλύτερα.
Το κυριότερο; Οι νέοι που παίρνουν τις βαλίτσες τους και αρχίζουν μια νέα ζωή στη Σκανδιναβία, ξέρουν ότι ίσως στην αρχή δυσκολευτούν, αλλά κάθε χρόνος θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο. Καλύτερη δουλειά, καλύτερο σπίτι, περισσότερος προσωπικός χρόνος. Με μια λέξη: προοπτική.
Η «πανάκριβη» Σκανδιναβία
Ας πούμε τα προφανή: οι χώρες της Σκανδιναβίας είναι ακριβές ή, καλύτερα, είναι ακριβές αν ταξιδεύεις εκεί με το ελληνικό σου πορτοφόλι. Αν όμως κάνεις τους υπολογισμούς, η Σκανδιναβία παύει να είναι τόσο ακριβή και εσύ γίνεσαι αυτομάτως λίγο πιο εκνευρισμένος.
Αυτό που είναι ακριβές είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα σε αυτές τις χώρες που να είναι πολύ φθηνό. Για παράδειγμα, δεν θα βρεις να πάρεις κάτι από τον φούρνο για πρωινό με λιγότερα από 8-9 ευρώ. Το νερό είναι τέσσερις φορές πιο ακριβό σε σχέση με την Ελλάδα και το αλκοόλ πράγματι κοστίζει (στη Νορβηγία πολύ δύσκολα βρίσκεις μπύρα ή ποτήρι κρασί σε μπαρ κάτω από 10 ευρώ). Το φαγητό σε ένα τυπικό εστιατόριο είναι πιο ακριβό από το αντίστοιχο ελληνικό αλλά δεν φτάνει σε καμία περίπτωση τις διπλάσιες τιμές – και μιλάμε για χώρες με τριπλάσιους και τετραπλάσιους μισθούς. Τα ασιατικά φαγάδικα που ξεφυτρώνουν παντού παραμένουν μια φθηνή επιλογή, με τιμές αντίστοιχες της Αθήνας.
Στο Οσλο υπάρχει ένα διάσημο βραβευμένο καφέ που φτιάχνει ένα ρόφημα που θυμίζει φρέντο καπουτσίνο σε πιο elegant εκδοχή. Το σερβίρει σε κολονάτο ποτήρι, σαν να είναι το πιο ακριβό κοκτέιλ. Νομίζεις, λοιπόν, ότι θα σου κοστίζει όσο το μοχίτο στη Μύκονο, όμως ένας ευγενικός Νορβηγός σού ζητά σχεδόν όσο θα πλήρωνες τον καφέ σου σε μια τυχαία γωνιά της Κυψέλης.
Και πάμε στα σουπερμάρκετ. Εκεί θα βρεις πολλά είδη πρώτης ανάγκης με τιμές αντίστοιχες των δικών μας. Βρήκαμε γάλα και μακαρόνια στο (πανάκριβο) Οσλο με τιμές Αθήνας, τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν λίγο πιο ακριβά από τα δικά μας, έπρεπε όμως να ψάξεις πολύ για να βρεις διπλάσια τιμή σε οποιοδήποτε προϊόν.
Στην Κοπεγχάγη και στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, δε, οι τιμές είναι ακόμα χαμηλότερες από αυτές στις πόλεις της Νορβηγίας. Οσο για τα σπίτια στην πρωτεύουσα της Δανίας, ένα ζευγάρι που βγάζει 5 χιλιάρικα τον μήνα (με το ένα από τα δύο άτομα να δουλεύει μερική και το άλλο πλήρη απασχόληση) μπορεί να νοικιάσει άνετα ένα αξιοπρεπέστατο δυάρι με 1.500 ευρώ. Σε αυτή την τιμή, μάλιστα, συμπεριλαμβάνεται το κόστος θέρμανσης και το νερό. Στην Αθήνα το ίδιο ζευγάρι θα έβγαζε 1.500 ευρώ και θα χρειαζόταν τα 1.000 μόνο για το σπίτι και τους βασικούς λογαριασμούς. Τα σκέφτεσαι και η κατακόκκινη ντομάτα που τρως αφού προσγειωθείς στην πατρίδα, αποκτά λίγο πιο πικρή γεύση.
