842
| CreativeProtagon

Ατιμα κουνούπια

|CreativeProtagon

Ατιμα κουνούπια

Το ελληνικό καλοκαίρι (είτε το βλέπουμε μέσα από τα στερεότυπά του είτε έξω από αυτά) έχει τις χρυσές ακρογιαλιές του, τα ρομαντικά του ηλιοβασιλέματα, το ζουμερό καρπούζι του, τα μεταμεσονύκτια κοκτέιλ του στα ανοικτά μπαράκια, τους απρόσμενους έρωτές του, τις θαλασσινές του αφρόσκονες (του Ελύτη ο όρος) που φέρνει το μελτεμάκι, την ξεγνοιασιά των διακοπών, την ηδονική μεσημεριανή του χαύνωση. Ολα τα έχει το ελληνικό καλοκαίρι. Εχει και τα κουνούπια του.

Ατιμα ζωύφια αυτά τα κουνούπια. Ειδικά για εμάς τους γλυκοαίματους. Μας παίρνουν στο κατόπι και μας αλλάζουν τον αδόξαστο. Μας ανακαλύπτουν όπου κι αν πάμε να κρυφτούμε, μας βρίσκουν τη μέρα, τη νύχτα, το σούρουπο, το ξημέρωμα. Μας ρημάζουν είτε καθιστοί είμαστε είτε ξαπλωμένοι, είτε περπατάμε, μας ορμάνε σαν στούκας, είτε σε μαύρη ερημιά καταφύγουμε είτε στη βεραντούλα μας, είτε σε πολυτελές εστιατόριο. Παντού υπάρχουν και παραμονεύουν, τα πρόστυχα.

Ανακαλύπτουν κάθε ακάλυπτο εκατοστό του κορμιού σου και του ορμούν με κανιβαλική μανία. Στα χέρια σου καθώς τα ακουμπάς πάνω στο τραπέζι, στο σύνορο ανάμεσα στο μακρύ παντελόνι και τα καλοκαιρινά παπούτσια σου, στη φαλάκρα σου, στον ανοικτό σβέρκο σου, ακόμα και πίσω από τα γόνατα, αν ξαπλώσεις μπρούμυτα, ή ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου, όταν φοράς σαγιονάρες. Είναι τρομερά, αδηφάγα, αδυσώπητα.

Εκείνο το ζζζζ πάνω από το κεφάλι σου μέσα στο σκοτάδι, την ώρα που προσπαθείς να κοιμηθείς Ιούλη μήνα, είναι ικανό να σου διαλύσει κάθε φαντασίωση για τις ομορφιές του καλοκαιριού. Γεμίζεις τις πρίζες του δωματίου με μηχανάκια που καίνε παστίλιες ή εξατμίζουν ένα σιχαμερό λάδι, ανοίγεις το κλιματιστικό στους 16 βαθμούς μπας και παγώσουν, αλλά εκείνα τίποτα. Και τους αντικουνουπικούς ατμούς αψηφούν και στο κρύο αντέχουν. Οι αυλές και οι βεράντες βρωμάνε από φιδάκια που καίγονται αργά, όμως εκείνα πάντα βρίσκουν τον δρόμο ανάμεσα στους βρωμερούς καπνούς που σε κυκλώνουν, για να περάσουν και να σε καρφώσουν πάνω στο αυτί. Ασε που σε τρυπάνε και πάνω από τα ρούχα, αν είναι λεπτά.

Πασαλειβόμαστε με αντικουνουπικά σπρέι, με υγρά και με ζουμιά, γινόμαστε σαν λαδοποντικοί από πάνω ως κάτω. Σπρέι οικολογικά, λάδια από σκληρά χημικά, κρέμες από εκχυλίσματα δέντρων, από αποστάξεις λουλουδιών, από επεξεργασία τροπικών φυτών… πλην, εκείνα πάντα θα ανακαλύψουν το εκατοστό του κορμιού σου που έμεινε δίχως κάλυψη και θα του ορμήσουν. Θα γεμίσεις σπυράκια, καντήλες, φουσκώματα του δέρματος, μικροεκδορές, μικρές μολυσμένες εστίες πάνω στο κορμί σου, μαυρίλες και κακαδάκια. Θα σε πιάσει φαγούρα, μανία, τσατίλα. Τίποτε αυτά, συνεχίζουν ακάθεκτα.

Απορώ γιατί η σοφή Φύση ή ο μεγαλοδύναμος Θεός έφτιαξε αυτά τα πλάσματα. Ενδεχομένως οι εντομολόγοι να διαφωνήσουν, καθώς κάτι ξέρουν παραπάνω από μένα, όμως εγώ δεν κατανοώ τον λόγο και την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους. Οι μέλισσες εντάξει, αλλά τα κουνούπια γιατί; Θα μου πείτε πως ούτε κι εκείνα κατανοούν τον λόγο της ύπαρξης του ανθρώπου, αλλά ας μη βυθιστούμε τώρα σε φιλοσοφικές αναζητήσεις γιατί δεν θα βγάλουμε άκρη.

Κάποτε είχα ρωτήσει έναν γιατρό γιατί από τα χιλιάδες κουνούπια που με έχουν τσιμπήσει στη ζωή μου, μόνο από ένα έπαθα μόλυνση και χρειάστηκε να νοσηλευτώ σε νοσοκομείο. Μου απάντησε ότι μάλλον το κουνούπι που με τσίμπησε κουβαλούσε στην προβοσκίδα του πτωμαΐνη, την οποία είχε περιμαζέψει από κάποιο πτώμα. Οπερ, πριν έρθει να τρυπήσει εμένα, είχε γευματίσει με το πτώμα κάποιου ποντικιού ή γάτας ή πουλιού. Τι ήταν να μου το πει; Τρελάθηκα. Εκτοτε, κάθε κουνούπι που βλέπω είναι μια ιπτάμενη σύριγγα γεμάτη δηλητήριο πτωμαΐνης, έτοιμη να μου ορμήσει και να με ξεκάνει.

Τα περισσότερα κουνούπια σε σύννεφο, εν Ελλάδι τα είχα δει στο Ορμένιο Εβρου, όπου υπηρέτησα φαντάρος ένα φεγγάρι. Εχω διαβάσει ότι στις στέπες της Αφρικής είναι τόσο πολλά, που όταν ορμήσουν πάνω σε φωτιά κατασκηνωτών στο ύπαιθρο, είναι ικανά να τη σβήσουν με το πλήθος τους. Ο Θεός να μη με αφήσει να βρεθώ μπροστά σε τέτοια φάση, καλύτερα στους πόλους να βλέπω φώκιες. Προτιμώ να βρεθώ μπροστά σε ένα κοπάδι κατσαρίδες, παρά να αντιμετωπίσω ένα σμήνος αδηφάγων κουνουπιών.

Η πιο ηδονική στιγμή του καλοκαιριού μου είναι όταν λιώνω κάποιο τέτοιο αδηφάγο κουνούπι πάνω από το κρεβάτι μου και βλέπω το αίμα του (και μου) να κάνει λεκέ στον τοίχο. Δεν τον σκουπίζω για πολλές ημέρες, τον αφήνω εκεί να ξεραθεί, σαν σπάνιο τρόπαιο μιας νικηφόρας μάχης μου, σε έναν πόλεμο που έχω εκ προοιμίου χάσει. Εξάλλου υπάρχουν 3.500 διαφορετικά είδη κουνουπιών και 60 στην Ελλάδα. Χώρια οι σκνίπες. Πώς να τα βάλει κανείς μαζί τους; Και πόσα να μετατρέψει σε λεκέ στον τοίχο του;

Τα μισώ από παλιά, από τη νεότητά μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια πανσέληνο του Αυγούστου, που πήρα κάποια κοπέλα και την πήγα νύχτα ως τα Λιμανάκια Βουλιαγμένης για να θαυμάσουμε (δήθεν) το φεγγάρι. Ακροβολιστήκαμε στην άκρη του γκρεμού πάνω από τη θάλασσα, κάτσαμε στο χώμα, και πάνω που της είχα πιάσει το χέρι και άρχιζα να της λέω διάφορα στο αυτί, εμφανίζεται από το πουθενά ένα λεφούσι από πειναλέα κουνούπια και μου επιτίθενται σαν να ήμουν κάδος γεμάτος αποφάγια.

Επαθα τέτοιο πανικό από τα ζουζουνίσματα, τα τσιμπήματα και την ξαφνική φαγούρα, που πετάχτηκα πάνω, άφησα το κορίτσι σύξυλο στην άκρη του βράχου δίχως δικαιολογία και έφυγα προς τα πάνω τρέχοντας, σαν να με κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι. Ούτε που την ξανάδα βέβαια. Σας το είπα, άτιμα ζωντανά τα κουνούπια…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...