Μετά από τη διευθέτηση – με την αμερικανική βοήθεια – του ζητήματος της Γάζας, το Ισραήλ έχει κάθε λόγο να θεωρείται με αξιώσεις ως ο ισχυρός ρυθμιστής της Ανατολικής Μεσογείου. Η νέα ισορροπία ισχύος που διαμορφώνεται μετά την εκτόνωση της κρίσης του 2024–25 ενισχύει τον ρόλο του ως πυλώνα ασφάλειας και ενέργειας στην περιοχή, με στρατιωτικά και διπλωματικά ερείσματα που εκτείνονται από το Κάιρο έως τη Λευκωσία και την Αθήνα.
Αντίθετα, η Τουρκία φαίνεται να κινείται κοντά στο περιθώριο: διατηρεί μεν ρόλο σε γειτονικές περιφέρειες, όπως ο Καύκασος και η Μαύρη Θάλασσα, αλλά έχει απολέσει το στρατηγικό προβάδισμα στην Ανατολική Μεσόγειο. Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Αθήνα επιχειρεί να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που δημιουργείται, προτείνοντας θεσμικές διαδικασίες διαλόγου και συνεργασίας, ικανές να μετατρέψουν μια γεωπολιτικά ευάλωτη ζώνη σε πεδίο σταθερότητας και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Η ελληνική πρωτοβουλία για πενταμερή διάσκεψη των παράκτιων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου — Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας, Αιγύπτου και Λιβύης — δεν αποσκοπεί στη δημιουργία μετώπων, αλλά στην εγκαθίδρυση θεσμικού διαλόγου για τη σταθερότητα στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας. Η χρονική συγκυρία είναι ευνοϊκή: ο Λίβανος κύρωσε πρόσφατα τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, προσδίδοντας επιπλέον θεσμικό βάθος στη νομιμότητα των περιφερειακών χαρτογραφήσεων. Ετσι, η πρωτοβουλία της Αθήνας δεν ξεκινά σε κενό· στηρίζεται πάνω σε μια ήδη υφιστάμενη δυναμική διασυνδέσεων που αποκτούν ευρωπαϊκή διάσταση.
Εκ πρώτης όψεως, η Τουρκία δεν αισθάνεται να έχει πραγματικό συμφέρον να προσέλθει σε μια τέτοια διαδικασία, αφού η συμμετοχή της θα την υποχρέωνε να κινηθεί εντός του πλαισίου του Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζει. Είναι πέρα από πιθανό να επιλέξει μια τακτική υπονόμευσης, θέτοντας ως όρο την «ισότιμη συμμετοχή» της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μια τέτοια κίνηση δεν θα αποσκοπεί στην ουσιαστική εκπροσώπηση των Τουρκοκυπρίων, αλλά στη νομιμοποίηση του ψευδοκράτους μέσω μιας ευφάνταστης δικαιολογίας. Με αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα θα επιχειρήσει να μετατρέψει τη συζήτηση για τη θαλάσσια ασφάλεια και τις ενεργειακές ζώνες σε πολιτική διαπραγμάτευση για το Κυπριακό. Ομως, αυτή ακριβώς η τακτική αποκαλύπτει και την αδυναμία της: η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να εμποδίσει επ’ αόριστον τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας που θα στηρίζεται στο διεθνές δίκαιο και θα εξυπηρετεί ευρωπαϊκά συμφέροντα συλλογικής ασφάλειας.
Η συμμετοχή της Λιβύης στην πενταμερή διάσκεψη θα έχει πολλαπλή σημασία. Από τη μια πλευρά, θα σηματοδοτήσει επιστροφή της Τρίπολης σε θεσμική κανονικότητα και αποδοχή του πλαισίου του Δικαίου της Θάλασσας. Από την άλλη, θα ισοδυναμεί με σιωπηρή ακύρωση του τουρκολιβυκού Μνημονίου, που επιχειρεί να συνδέσει τεχνητά δύο μη γειτονικές ακτές, υπονομεύοντας το ενιαίο θαλάσσιο μέτωπο Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου. Αν, αντίθετα, η λιβυκή πλευρά επιλέξει να μη συμμετάσχει, η διαδικασία δεν αναστέλλεται· αντιθέτως, η απουσία της θα επιβεβαιώσει τη μερική διεθνή απομόνωσή της και θα επιτρέψει στις υπόλοιπες χώρες να προχωρήσουν σε νέα νομική αρχιτεκτονική για την περιοχή. Σε κάθε περίπτωση, η Λιβύη λειτουργεί ως δοκιμασία νομιμότητας: η στάση της θα δείξει αν προτιμά να ενταχθεί σε ένα περιφερειακό σύστημα δικαίου ή να παραμείνει όμηρος μιας πρόσκαιρης συμφωνίας με την Άγκυρα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί εξωτερικό παρατηρητή των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά άμεσο μέτοχο της ενεργειακής σταθερότητας της περιοχής. Τα μεγάλα έργα ηλεκτρικής και ενεργειακής διασύνδεσης — EuroAsia Interconnector, EuroAfrica Interconnector, αγωγοί και τερματικοί σταθμοί LNG — έχουν χαρακτηριστεί Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCI) και χρηματοδοτούνται απευθείας από ευρωπαϊκούς μηχανισμούς. Η ΕΕ έχει, επομένως, έννομο συμφέρον να υποστηρίξει κάθε διαδικασία που εξασφαλίζει σαφήνεια και σταθερότητα στις θαλάσσιες ζώνες.
Η ελάχιστη επαφή των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου, ακόμη και υπό ένα υποθετικό καθεστώς μερικής επήρειας του Καστελλόριζου, δεν είναι διμερές αίτημα, αλλά ευρωπαϊκή λειτουργική αναγκαιότητα: διασφαλίζει τη θεσμική συνέχεια της Ένωσης στη Μεσόγειο και τη δυνατότητα υλοποίησης των ενεργειακών έργων χωρίς εξάρτηση από τρίτες χώρες. Στην πράξη, οι ευρωπαϊκές ενεργειακές πολιτικές και οι περιφερειακές οριοθετήσεις αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος — ασφάλεια δικαίου και ασφάλεια εφοδιασμού.
Παρότι δεν φαίνεται να συμμετέχει στην παρούσα φάση της πενταμερούς, το Ισραήλ λειτουργεί ως παράγοντας ισορροπίας στην περιοχή. Η στρατηγική του επιδίωξη είναι να «κλειδώσει» οριστικά η δική του ΑΟΖ και να αποφευχθούν μελλοντικές παλαιστινιακές ή τουρκικές αξιώσεις. Η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο εξυπηρετεί πλήρως τα ισραηλινά ενεργειακά συμφέροντα, αλλά και την περιφερειακή του ασφάλεια. Μέσα από τη συνεργασία του με Ελλάδα και Κύπρο, το Ισραήλ στηρίζει έμμεσα κάθε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που ενισχύει την ασφάλεια των θαλάσσιων οδών και την ενεργειακή διαφοροποίηση της ΕΕ, διατηρώντας ταυτόχρονα τον ρόλο του σιωπηλού εγγυητή πίσω από τις εξελίξεις.
Η Συρία παραμένει γεωγραφικά παρούσα αλλά εκτός διεθνούς νομιμότητας. Η κατάσταση στο εσωτερικό της δεν επιτρέπει προς το παρόν θεσμική συμμετοχή σε περιφερειακές διαδικασίες. Ωστόσο, η πλήρης οριοθέτηση της Ανατολικής Μεσογείου προϋποθέτει, μακροπρόθεσμα, και τη δική της «επιστροφή» στη διεθνή κανονικότητα. Η σημερινή της απουσία δεν συνιστά εμπόδιο, αλλά αναπόφευκτη εκκρεμότητα στο συνολικό αρχιτεκτονικό σχέδιο της περιοχής.
Η Ουάσιγκτον, υπό την επιρροή του προέδρου Τραμπ, αναμένεται να επιδιώξει γρήγορες, πρακτικές διευθετήσεις με έμφαση στο ενεργειακό αποτέλεσμα και λιγότερο στις νομικές λεπτομέρειες. Η ελληνική πρωτοβουλία για την πενταμερή έρχεται, έτσι, προληπτικά: δημιουργεί θεσμικό πλαίσιο ευρωπαϊκής νομιμότητας, προτού οι περιφερειακές ισορροπίες αναμορφωθούν υπό εξωτερική πίεση. Αν η ΕΕ έχει ήδη ορίσει κανόνες και διαύλους, οι αμερικανικές πρωτοβουλίες θα κληθούν να κινηθούν εντός τους.
Οι μεγάλες διεθνείς ενεργειακές εταιρείες — Total, ENI, ExxonMobil, Chevron — έχουν ήδη επενδυτικά και επιχειρησιακά συμφέροντα στα θαλάσσια τεμάχια της Κύπρου, της Αιγύπτου και της Ελλάδας. Η ασφάλεια των επενδύσεών τους απαιτεί σταθερό και προβλέψιμο νομικό πλαίσιο. Ετσι, οι ίδιες λειτουργούν ως σιωπηλοί επιταχυντές της διαδικασίας οριοθέτησης: πιέζουν για σαφείς κανόνες, σταθερότητα και εξομάλυνση διαφορών, προκειμένου να διασφαλίσουν τη συνέχιση των ερευνών και των ροών επενδυτικών κεφαλαίων.
Η πενταμερής πρωτοβουλία δεν είναι συγκυριακή· αποτελεί έξυπνη αξιοποίηση του παρόντος γεωπολιτικού παραθύρου. Η Ελλάδα προβάλλει όχι ως χώρα άμυνας, αλλά ως παραγωγός νομιμότητας: διαμορφώνει πλαίσιο, όχι αντιπαράθεση. Η μερική επήρεια του Καστελλόριζου, που εξασφαλίζει την ελάχιστη επαφή Ελλάδας – Κύπρου, συνιστά ρεαλιστική, νομικά τεκμηριωμένη και ευρωπαϊκά χρήσιμη λύση· ικανοποιεί το ενεργειακό συμφέρον της Ένωσης χωρίς να αλλοιώνει την ελληνική κυριαρχική βάση.
Η Ανατολική Μεσόγειος μεταβαίνει σταδιακά από τη λογική των αντιπαραθέσεων στη λογική των πλαισίων. Η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Κύπρο και τους περιφερειακούς εταίρους της, επιχειρεί να θεμελιώσει ένα σύστημα κανόνων και σταθερότητας, όπου η ΕΕ αποκτά θεσμική συνέχεια και οι ενεργειακοί διάδρομοι λειτουργούν απρόσκοπτα. Η Τουρκία μπορεί να μείνει παρούσα ή να απομονωθεί — αλλά πλέον δεν μπορεί να υπαγορεύσει τους όρους. Η πρωτοβουλία ανήκει σε εκείνους που θέλουν η Μεσόγειος να είναι πεδίο νομιμότητας και ανάπτυξης, όχι αμφισβήτησης.
Η Δανάη Κουμανάκου είναι πρέσβειρα ε.τ.
