Επίσκεψη του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στον Άγιο Ευστράτιο για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940, στις 28 Οκτωβρίου, 2016 | Andrea Bonetti / PM Handout / SOOC
Αναγνώστες

Πώς πρέπει να γιορτάζουμε το ΟΧΙ;

Ακόμη και σε μία ημέρα εθνικού  εορτασμού και περηφάνιας βρέθηκε μια αφορμή για διχασμούς και ιδεολογικές κόντρες. Αναφέρομαι βεβαίως, στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στον Αϊ Στράτη και την επιλογή του να μην παραστεί στη στρατιωτική παρέλαση της συμπρωτεύουσας, ως είθισται. Ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικής ή κομματικής κατεύθυνσης, η ενέργεια του Πρωθυπουργού εκτός από πρωτότυπη, […]
Tο δικό σας Protagon

Ακόμη και σε μία ημέρα εθνικού  εορτασμού και περηφάνιας βρέθηκε μια αφορμή για διχασμούς και ιδεολογικές κόντρες. Αναφέρομαι βεβαίως, στην επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στον Αϊ Στράτη και την επιλογή του να μην παραστεί στη στρατιωτική παρέλαση της συμπρωτεύουσας, ως είθισται.

Ανεξαρτήτως ιδεολογίας και πολιτικής ή κομματικής κατεύθυνσης, η ενέργεια του Πρωθυπουργού εκτός από πρωτότυπη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί υποδειγματική. Και ο υποδειγματισμός-παραδειγματισμός αυτός, αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας του αρχιεπισκόπου. Πολιτικά τερτίπια και φιέστες ενδεχομένως για κάποιους, προσπάθεια διατήρησης μιας ισορροπίας για κάποιους άλλους, η ενέργειά τους αυτή.

Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της δεύτερης άποψης. Και αυτό όχι επειδή είμαι φίλα προσκείμενη στη μια ή την άλλη πλευρά, αλλά επειδή επιτέλους μου δόθηκε η ευκαιρία, σαν απλή πολίτης,  να μην προβληματιστώ σχετικά με το σε ποιό στρατόπεδο ανήκω, αλλά να αισθανθώ πως ανήκω κάπου μαζί με όλους τους άλλους. Πως μοιράζομαι κάποια ιδανικά με τους συνανθρώπους μου και ειδικά μια τέτοια ημέρα, με τους συμπατριώτες μου ή καλύτερα με όσους τιμούν την αγωνιστικότητα, σέβονται την ισότητα και αγωνίζονται γι’ αυτήν.

Το περίφημο «ΟΧΙ» όσο μεγαλοπρεπές μας παρουσιάζεται –και άλλωστε είναι– τόσο ευτελίζεται, όποτε δεν αντιμετωπίζεται με τον δέοντα σεβασμό ενός ιστορικού συμβάντος. Αντιθέτως, μετατρέπεται σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης – όλοι λίγο πολύ έχουμε συμμετάσχει σε διαλόγους που εξετάζουν την ορθότητα ή μη των παρελάσεων, το κατά πόσο είναι συμβολική η παρουσία των «επισήμων» σε αυτές, αλλά και το αν είναι ηθικά αποδεκτή η παρουσία αστυνομικών δυνάμεων και κιγκλιδωμάτων.

Αυτή είναι και η ουσιαστική διαφορά που εντοπίζεται ανάμεσα στην εκδήλωση του Αϊ Στράτη και της στρατιωτικής παρέλασης.

Από τη μία πλευρά, η εθνική μας επέτειος αποκτά χαρακτήρα διδακτικό, καθώς υπενθυμίζει τη βαρβαρότητα του φασισμού και τον εκφυλισμό που αυτός προκαλεί, ενώ γνωστοποιεί σε όσους το αγνοούν, ένα τοπωνύμιο βαρύνουσας σημασίας και αξίας, που υπέστη φρικαλεότητες, σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί η επανάληψή τους.

Από την άλλη, παρακολουθήσαμε μια συνήθη διαδικασία, που καθόλου δεν θυμίζει απελευθερωτικό αγώνα, αλλά έναν εγκλωβισμό σε προκαθορισμένες κινήσεις, σε χαιρετισμούς και προσωπολατρείες απέναντι στους πλέον ανάξιους να τιμηθούν.

Τιμώ σημαίνει κατά βάση «δεν ξεχνώ», επομένως «δρω». Και εν προκειμένω, η δράση ταυτίζεται με την επαγρύπνηση και την ιστορική συνείδηση. Αυτή καλλιεργείται μονάχα όταν όλοι όσοι διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στις σελίδες της ιστορίας –Εκκλησία, Πολιτεία και κοινωνία– συμβάλλουν στη διατήρηση της εθνικής μας ταυτότητας.

Κάπως έτσι επιτυγχάνεται η αυτογνωσία και εν τέλει, με ανάλογο τρόπο θα έπρεπε να διδάσκεται η Ιστορία, βιωματικά. Έχουμε ανάγκη από μία διδασκαλία που θα δώσει ουσιαστικό νόημα στις παρελάσεις και θα τοποθετήσει στο επίκεντρο όσους είναι πράγματι άξιοι αναφοράς.

Και είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο ότι υπό τέτοιες συγκυρίες, δύο κυρίαρχοι θεσμοί, όπως αυτός του Πρωθυπουργού και του Αρχιεπισκόπου, είχαν επίγνωση του ότι μια τέτοια μέρα δεν είναι οι ίδιοι τιμώμενοι, αλλά τιμώντες.

*H Μαρία Ελένη Γκογκίδη είναι φοιτήτρια Φιλολογίας, Α.Π.Θ.