Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ στις Πρέσπες για μια ιστορική συμφωνία | Konstantinos Tsakalidis / SOOC
Αναγνώστες

Πρέσπες: Συμφωνία αυτοχειρίας ή αναγκαιότητα;

Είναι εμφανές ότι το σύνολο των επαχθών μεταρρυθμίσεων το επωμίζεται η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας με ανυπολόγιστο πολιτικό (και όχι μόνο) κόστος. Το εύρος των μεταβολών ενέχει παράλληλα και υψηλό οικονομικό κόστος κάτι το οποίο δεν έχει γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα
Tο δικό σας Protagon

Την Κυριακή 17 Ιουνίου 2018, συνομολογήθηκε σε επίπεδο πρωθυπουργών η απόφαση για μια σειρά παρεμβάσεων στο σύνολο των διμερών προβλημάτων, ώστε να επιτευχθεί πλήρης εξομάλυνση σε βάθος χρόνου. Οδικό χάρτη θα αποτελέσει η επίμαχη συμφωνία, η οποία είναι «προϊόν» μιας εξάμηνης διαπραγμάτευσης μεταξύ των κυρίων Κοτζιά- Ντιμιτρόφ. Η Συμφωνία είναι ισορροπημένη (win-win) και για τα 2 μέρη, καίτοι και στις δυο χώρες ορισμένα κοινωνικοπολιτικά σύνολα την αντιλαμβάνονται ως ετεροβαρή. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε καθεστώς μιας προκαταρτικής συναίνεσης ή μιας ιδιότυπης 2ης ενδιάμεσης συμφωνίας, έως ότου μετουσιωθεί σε ένα κείμενο οριστικής ρύθμισης των διμερών διαφορών. Οφείλουμε να εξετάσουμε πρωτίστως τα θετικά και τα αρνητικά σημεία της Συμβάσεως.

Προβληματικά Σημεία
Θετικά Σημεία

Είναι εμφανές ότι το σύνολο των επαχθών μεταρρυθμίσεων, το επωμίζεται η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας με ανυπολόγιστο πολιτικό (και όχι μόνο) κόστος. Το εύρος των παραπάνω μεταβολών ενέχει παράλληλα και υψηλό οικονομικό κόστος (λ.χ. για την αντικατάσταση χαρτονομισμάτων), κάτι το οποίο δεν έχει γίνει αντιληπτό στην Ελλάδα.

Η αναγκαιότητα ενός συμβιβασμού

Η επίτευξη ενός έντιμου συμβιβασμού την παρούσα χρονική περίοδο φάνταζε ως μονόδρομος για όσους μελετούν τις Διεθνείς και τις Διαβαλκανικές σχέσεις, μέσα από ένα επιστημονικό πρίσμα.

Πρωτίστως διότι κάθε φορά που είχαμε επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης, οι προτεινόμενες λύσεις ήταν απείρως χειρότερες από τις προηγούμενες. Ποιος Έλληνας, δεν θα επιθυμούσε ως επικρατέστερη, την προτεινόμενη λύση του 1992 (Slavomakedonija);

Επιπλέον στο Υπουργείο Εξωτερικών γνώριζαν την πρόθεση για υποβολή αιτήματος εισδοχής της Π.Γ.Δ.Μ. στο ΝΑΤΟ κατά την ερχόμενη Διάσκεψη Κορυφής, και η Ελλάδα αδυνατούσε να απειλήσει εκ νέου με χρήση δικαιώματος αρνησικυρίας εξαιτίας της προηγούμενης ταπεινωτικής καταδίκης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. [1]

Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να ασκήσει τελικά VETO, εξαιτίας της πρόθεσης των ΗΠΑ της Ε.Ε. – κυρίως της Γερμανίας – να εντάξουν τα δυτικά Βαλκάνια στους ευρωατλαντικούς θεσμούς [2], είναι βέβαιο ότι αφενός θα ασκούνταν πίεση προς την Ελλάδα μέσω των προγραμμάτων δημοσιονομικής στήριξης (να μην λησμονείται ότι η χώρα εξαρτάται από το διεθνή παράγοντα σε θέματα οικονομικής πολιτικής), αφετέρου συνέτρεχε ο κίνδυνος της περίφημης «σαλαμοποίησης» του προβλήματος, δηλαδή ένταξη με την προσωρινή ονομασία και συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Στην τελευταία περίπτωση θα είχαμε απολέσει κάθε μοχλό άσκησης πίεσης προς την Π.Γ.Δ.Μ. και η τρέχουσα συμφωνία, θα φάνταζε ως «θείο δώρο».

Το επιχείρημα ότι είναι αδιάφορο το γεγονός ότι το συντριπτικό σύνολο των χωρών αναγνώρισε τη γειτονική χώρα ως «Μακεδονία», καταδεικνύει εθνική εσωστρέφεια και αδυναμία διάγνωσης του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος, διότι στον πλανήτη εκτός από τις 2 χώρες υπάρχουν και επιπλέον 193 δρώντες, συνεπώς υφίσταται ένα πολυπρισματικό πλαίσιο σχέσεων. Η επιμονή της κυβέρνησης Ζάεφ να επιλύσει το πρόβλημα, σχετίζεται αμιγώς με τους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς και τη συνεπαγόμενη πορεία της χώρας προς τους ευρωατλαντικούς οργανισμούς, και όχι με την ανάγκη «λήψης οποιουδήποτε χρίσματος» από την Ελλάδα, όπως θέλει το εσωτερικό εθνικολαϊκιστικό αφήγημα.

Αντιδράσεις και δημοψήφισμα

Μετά την ανακοίνωση επίτευξης συμφωνίας, αντιδράσεις εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό των δύο χωρών.

Στην Π.Γ.Δ.Μ. έντονα αντέδρασε το ρωσοκινούμενο εθνικιστικό VMRO-DPMNE για προφανείς λόγους, ενώ επιστρατεύθηκε και ο γνωστός για τις ανθελληνικές του θέσεις, συνταγματολόγος Dimitar Apasiev, χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση Ζάεφ ως αναρμόδια για τη συνομολόγηση συνθήκης. [3]

Στην Ελλάδα αντέδρασε συλλήβδην η ακροδεξιά, η αντιπολίτευση (μείζονα και ελάσσονα) και όσοι σχετίζονται με τους κομματικούς μηχανισμούς της, η Εκκλησία, και μη θεσμικές οργανώσεις με εθνικιστικό ιδεολογικό πρόσημο. Κοινός παρανομαστής ο Λαϊκισμός με στόχο να αλιευθούν ψήφοι και η άνοδος της προσωπικής δημοφιλίας. Οι αντιδράσεις μπορούν να ιδωθούν και μέσα από το πρίσμα της αποδοκιμασίας της κυβερνητικής πολιτικής στο οικονομικό πεδίο, παρά αμιγώς για τους χειρισμούς στο εθνικό θέμα. Αξιομνημόνευτη θεωρείται και η αντιεπιστημονική πρόταση περί «ποινικοποίησης της γνώμης που αντιτίθεται στην εθνικιστική γραμμή». Οι προαναφερθέντες οπαδοί της «μη λύσης» ή μιας ετεροβαρούς «Λεόντειας Συμφωνίας», ίσως εν τέλει να αδυνατούν να κατανοήσουν το διεθνές περιβάλλον. Περαιτέρω εμβάθυνση και ερμηνεία των αιτιών που προκάλεσαν τις προειρημένες αντιδράσεις, εισέρχεται στους τομείς άλλων Επιστημών (Πολιτικής Επιστήμης, Κοινωνιολογίας κ.α.).

Ουδείς μπορεί να προδικάσει την ετυμηγορία των πολιτών, ουδείς δύναται να ομιλεί για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Η πραγματοποίηση δημοψηφίσματος προς επικύρωση της Συμφωνίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτή, υπό την προϋπόθεση ότι οι πολίτες θα έχουν σφαιρική και τεκμηριωμένη ενημέρωση επί του φλέγοντος θέματος, και θα απαλλαγούν από έτερους παράγοντες που θα καθόριζαν την κρίση τους. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε ως κοινωνία να αξιολογήσουμε με νηφαλιότητα τις νέες προοπτικές συνεργασίας σε διμερές επίπεδο, και να απομονώσουμε το συντηρητισμό και τον εθνικισμό.


[1] Μονάδα Ερευνών Πανεπιστημίου Αιγαίου. Περιοδικό Η Ελλάδα η Ευρώπη και ο Κόσμος. Τεύχος 10. Παούνης Νικόλαος. Από την Ενδιάμεση Συμφωνία, στην Προσφυγή της Π.Γ.Δ.Μ. κατά τη Ελλάδας στο Δ.Δ.Χ. Εκδίκαση και Απόφαση.

[2] https://www.pravda.rs/2018/6/18/burno-leto-planira-li-nato-da-proguta-makedoniju-bez-referenduma-i-imena/

[3] https://kurir.mk/makedonija/vesti/apasiev-bez-potpis-od-ivanov-dogovorot-so-grcija-propagja/


* Ο Νικόλαος Παούνης Νικόλαος είναι Βαλκανιολόγος και Διεθνολόγος