Πώς δικαιώθηκε η συνταγματική αναθεώρηση του 2019
Πώς δικαιώθηκε η συνταγματική αναθεώρηση του 2019
Η διαδικασία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας εξελίσσεται παράλληλα με την οξεία πολιτική αντιπαράθεση (και πολύ πιο αθόρυβα από αυτήν) και, έπειτα από τρεις άκαρπες ψηφοφορίες, πλησιάζει η τέταρτη της 12ης Φεβρουαρίου.
Σε αυτήν αναμένεται να εκλεγεί με τις 160 ψήφους, που μέχρι στιγμής είναι «μπετόν», ο Κώστας Τασούλας.
Είναι μία από τις πρώτες πολιτικές διαδικασίες που εξελίσσονται βάσει της συνταγματικής αναθεώρησης του 2019.
Αν αυτή δεν είχε συμβεί, η Βουλή θα διαλυόταν τις αμέσως επόμενες ημέρες και θα οδεύαμε προς εκλογές. Υπάρχει βέβαια και η άποψη, σύμφωνα με την οποία ο Πρωθυπουργός θα είχε επιδιώξει (και πιθανώς επιτύχει), μια ευρύτερη συναίνεση για το πρόσωπο του/της Προέδρου, αν εξακολουθούσε να υπάρχει η απειλή των εκλογών. Υποθέσεις.
Οπως και να έχει, διαπιστώνεται στην πράξη η αποσύνδεση των εκλογών από τη διαδικασία εκλογής Προέδρου και οφείλει κάποιος να αξιολογήσει τι σημαίνει αυτό.
Η παρατήρηση της συγκυρίας είναι αναγκαία. Εν μέσω πολεμικών συρράξεων στα πέριξ μας, μίας πρωτόγνωρης γεωπολιτικής αστάθειας, οικονομικής κρίσης, αποσυντονισμού της Ευρώπης και γενικευμένης αβεβαιότητας, θα προκηρύσσονταν εκλογές στην Ελλάδα. Και καλώς ή κακώς, στον δρόμο προς τις κάλπες δεν θα άκουγε κανείς τίποτε άλλο πέραν των κραυγών για τα Τέμπη.
Θα ήταν δεδομένο ότι θα χρειάζονταν και δεύτερες εκλογές και δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο και μίας τρίτης εκλογικής αναμέτρησης. Όλα αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη τη δημοσκοπική εικόνα της περιόδου, θα γίνονταν περίπου άνευ λόγου και αιτίας. Το μόνο νέο στοιχείο θα ήταν, ενδεχομένως, η ενίσχυση των ακραίων και των φωνακλάδων. Ίσως να μην μπορεί να την αποτρέψει κανείς, γιατί όμως και να την επισπεύσει; Η Γαλλία είναι ένα καλό αντι-παράδειγμα.
Και, αλήθεια, σε αυτή τη συγκυρία θα ήθελε εκλογές ο Ανδρουλάκης ή μήπως ο Φάμελλος; Ρητορικό το ερώτημα· η σιωπηρή απάντηση δείχνει ότι καλώς αποσυνδέθηκε η προεδρική εκλογή από τη διάλυση της Βουλής.
Από εκεί κι έπειτα, τα υπόλοιπα είναι μια εντελώς άλλης τάξεως συζήτηση.
Υποτιμάται όμως και κάτι ακόμη, όσο συνεχίζεται η πολιτική φασαρία για τα Τέμπη: η κατάργηση, μέσω της αναθεώρησης του 2019, της πολύ σύντομης περιόδου παραγραφής των αδικημάτων υπουργών. Μέχρι τότε ίσχυε η αποσβεστική προθεσμία της αναθεώρησης του 2001, η οποία οριζόταν «με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης». Αναφορικά με την υπόθεση των Τεμπών για παράδειγμα, η παραγραφή για τυχόν ευθύνες θα είχε προ πολλού ολοκληρωθεί. Σήμερα, ισχύει η 20ετία.
Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός μπορούν να διεκδικήσουν κάποια εύσημα ως προς αυτά τα στοιχεία της συνταγματικής αναθεώρησης. Το ότι δεν επαρκούν για να την βγάλουν από τη δύσκολη θέση είναι άλλο θέμα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News
