1208
|

Ο Σουλεϊμάν και η Ρόδος

Κάρολος Μπρούσαλης Κάρολος Μπρούσαλης 23 Σεπτεμβρίου 2012, 07:31

Ο Σουλεϊμάν και η Ρόδος

Κάρολος Μπρούσαλης Κάρολος Μπρούσαλης 23 Σεπτεμβρίου 2012, 07:31

Η λατινοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς στα 1261. Από καμιά δεκαριά χρόνια νωρίτερα, Βυζαντινοί διοικητές και Γενουάτες ναύαρχοι εναλλάσσονταν στη μισοανεξάρτητη διοίκηση της Ρόδου που διατηρούσε πολύ χαλαρούς δεσμούς με την βασιλεύουσα. Στα 1306, ο Γενουάτης αριστοκράτης της Ρόδου Βινιόλο ντε Βινιόλι συμφώνησε με τους Ιωαννίτες ιππότες να κυριεύσουν τη Ρόδο και τα γύρω νησιά για λογαριασμό τους. Η κατάκτηση των Δωδεκανήσων από τους Ιωαννίτες έγινε με κάθε θρησκευτική επιμέλεια. Ο Φουλκ ντε Βιλαρέ (Foulques de Villaret), από την Προβηγκία της Νότιας Γαλλίας, επισκέφτηκε τον πάπα Κλήμη Ε’ (1264 – 1314, αυτόν που, το 1309, μετέφερε την έδρα των παπών στη γαλλική Αβινιόν), πήρε την ευχή του κι απέσπασε βούλα που του παρείχε το προνόμιο να διορίζει Λατίνο αρχιεπίσκοπο με επικράτεια ταυτόσημη με την έκταση του κράτους που ΘΑ προέκυπτε στα Δωδεκάνησα. Η κατάκτηση ολοκληρώθηκε στα 1309 και ο Φουλκ ντε Βιλαρέ έγινε ο πρώτος Μεγάλος Μάγιστρος του νέου κράτους (1309 – 1319). Πρώτη του δουλειά ήταν να διορίσει καθολικό αρχιεπίσκοπο (Archiepiscopus Colossensis) με έδρα τη Ρόδο. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης Ρόδου και οι επίσκοποι των άλλων νησιών εκδιώχθηκαν. Στη μητρόπολη έμεναν να ασκούν διοικητικά καθήκοντα βυζαντινοί αξιωματούχοι (Μεγάλος Οικονόμος, Σακελάριος κ.λπ.). Οι Γενουάτες είχαν βγει από το παιχνίδι.

Το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούσε να χειροτονεί μητροπολίτες Ρόδου που όμως δεν πλησίαζαν το νησί. Στη συνέχεια, το πατριαρχείο «ανέθετε» τη μητρόπολη της Ρόδου σε επισκόπους επαρχιών «κατ’ επίδοσιν». Ορθόδοξος μητροπολίτης στο νησί ξαναβρέθηκε στα μέσα του ΙΕ’ αιώνα, όταν ξαναζεστάθηκε η κίνηση για την ένωση των Εκκλησιών. Ως τότε, τα Δωδεκάνησα διέθεταν μόνο καθολικό αρχιεπίσκοπο. Ο Έλληνας καθολικός αρχιεπίσκοπος, Ανδρέας Πέτρας, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ένωση των Εκκλησιών. Συγκατατέθηκε να υπάρξει και ορθόδοξος μητροπολίτης.

Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β’ το 1453 αλλά το πατριαρχείο κατάφερε να μείνει στις επάλξεις ως κεφαλή της Ορθοδοξίας. Όταν η μητρόπολη Ρόδου χήρεψε, έστειλε εκεί νέο μητροπολίτη τον Νείλο (1455 – 1470). Όταν πέθανε κι αυτός, όρισε τον Μητροφάνη Α’ (1471 – 1498).

Τα σύννεφα όμως σκίαζαν τον ορίζοντα. Τα χριστιανικά εδάφη έπεφταν στους Οθωμανούς το ένα μετά το άλλο. Στα 1456, Μικρασιάτες προσέφυγαν στους Ιωαννίτες Ιππότες και ζήτησαν βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν την οθωμανική πλημμυρίδα. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Κωνσταντινουπολιτών προς τα Δωδεκάνησα. Η επιρροή του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης μειωνόταν στα νησιά. Η ελληνική κοινωνία των Δωδεκανήσων, στην πλειοψηφία της, διατηρούσε το ορθόδοξο θρήσκευμα αλλά συνειδητά είχε προσχωρήσει στον δυτικό τρόπο ζωής. Οι ορθόδοξοι μπορούσαν με πλήρη ελευθερία να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αλλά συνεχώς λιγόστευαν. Τα Δωδεκάνησα είχαν μεταβληθεί σε εμπροσθοφυλακή του χριστιανισμού απέναντι στην οθωμανική λαίλαπα, ενώ η Ρόδος είχε αναβαθμιστεί σε μεγάλο λιμάνι και σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Μεγάλοι ευρωπαϊκοί οίκοι είχαν εγκαταστήσει θυγατρικές επιχειρήσεις εκεί: Βενετσιάνοι πρόξενοι είχαν έδρα τους τη Ρόδο, καθώς η νησιωτική δημοκρατία είχε μεγάλα συμφέροντα εκεί. Το κράτος των Ιπποτών διατηρούσε εμπορικές σχέσεις τόσο με τη μη φιλική Βενετία, όσο και με την εχθρική Οθωμανική αυτοκρατορία: Κερί, πιπέρι, κρόκος, ναρκωτικά, αρώματα, υφάσματα, χαβιάρι, λάδι, κρασί, ροδίτικη ζάχαρη και ροδίτικο σαπούνι ήταν τα πιο σημαντικά προϊόντα που διακινούνταν. Οι Δωδεκανήσιοι έμποροι αγόραζαν χαλιά και μεταξωτά από την οθωμανική επικράτεια, στην οποία πουλούσαν δέρματα και μάλλινα. Ταυτόχρονα, οι Ιωαννίτες Ιππότες ασκούσαν με επιτυχία το επάγγελμα που πολύ καλά γνώριζαν: Την πειρατεία. Τα κουρσάρικα έπεφταν σε όποιο εμπορικό πλοίο συναντούσαν και το λήστευαν. Λυμαίνονταν και τις κτήσεις των Βενετσιάνων στο Αιγαίο αλλά και τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας.

Η καθοριστική αλλαγή έγινε επί Μεγάλου Μάγιστρου Τζιοβάνι Μπατίστα Ντέλι Ορσίνι (Giovanni Batista degli Orsini, 1467 – 1476) από την Ιταλία. Ο μετά τον Μορέλ καθολικός αρχιεπίσκοπος, Ιουλιανός Ουμπαλντίνι (Julien Ubaldini, 1474 – 1494) και ο ορθόδοξος μητροπολίτης Μητροφάνης Α’ συναντήθηκαν τον Ιούλιο του 1474 και συμφώνησαν ένα ιδιότυπο καθεστώς ουνίας: Στο εξής, εκλέκτορες από τον λαό και τον κλήρο θα αναδείκνυαν δυο ή τρεις υποψήφιους για τον ορθόδοξο μητροπολιτικό θρόνο. Ο Μεγάλος Μάγιστρος ήταν υποχρεωμένος να διαλέξει έναν από αυτούς. Ο εκλεκτός θα έδινε όρκο πίστης στον Μεγάλο Μάγιστρο και στον καθολικό αρχιεπίσκοπο ως εκπρόσωπο του πάπα και μετά θα τον χειροτονούσαν ορθόδοξοι επίσκοποι.

Η συμφωνία τηρήθηκε περίπου μισό αιώνα: Τέσσερις Μεγάλοι Μάγιστροι, δυο καθολικοί αρχιεπίσκοποι και τρεις ορθόδοξοι μητροπολίτες πρόλαβαν να εκλεγούν και να ασκήσουν τα καθήκοντά τους μετά την ιστορική συμφωνία και πριν από την τουρκική κατάκτηση.

Στο ίδιο διάστημα, η Οθωμανική αυτοκρατορία απλωνόταν ανατολικά. Ο σουλτάνος Σελίμ Α’ (1512 – 1520) πήρε τη Συρία (1516) και την Αίγυπτο (1517). Η οθωμανική εξάπλωση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διακίνηση προϊόντων από τα Βαλκάνια ως τη Συρία και την Αίγυπτο κι αντίστροφα. Δημιούργησε και ρεύμα μωαμεθανών προσκυνητών προς τα ιερά μουσουλμανικά τεμένη της Μέσης Ανατολής. Οι Ιωαννίτες Ιππότες πειρατές απέκτησαν νέα πελατεία. Στα 1520, ήταν πια οι «παραδοσιακοί» επιδρομείς στα καράβια που μετέφεραν μουσουλμάνους. Τη χρονιά εκείνη, σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έγινε ο Σουλεϊμάν Α’ ο Μεγαλοπρεπής (1520 – 1566). Η ασφάλεια των ταξιδιωτών ήταν το πρώτο μέλημά του.

Στις 24 Ιουνίου του 1522, περίπου διακόσια πλοία του οθωμανικού στόλου έπιασαν τις ακτές της Ρόδου κι αποβίβασαν τα πρώτα στρατεύματα. Τον επόμενο μήνα, ο ίδιος ο σουλτάνος Σουλεϊμάν πέρασε στη Ρόδο από την απέναντι ακτή, επικεφαλής πρόσθετων στρατευμάτων. Υπολογίστηκε ότι ο οθωμανικός στρατός που αποβιβάστηκε στο νησί, πλησίαζε να αριθμεί 100.000 άνδρες. Πολιόρκησαν την πόλη της Ρόδου που διέθετε περίπου 5.000 υπερασπιστές (600 Ιωαννίτες από τους οποίους οι διακόσιοι ήταν Ιππότες, 400 Έλληνες και Βενετσιάνοι από την Κρήτη, ξένοι ναυτικοί και ντόπιοι ή αγρότες από τα γύρω νησιά).

Κυριότερο πρόβλημα των υπερασπιστών της Ρόδου ήταν ο επισιτισμός του πληθυσμού, καθώς στην ασφάλεια των οχυρώσεών της είχαν συρρεύσει πάμπολλοι άμαχοι από την ύπαιθρο. Η πολιορκία κράτησε πέντε μήνες. Οι Ιωαννίτες αμύνονταν χωρίς εφόδια και τρόφιμα, περιμένοντας βοήθεια από τα χριστιανικά κράτη της Δύσης που διακήρυσσαν την αλληλεγγύη τους αλλά καθυστερούσαν να συνδράμουν. Χριστιανική βοήθεια δεν έφτασε ποτέ στη Ρόδο, όπου κάθε νεκρός στα τείχη δεν υπήρχε δυνατότητα να αντικατασταθεί, ενώ στην οθωμανική πλευρά νέες αφίξεις από την απέναντι ακτή αναπλήρωναν τις τρομακτικές απώλειες του στρατού του Σουλεϊμάν.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1522, αντιπροσωπεία κατοίκων από την Τήλο και τη Νίσυρο έφτασε στο στρατόπεδο του Σουλεϊμάν. Δήλωσαν υποταγή στον σουλτάνο, εξασφάλισαν ότι ο οθωμανικός στρατός δεν θα έπεφτε στα νησιά τους και πέτυχαν κάποια αξιόλογα προνόμια κι ένα είδος αυτονομίας.

Η πολιορκία συνεχιζόταν ακόμα, όταν, στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Παύλος Συγκλητικός και ο Νικόλαος Βεργάτης εμφανίστηκαν μπροστά στον Μεγάλο Μάγιστρο, Φίλιππο ντε Βιγιέρ (Filippe de Viiieurs de l’ Isle d’ Adam, 1522 – 1534) και ως εκπρόσωποι του ελληνικού πληθυσμού τον κάλεσαν να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους. Τον έπεισαν. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν ως τις 20 Δεκεμβρίου του 1522, οπότε επήλθε συμφωνία καθώς και ο Σουλεϊμάν έβλεπε ότι παράταση της πολιορκίας συνεπαγόταν μεγάλες απώλειες.

Η οχυρωμένη Ρόδος παραδόθηκε στον Σουλεϊμάν την 1η Ιανουαρίου του 1523. Την ημέρα εκείνη, όσοι ιππότες ζούσαν ακόμη, τα μέλη του τάγματος αλλά και ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού μπήκαν στα πλοία και απέπλευσαν. Πέρασαν στην Κρήτη όπου έμειναν για λίγο καιρό, περιπλανήθηκαν σε βενετσιάνικες κτήσεις, φιλοξενήθηκαν για λίγο στο κράτος του πάπα και, το 1530, κατέληξαν στη Μάλτα. Ο Φίλιππος ντε Βιγιέρ έμεινε Μεγάλος Μάγιστρος ως τον θάνατό του, το 1534, και εργάστηκε σκληρά για την ανασυγκρότηση του τάγματος. Από τα μέσα του αιώνα, οι Ιωαννίτες ήταν και πάλι κραταιά δύναμη.

Η αποχώρηση των Ιωαννιτών από τα Δωδεκάνησα, σήμανε την οριστική υποταγή των εκεί πληθυσμών στους Οθωμανούς. Στην αρχή, «γλίτωσαν» με την καταβολή ετήσιου φόρου στον εκάστοτε σουλτάνο.

Περισσότερη ιστορία στο historyreport.gr

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News