1967
«Κάποιος πρέπει να στηρίξει την ελληνική δημιουργικότητα πριν την ανακαλύψουν κάποιοι άλλοι, εκτός συνόρων» σχολιάζει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης | Julian Mommert

Ευριπίδης Λασκαρίδης, θαυμαστής των ανοικτών νοημάτων

Κατερίνα I. Ανέστη Κατερίνα I. Ανέστη 13 Δεκεμβρίου 2017, 17:24
«Κάποιος πρέπει να στηρίξει την ελληνική δημιουργικότητα πριν την ανακαλύψουν κάποιοι άλλοι, εκτός συνόρων» σχολιάζει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης
|Julian Mommert

Ευριπίδης Λασκαρίδης, θαυμαστής των ανοικτών νοημάτων

Κατερίνα I. Ανέστη Κατερίνα I. Ανέστη 13 Δεκεμβρίου 2017, 17:24

«Θέλω να είμαι ενεργός. Να είμαι μέρος μιας συζήτησης». Είναι η φράση που περισσότερο ακούω να μου λέει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης στη συζήτησή μας. Βρίσκεται στο Παρίσι, έχει περάσει το πρωινό σε δύο βιβλιοπωλεία εκεί (το ένα κινέζικο με εκπληκτικές μάσκες), γελάει όταν τον ρωτάω αν το Παρίσι είναι συγκλονισμένο από την είδηση ότι πέθανε ο Τζόνι Χαλιντέι. Αντιλαμβάνομαι πως ύστερα από μια περίοδο υψηλής έντασης λόγω του νέου κύκλου της παράστασης «Τιτάνες» που δημιούργησε με την ομάδα του OSMOSIS βρίσκεται σε φάση χαλαρότητας. Εχει μόλις ολοκληρώσει τρεις μέρες παραστάσεων στην αίθουσα Αbbesses του περίφημου Theatre de la Ville. Τρία sold out,η αίθουσα των 200 ατόμων δεν αρκούσε και έτσι άνοιξε και ο εξώστης χωρητικότητας 100 ατόμων.

«Το χειροκρότημα ήταν πολύ ζεστό. Κυρίως την δεύτερη και την τρίτη μέρα, στην πρεμιέρα πάντα το κοινό είναι πιο συγκρατημένο. Χαίρομαι γιατί και οι άνθρωποι του θεάτρου εδώ που πιστέψανε σε εμάς -είναι βασικοί συμπαραγωγοί μας- εξέφρασαν και τη δική τους ικανοποίηση. Το κοινό εδώ είναι ψυλλιασμένο, ανοιχτό στο να δει νέα πράγματα, έχει όμως ένα διαρκώς κριτικό μάτι. Μέχρι να ακούσεις το χειροκρότημα δεν ξέρεις τι συμβαίνει».

Από τους «Τιτάνες»
Από τους «Τιτάνες» (φωτό: Julian Mommert)

Είναι η δεύτερη φορά που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο θέατρο (η προηγούμενη ήταν με το Relic) και η πρώτη συμπαραγωγή με το Theatre de la Ville και μοιάζει να υπάρχει ενδιαφέρον και για τις επόμενες δημιουργίες. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου είχε έρθει μάλιστα και στην Αθήνα για να δει πρόβες του έργου που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών τον Ιούνιο του 2017, παρουσιάστηκε ξανά στην Αθήνα τον Νοέμβριο εγκαινιάζοντας τον νέο underground χώρο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και συνεχίζει τη διεθνή πορεία του (θα ακολουθήσουν Ελβετία, Καναδάς, Πορτογαλία, ξανά Γαλλία…)

Με σπουδές Αρχιτεκτονικής -που δεν ολοκλήρωσε καθώς αφοσιώθηκε στις σπουδές και στην εργασία του στο Θέατρο Τέχνης- αντιλαμβάνεται και χρησιμοποιεί καθοριστικά την ιδιότητα του χώρου στις δημιουργίες του με την ομάδα OSMOSIS. Θα έλεγε κανείς ότι μαζί με τα στοιχεία της μεταμόρφωσης και του σχολιασμού του γελοίου που διατρέχουν τη θεματική τους, ο χώρος αποτελεί ένα ακόμα κυτταρικό στοιχείο του δημιουργικού τους σύμπαντος. «Κάθε θέατρο, σαν χώρος είναι μια πρόκληση για εμένα διότι οι δουλειές μου είναι σαν installation, είναι site-specific. Είναι μεγάλη πρόκληση πώς θα δαμάσω κάθε χώρο. Άλλα είναι περισσότερο δεκτικά και άλλα προβάλλουν μεγαλύτερη αντίσταση. Το Abbesses στο Παρίσι μού αντιστάθηκε στην αρχή. Δεν είχα καταλάβει καθόλου ότι θα είναι τόσο δύσκολο. Είχε κάτι το σούπερ καθαρό, και σχεδόν ψυχρό. Κουραστήκαμε για να του δώσουμε την πατίνα της θολούρας που θέλαμε για την παράσταση, αυτή την αίσθηση του run-down».

Με τι ασχολείσαι Ευριπίδη;

Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν γίνει παρανοήσεις για το τι ακριβώς είναι οι παραστάσεις του Λασκαρίδη και της OSMOSIS. Χορός, θέατρο, περφόρμανς, κάτι άλλο… Aκόμα και η εφημερίδα Μonde σε σχετικό άρθρο της στις αρχές του μήνα, έβαλε τους Τιτάνες στην κατηγορία «Χορός». Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα είδος ακατάτακτο.

«Ένα είδος θεάματος που δεν έχουμε παραδείγματά του, δεν το έχουμε δει προηγουμένως και άρα δεν μπορούμε να ξέρουμε τις δυνατότητές του ακόμα» παραδέχεται ο Ευριπίδης Λασκαρίδης. «Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί, σε τι κλίμακες μπορεί να λειτουργήσει. Ομολογώ ότι με ενδιαφέρει τόσο η μεγάλη κλίμακα όσο και η μικροκλίμακα. Η φυσική συνέχεια είναι συνήθως να μεγαλώνει η φόρμα, το Relic ήταν ένα έργο δωματίου, οι Τιτάνες ακόμα μεγαλύτεροι. Όμως με ενδιαφέρει πολύ το να πατάει πάντα το ένα πόδι μου στο πώς μπορώ να φτιάξω κάτι μικρό. Ισως κάτι ακόμα μικρότερο και από το Relic».

Ο Ευριπίδης κΛασκαρίδης στους «Τιτάνες» φωτό: Νίκος Δραγώνας)
Ο Ευριπίδης Λασκαρίδης στους «Τιτάνες» (φωτό: Νίκος Δραγώνας)

Εχει ενδιαφέρον ότι τη στιγμή ακριβώς που η καριέρα του συνεχίζει μια σταθερή αλλά τόσο ξεκάθαρη ανοδική πορεία ο ίδιος δεν παρασύρεται από αυτήν, κοιτάζει ξανά προς το μικρό. Μήπως λόγω ανασφάλειας, φόβου, τον ρωτάω. Όχι. «Εχει να κάνει με την τροφή μου. Για πολλά χρόνια η τροφή μου ήταν ο μικρόκοσμος, η μικρή κοινότητα των καλλιτεχνών που ψάχνει, αναζητά πώς να στέκεσαι στον χώρο, πώς να αρθρώνεις έναν ήχο, πώς να πιάνεις ένα ποτήρι. Αν απομακρυνθείς από αυτό χάνεις την αφετηρία σου. Εγώ θέλω να παραμείνω μέσα στη συζήτηση του τι είναι τέχνη, γιατί την κάνουμε. Οσο αυτό που κάνω γίνεται αποδεκτό και ταξιδεύει, τόσο πιο πολύ με ενδιαφέρει να μείνω ενεργός στην αρχική συζήτηση».

Ακατάτακτο το είδος λοιπόν που ανήκουν οι παραστάσεις του, ένα νέο genre. Και ο ίδιος; Είναι χορογράφος, είναι σκηνοθέτης, είναι ηθοποιός; Τι είναι; Τον καλώ να προσποιηθούμε πώς μόλις συναντηθήκαμε, συστηθήκαμε και ότι τον ρωτάω με τι ασχολείται. «Απαντώ καλλιτέχνης όταν με ρωτάνε».

«Α ωραία. Δηλαδή τι κάνετε ακριβώς;», επιμένω

«Ασχολούμαι με τις παραστατικές τέχνες», απαντά.

«Δηλαδή;», ρωτάω.

«Κάνω θέατρο», απαντά.

«Ηθοποιός; Σκηνοθέτης; Πολύ λακωνικές οι απαντήσεις σας», παρατηρώ.

«Φτιάχνουμε ένα ιδιαίτερο θέαμα», λέει.

«Δηλαδή;» επιμένω.

«Πρέπει να έρθεις να το δεις!». Γελάμε. «Ναι έτσι απαντώ πάντα». Και μετά βέβαια υπάρχει η γνωστή παρεξήγηση του τι είναι ένας νέος καλλιτέχνης. «Αποκαλούμαι νέος δημιουργός, αλλά έχω περάσει τα 40. Είμαι νέος δημιουργός αλλά ώριμος ηλικιακά. Αυτό έχει σημασία. Με ενδιαφέρει η συνάντηση, με ενδιαφέρει η συζήτηση και ευτυχώς δεν έχω φόβο να αποπροσανατολιστώ πια, δεν έχω αγωνία για τα πρωτοσέλιδα».

Αντιστέκεται σε κάθε είδους κατάταξη, κατηγοριοποίηση. Και ευτυχώς αυτό είναι κάτι που έχει μια ιδιαίτερη γοητεία για το φεστιβαλικό γίγνεσθαι διεθνώς όπου ξεχωρίζει.

«Είμαι υπερασπιστής, θαυμαστής των ανοιχτών νοημάτων. Καταλαβαίνω την ανάγκη να βάζουμε όρους για να επικοινωνούμε πιο εύκολα, αλλά ταυτόχρονα τρέμω όταν βλέπω τις λέξεις να μας κάνουν σκλάβους. Αυτό συμβαίνει συχνά κυρίως στην Ευρώπη που φοβάται ακόμα και τη σκιά της. Ολοι θέλουμε για τον εαυτό μας έναν τίτλο, ένα χρίσμα, μια θέση όμως είναι ζωτικής σημασίας να μείνουμε ακατάτακτοι».

Στο πλευρό του Μίμη Κουγιουμτζή

Από την αρχή κινήθηκε σε πολλά πεδία ταυτόχρονα. Σπούδαζε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ταυτόχρονα Υποκριτική στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. «Για δύο χρόνια έκανα όλη μέρα τη διαδρομή από το υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στο Πολυτεχνείο και από εκεί στη σχολή του Τέχνης. Ένα τρίγωνο εξοντωτικό. Μέχρι που έπαθα υπερκόπωση, μπήκα στο νοσοκομείο και εκεί πήρα την απόφαση ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να κάνω και τα δύο». Επέλεξε το θέατρο Τέχνης. Δύσκολη απόφαση; «Ο Μίμης Κουγιουμτζής, ο δάσκαλός μου με πήρε δίπλα του από το τέλος κιόλας του πρώτου έτους και στο θέατρο και το πρόγραμμά μου ξεκινούσε στις 8 το πρωί και τέλειωνε στις 12 το βράδυ. Καθάριζα τη σκηνή, βοηθούσα στις πρόβες, κρατούσα σημειώσεις πλάι στον σκηνοθέτη, πήγαινα στη σχολή, έκανα πρόβες με συμφοιτητές μου, επέστρεφα στο θέατρο, έκοβα εισιτήρια, μετά την παράσταση καθόμουν για να καθαρίσω τη σκηνή, να απλώσω τα ρούχα».

Σκηνή από τους «Τιτάνες» φωτό: Julian Mommert
Σκηνή από τους «Τιτάνες» (φωτό: Julian Mommert)

Ηταν 25 χρονών, περίπου. Αναρωτιέμαι πώς άντεξε αυτές τις συνθήκες που θυμίζουν στρατό. «Α όχι, στον στρατό πέρασα τέλεια. Υπηρέτησα στη Λήμνο, στο νησί μου, ερχόταν η γιαγιά μου και έφερνε υπέροχα μαγειρευτά φαγητά» λέει γελώντας. Πώς άντεξε αυτή την πειθαρχία την στρατιωτική στο θέατρο Τέχνης, χωρίς να επαναστατήσει; «Ένα θα σου πω. Πετούσα στα σύννεφα που με είχε επιλέξει ο Μίμης από το έτος μου για να είμαι στις παραστάσεις, να παρακολουθώ τις πρόβες, να τον βοηθώ. Δεν παραπονέθηκα ποτέ, πετούσα τη σκούφια μου».

Ρώτησε ποτέ τον Κουγιουμτζή γιατί τον επέλεξε; «Ποτέ. Όμως κατάλαβα ότι κάποιες “ποιότητές” μου ήταν κοντά σε αυτό που εκείνος απολάμβανε στις πρόβες και στις παραστάσεις, κυρίως όσον αφορά στον αυτοσχεδιασμό και στο χιούμορ».

Αναρωτιέμαι αν ένιωθε τη σκιά του Καρόλου Κουν εκείνα τα χρόνια που σχεδόν ζούσε μέσα στο θέατρο. «Ναι, την νιώθαμε πολύ έντονα. Όμως ως μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, δεν μπορούσαμε να τον φανταστούμε έγχρωμο. Ηταν προφανές πάντα όμως πως υπήρξε ένας άνθρωπος που έθεσε τους όρους του».

Φυσικά καθορίστηκε από αυτή του τη θητεία. Φέρει τους κώδικες του Θεάτρου Τέχνης όπως τότε το έζησε, στα χρόνια του Κουγιουμτζή και του Λαζάνη.

Σκηνή από το «Relic» φωτό: Μίλτος Αθανασίου)
Σκηνή από το «Relic» (φωτό: Μίλτος Αθανασίου)

«Το Θέατρο Τέχνης είχε μια “θεατρίλα” και αυτό το λέω καλοπροαίρετα και με καμάρι. Ηταν το θέατρο του σαλτιμπάγκου, του εργάτη της τέχνης, που φαίνεται ότι είναι ηθοποιός, που παλεύει, μάχεται κάθε μέρα. Εβρισκες εκεί κάθε είδος έκφρασης των παραστατικών τεχνών, μπουρλέσκ, μπουλβάρ. Τώρα όλα αυτά τα βλέπω να αναδύονται στη δουλειά μου. Είχαμε δασκάλους στη σχολή που η Κομέντια ντελ Αρτε και το μπουρλέσκ ήταν ενσωματωμένα στον τρόπο που ερμήνευαν. Και φυσικά υπήρχαν και ηθοποιοί που ακολουθούσαν την Μέθοδο Στανισλάφσκι».

Στο τέλος του πρώτου έτους τον κάλεσε ο Κουγιουμτζής να συμμετάσχει στον χορό στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. «Ηταν η δεύτερη χρονιά που παιζόταν. Είχε φύγει ο Ιερώνυμος Καλετσάνος που είχε ένα μικρό σολάκι και πήρα τον “ρόλο” του. Ημουν πανευτυχής που ξεχώριζα έστω και για τριάντα δεύτερα», θυμάται. Μετά εμφανίστηκε στον «Μικρό Πρίγκιπα» και στο τρίτο έτος «μου έδωσε ο Μίμης τον ρόλο του Φρύγα στον “Oρέστη” που ανέβασε με τον Κιμούλη και την Πιττακή». Είναι ο ρόλος για τον οποίο προτάθηκε για το βραβείο καλύτερου ηθοποιού από την Ενωση Κριτικών Θεάτρου. Βρέθηκε να παίζει στην Επίδαυρο.

«Αφού έπαιξα εκεί μετά είπα “πω πω, είναι δυνατόν να παίζεις στην Επίδαυρο και όταν βγαίνεις στο ιερό κοίλο να σκέφτεσαι μόνο ότι είναι μια δουλειά που πρέπει να κάνεις και όχι ότι είσαι εκεί, σε αυτόν τον χώρο;”. Aυτή η σκέψη λοιπόν με συνοδεύει πάντα. Αυτό που κυριαρχεί μέσα μου είναι ότι είναι μια δουλειά που πρέπει να γίνει ανεξάρτητα από τον χώρο που βρίσκομαι».

Τα στοιχήματα και η Επίδαυρος

Από την αρχή μιλήσαμε για την κλίμακα στη δουλειά του πως ενώ τον ενδιαφέρει ο μικρόκοσμος ταυτόχρονα το έργο του μεγαλώνει. Θα τον ενδιέφερε λοιπόν ένα site-specific έργο για την Επίδαυρο; «Όχι. Τα στοιχήματά μου δεν έχουν αυτή την αφετηρία, ποιον χώρο θα κατακτήσω. Ευτυχώς συνεργάζομαι με τη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων στην ΟSMOSIS και αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο για το επόμενο βήμα μου είναι αυτό να σχετίζομαι με την συγκεκριμένη ομάδα, με τους συγκεκριμένους συνεργάτες. Αυτό τον δρόμο ακολουθώ από τότε που ξεκίνησα, τον δρόμο της συντροφικότητας με αυτούς τους ταλαντούχους ανθρώπους που η σκέψη τους καθορίζει τα έργα μου και εμένα τον ίδιο, είναι ο μόνος δρόμος», λέει.

Αφίσες στο Μετρό στο Παρίσι
Αφίσες από την παράστασή του στο Theatre de la Ville που έβρισκες παντού στο μετρό στο Παρίσι

Όμως υπήρχε μια συντροφικότητα, ένας κοινός δρόμος στο θέατρο Τέχνης. «Ναι, ζήσαμε μια ομαδικότητα εκεί. Μπορεί να υπήρχε πάντα η επιβλητική σκιά του Κουν αλλά ο στόχος ήταν πάντα συλλογικός στο θέατρο Τέχνης. Αυτό το αίσθημα για την σύγχρονη ελληνική δημιουργία την έχουν οι περισσότερες ομάδες που παλεύουν να φτιάξουν κάτι με το ταλέντο τους και με τη μοναδική φωνή τους διεθνώς. Ξαφνικά τα βλέμματα στράφηκαν στην Ελλάδα. Υπάρχει η ομαδικότητα στην ελληνική δημιουργία αλλά δεν το πολυσυζητάμε παρά μόνο αν συνοδεύεται από επιτυχία και κυρίως από το διεθνές ενδιαφέρον. Όμως κάποιος πρέπει να στηρίξει την ελληνική δημιουργικότητα πριν την ανακαλύψουν κάποιοι άλλοι, εκτός συνόρων».

Ταξιδεύει πολύ για τη δουλειά του, η ιδιότητα «Ελληνας» είναι πάντα εκεί σε άρθρα, συζητήσεις. «Πάντα με ρωτάνε για την κρίση, όμως χαίρομαι που επιτέλους βλέπω ότι η κουβέντα πλέον μετατοπίζεται στο ότι η κρίση δεν είναι ελληνική. Δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία για το τι πραγματικά συμβαίνει».

(φωτό: Julian Mommert)
(φωτό: Julian Mommert)

Ναι η κρίση έκανε ξαφνικά τους Ελληνες δημιουργούς πιο ενδιαφέροντες για ένα διεθνές κοινό. «Είμαστε μέρος μιας αγοράς που αναζητά να βρει και να πιαστεί από το καυτό θέμα της στιγμής. Αρα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, οι όροι που μιλάμε πρέπει να είναι καλλιτεχνικοί, τα κριτήρια καλλιτεχνικά και όχι άλλης φύσης. Ονειρεύομαι ένα φεστιβάλ που το κοινό θα κάθεται με τα μάτια δεμένα, δεν θα ξέρει τον τίτλο, την υπόθεση, την εθνικότητα του δημιουργού, θα ανοίγει η αυλαία, θα βγάζουν το μαντίλι από τα μάτια θα βλέπουν και θα ακούν. Όταν κλείνει η αυλαία θα πηγαίνουν σπίτι, θα κοιμούνται και την επόμενη μέρα θα αξιολογούν το έργο. Ναι, αυτό ονειρεύομαι». Αmen!

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...