Το CNN για μια ακόμη «αληθινή ιστορία» που θα γίνει ταινία / H Monde για τα παιδιά τη νύχτα των εκλογών / Η Corriere della Sera για την ερευνητική δημοσιογραφία στα καλύτερά της/ Και (ξανά) η Corriere della Sera…
  • CNN

    Ερωτες/ Η διερμηνέας του FBI και ο τρομοκράτης

    Η κάβα του Χόλιγουντ με τις «αληθινές ιστορίες» που αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους σεναριογράφους του δεν θα πάψει ποτέ να γεμίζει. Στην τελευταία από αυτές, οι πρωταγωνιστές είναι μια διερμηνέας του FBI και ένας γερμανός ράπερ που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ για να ενταχθεί στο τέλος στο ISIS. Σύμφωνα με το CNN, η Ντανιέλα Γκριν συμμετείχε στις έρευνες που πραγματοποιούσε η υπηρεσία της σε βάρος του. Το 2014, όμως, ταξίδεψε στη Συρία για να τον συναντήσει και να τον παντρευτεί. Κι ενδεχομένως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, εάν έπειτα από λίγους εβδομάδες δεν το μετάνιωνε.

    Πώς τον ερωτεύτηκε; Δεν είναι ακριβώς γνωστό. Ο Ντένις Κούσπερτ πάντως ήταν ένας όχι και πολύ γνωστός ράπερ στη Γερμανία που συστηνόταν ως Desse Dog και μπήκε στο στόχαστρο των γερμανικών και των αμερικανικών υπηρεσιών όταν μετά τον προσηλυτισμό του στο Ισλάμ, συνέπεια ενός σοβαρού τροχαίου, χρησιμοποίησε το ταλέντο του στους στίχους για να στρατολογεί μέλη στην οργάνωση Ισλαμικό Κράτος. Κάποια στιγμή πήγε στη Συρία όπου συνέχισε να γράφει τραγούδια ως Αμπού Ταλά αλ Αλμανί πότε υμνώντας τον Οσάμα μπιν Λάντεν και άλλοτε απειλώντας τον Μπαράκ Ομπάμα.

    Η Γκριν πάλι είχε γεννηθεί στην Τσεχοσλοβακία, ενώ μεγάλωσε στη Γερμανία όπου γνώρισε και τον πρώτο της άνδρα, έναν αμερικανό στρατιώτη. Αυτός ήταν και το διαβατήριό της για τις ΗΠΑ όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της για να προσληφθεί στη συνέχεια από το FBI ως διερμηνέας. Τον Ιανουάριο εντάχθηκε στην ομάδα που ερευνούσε την υπόθεση ενός γερμανού τρομοκράτη. Αυτός ήταν ο Ντένις Κούσπερτ.

    Εξι μήνες αργότερα θα ζητούσε άδεια από την υπηρεσία της για να ταξιδέψει στη Γερμανία προκειμένου να δει τους δικούς τους που ζούσαν στο Μόναχο. Αντ’ αυτού, κι ενώ ήταν ακόμη παντρεμένη με τον αμερικανό στρατιώτη, πήγε στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί στο Γκαζιαντέπ απ’ όπου πέρασε στη Συρία για να συναντήσει τον τρομοκράτη της καρδιάς της. Πολύ σύντομα, όμως, το μετάνιωσε – τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τα mails που έστελνε σε έναν άγνωστο παραλήπτη στις ΗΠΑ.

    Η μετανοημένη διερμηνέας συνελήφθη τον Αύγουστο του 2014 στις ΗΠΑ για να πέσει στα μαλακά: καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση επειδή συνεργάστηκε με τις αρχές. Σήμερα εργάζεται ως ρεσεψιονίστ σε ένα ξενοδοχείο. Και κάποια στιγμή που θα χτυπήσει το τηλέφωνο, μπορεί από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής να είναι ένας σεναριογράφος του Χόλιγουντ.

    Φωτό: Η Ντανιέλα Γκριν και η ζωή που συνεχίζεται με πίξελς. Πηγή: CNN
  • Le Monde

    Παιδιά/ «Οι εκλογές μεταμορφώνουν τους γονείς μας»

    Μετά το αφιέρωμα με θέμα «Πώς να εξηγήσετε την πολιτική στα παιδιά σας», ήρθε η ώρα της ματιάς στα πράγματα από την άλλη πλευρά: «Πώς μεταμορφώνει η πολιτική τους μεγάλους;». Την απάντηση δίνουν οι μαθητές ενός γυμνασίου μέσα από το μπλογκ που διατηρούν στη Monde. Και πρόκειται περί πραγματικής μεταμόρφωσης: ενόψει του β’ γύρου των προεδρικών εκλογών, η κατανάλωση του αλκοόλ αυξάνεται, η φράση «όχι αυτόν, σε παρακαλώ» ακούγεται όλο και πιο συχνά, όπως και η φράση «φτάνει, φεύγουμε από τη Γαλλία». Κι έπειτα, οι μεγάλοι οδηγούν μιλώντας σχεδόν ασταμάτητα στο κινητό, ασκούν κριτική ο ένας στον άλλον για τις πολιτικές του επιλογές, τρώνε τζανκ φουντ παρακολουθώντας πολιτικά τοκ σόου στην τηλεόραση. Με λίγα λόγια, «κάνουν πράγματα που λένε σε εμάς να μην κάνουμε». Κι αφού οι μεγάλοι γίνονται παιδιά, τα παιδιά αποφασίζουν να γίνουν μεγάλοι: «Το βράδυ των εκλογών, θα αποφύγουμε να το περάσουμε με τους γονείς μας».

    Φωτό: Κι αυτό μέσα στο ίδιο σπίτι ε; Πηγή: Shutterstock/Lightspring
  • Corriere della Sera (έντυπη έκδοση)

    Ερευνητική δημοσιογραφία/ Ετσι γίνεται η δουλειά

    «Είσαι σιχαμένος, ξέρεις». Το πει ένα βράδυ ο Ντόναλντ Τραμπ στον ρεπόρτερ Ντέιβιντ Φάρεντολντ στο τηλέφωνο την εποχή που ως υποψήφιος πρόεδρος ισχυριζόταν πως είχε κάνει μια δωρεά ύψους 6 εκατομμυρίων δολαρίων στους βετεράνους του πολέμου. Ο Φάρεντολντ  είχε αρχίσει να ερευνά την υπόθεση. Αλλά αντί να κρατήσει κρυφές τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ως την τελική δημοσίευσή τους, να ακολουθήσει δηλαδή την κλασική συνταγή της ερευνητικής δημοσιογραφίας, δημοσιοποιούσε αμέσως στο Twitter ό,τι μάθαινε ζητώντας συγχρόνως βοήθεια από τους αναγνώστες για να διαπιστώσει εάν εκείνα τα χρήματα είχαν όντως δοθεί ή -όπως ανακάλυψε στη συνέχεια- παρέμεναν ακόμη στα ταμεία του Ιδρύματος Τραμπ.

    «Λέω στους αναγνώστες ό,τι έχω μάθει, πώς το έχω μάθει και τι θέλω να ανακαλύψω που δεν ξέρω ακόμη» λέει στην Corriere della Sera ο βραβευμένος με Πούλιτζερ δημοσιογράφος της Washington Post. «Τους είμαι ευγνώμων για τις ιδέες τους και τις υποδείξεις τους. Πραγματικά θα ήταν δύσκολο να κάνω τη δουλειά μου χωρίς αυτούς. Στο τέλος διασταυρώνω όλες τις πληροφορίες που μου δίνουν με τις πρωτογενείς πηγές μου και φυσικά δεν τις χρησιμοποιώ μέχρι την τελική επιβεβαίωση. Ελπίζω να το κάνουν και άλλοι δημοσιογράφοι γιατί συχνά οι αναγνώστες έχουν ιδέες που οι δημοσιογράφοι δεν θα είχαν ποτέ».

    Κάπως έτσι, με αυτό το μείγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας και «open source», έφτασε ο Φάρεντολντ στο Πούλιτζερ πριν από δυο εβδομάδες. Και κάπως έτσι ο αμερικανικός Τύπος γνωρίζει νέες ημέρες δόξας – οι συνδρομητές στους New York Times και την Washington Post έχουν αυξηθεί μετά την εκλογή του Τραμπ, ενώ τα πιο διαβασμένα θέματα είναι οι έρευνες και τα άρθρα γνώμης με εκείνη του Φάρεντολντ να έχει σπάσει κάθε ρεκόρ. Η δίψα αυτή οδήγησε την WP στην απόφαση να ενισχύσει το τμήμα της ερευνητικής δημοσιογραφίας που ίδρυσε τη δεκαετία του 1980 ο Μπομπ Γούντγουορντ, ο δημοσιογράφος που αποκάλυψε το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ.

    Και η μεγάλη πλειονότητα των υποστηρικτών του Τραμπ που κατηγορεί τα μέσα ενημέρωσης ότι δημοσιεύουν πράγματα που δεν ισχύουν και ότι αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο από τα ψέματα του Τραμπ; «Σε μια κοινωνία ελεύθερη και δημοκρατική, η κριτική στον Τύπο είναι μέρος της δουλειάς μας» απαντά ο Ντέιβιντ Φέιλις, βοηθός αρχισυντάκτη στο τμήμα ερευνητικής δημοσιογραφίας της WP. Το ίδιο το σλόγκαν που προστέθηκε πρόσφατα κάτω από το όνομα της εφημερίδας, «Η Δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι», σε άλλους αναγνώστες αρέσει και σε άλλους όχι.

    «Οπως εξάλλου και ό,τι άλλο κάνουμε» λέει ακόμη και προσθέτει: «Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούμε, να μαθαίνουμε από τις επικρίσεις και να βάζουμε τα δυνατά μας για να παράγουμε ένα προϊόν αντικειμενικό και ελκυστικό. Ο κόσμος διψάει για αποκαλυπτικά ρεπορτάζ. Αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί με τις “αποκαλύψεις” από ανώνυμες πηγές επειδή μπορεί να εξυπηρετούν άλλους σκοπούς».

    Η δημοσιογραφία στα καλύτερά της.

    Φωτό: Oλα ξεκινούν με αυτήν την λέξη. Πηγή: Shutterstock/ alexskopje
  • Corriere della Sera (έντυπη έκδοση)

    Ποδόσφαιρο / Η πρόεδρος που σηκώνει κούπες

    Οι ερυθρόλευκοι οπαδοί δεν μπορεί να την έχουν ξεχάσει: η Χάποελ Μπερ Σεβά είναι η ισραηλινή ομάδα που πέρυσι τον Αύγουστο απέκλεισε τον Ολυμπιακό στα πλέι οφ του Τσάμπιονς Λιγκ. Για τους υπόλοιπους ήρθε ο καιρός να την γνωρίσουν λίγο καλύτερα. Γιατί το Μπερ Σεβά είναι μια ξεχασμένη πόλη στη μέση της ερήμου. Γιατί η Χάποελ επανέλαβε το περυσινό θαύμα και ξαναπήρε το πρωτάθλημα έπειτα 40 χρόνια ξηρασίας. Και γιατί ιδιοκτήτης της ομάδας είναι μια γυναίκα.

    Αυτή η γυναίκα είναι η επιχειρηματίας Αλόνα Μπάρκατ. Απέκτησε την ομάδα το 2007 αντί 1,7 εκατομμυρίων ευρώ και μόνο επειδή ήθελε να επενδύσει τα χρήματά της σε κοινωφελείς σκοπούς. Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο; Το ποδόσφαιρο, της είχε πει μια φίλη της, θα της έδινε την ευκαιρία να κάνει διάφορα προγράμματα για παιδιά από φτωχές οικογένειες. Και στο Μπερ Σεβά υπάρχουν πολλά τέτοια παιδιά: η πλειονότητα του πληθυσμού αποτελείται από Βορειοαφρικανούς εβραϊκής καταγωγής, ενώ στην περιφέρεια της πόλης κατασκηνώνουν οι Βεδουίνοι.

    Η Αλόνα Μπάρκατ, γράφει η Corriere della Sera, εμφύσησε αμέσως το πνεύμα της στην ομάδα: «Ξεκαθάρισα ότι ο ρατσισμός και ο σεξισμός δεν έχουν θέσει στο γήπεδό μας. Οι παίκτες μας είναι εβραίοι, μουσουλμάνοι, χριστιανοί και όλοι τους κρίνονται με βάση την αξία τους» δηλώνει. Η διαφορά από αυτήν την άποψη είναι εμφανής με την Μπεϊτάρ της Ιερουσαλήμ, η διοίκηση της οποίας εξακολουθεί να υποκύπτει στις πιέσεις των ακραίων οπαδών της και  να μην αγοράζει μουσουλμάνους παίκτες.

    Οι νίκες ασφαλώς δεν ήρθαν αμέσως. Η Χάποελ εξάλλου ήταν μια ομάδα που το 1952 είχε αποβληθεί από την πρώτη κατηγορία του ισραηλινού πρωταθλήματος λόγω της απόστασης και της ζέστης. Κάποιοι μάλιστα την κατηγορούσαν τότε ότι χρησιμοποιούσε τον καύσωνα των 40 βαθμών για να εξαντλεί τους αντιπάλους της και να κερδίζει. Η έλευση της Αλόνα, όμως, άλλαξε τα πάντα: η νέα ιδιοκτήτρια απομάκρυνε τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς, έβαλε φτηνότερα εισιτήρια για τις γυναίκες και τα παιδιά και κατάφερε να φτιάξει ένα υπερσύγχρονο γήπεδο, το οποίο πλέον είναι γνωστό ως «ο καθεδρικός της ερήμου».

    Κάπως έτσι ήρθαν και τα δυο σερί πρωταθλήματα. Και κάπως έτσι κάποιοι θα εύχονται μάλλον να μην (ξανα)πέσουν στον δρόμο της Αλόνα στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ.

    Φωτό: Ολο και πιο ψηλά. Πηγή: Corriere della Sera



text
  • Ανασχηματισμός; Ε, ναι. Μάλλον χρειάζεται


    29 Μαρτίου 2024, 09:39