1059
|

Τι είδα στη Μυτιλήνη

Ξένια Μπολομύτη Ξένια Μπολομύτη 4 Σεπτεμβρίου 2015, 18:39

Τι είδα στη Μυτιλήνη

Ξένια Μπολομύτη Ξένια Μπολομύτη 4 Σεπτεμβρίου 2015, 18:39

Η Μυτιλήνη που άφησα πίσω έχει μυρωδιές, ήχους και χρώματα, που κάνουν τον αποχωρισμό γλυκόπικρο. Έχει φωνές που ξεγλιστρούν σαν αερικά από τα καλντερίμια, έτσι όπως χαϊδεύει ο ήλιος τα αιγαιοπελαγίτικα νερά. Έχει χωριά-μνημεία στην παράδοση, αυτά που οι τουρίστες προσπερνούν ή απλά επισκέπτονται για ένα μισάωρο, ίσα-ίσα για να πουν το «πήγα και εκεί». Είναι η Βατούσα, η Άντισα, η Αγιάσος, που σε μεθάνε με αυτή την αρχιτεκτονική δομή τους, τα σοκάκια, που ποδοπάτησαν οι δικοί μας τότε πρόσφυγες.

Το νησί ήθελα να το επισκεφτώ χρόνια. Για όλα τα παραπάνω, την ιστορία του, τις ομορφιές του, τις ιστορίες του πατέρα μου από το 1968-69, τη συνάντησή του με τον Ελύτη στην Πέτρα και το μπαλκονάκι με το φαναράκι που του έδινε όσο φως χρειαζότανε τα βράδια για να φωτίσει μετά και εμάς με τα γεγραμμένα του. Ήθελα όμως να δω στα μάτια, αυτούς που ξεριζώνονται. Αυτούς, που σου θυμίζουν την προσφυγιά των προγόνων σου, αυτήν για την οποία λίγοι πια μιλούν, λες και σκέπασε την Ιστορία μας ένα λευκό αιματοβαμμένο σεντόνι, το οποίο κρεμάστηκε και αυτό με τη σειρά του σε μια πέτρινη λήθη.

Φτάνει πια με τους δημοσιογραφίσκους της συμφοράς. Αυτούς που έρχονται, βγάζουν 2-3 φωτογραφίες, ξεζουμίζουν τους ντόπιους για να μεγαλουργήσουν στο ρεπορταζιακό τους «δράμα», σπέρνοντας φόβο, ρατσισμό ενίοτε, χωρίς να λερώνουν ούτε ένα δαχτυλάκι προσφέροντας κάτι, βρε αδερφέ, έστω ένα μπουκάλι νερό. Και δώσ’ του μετά, να μοντάρουν την τραγωδία που θα τους φέρει νούμερα και θα ξεσηκώσει το θυμικό.

«Mας έχουν παρατήσει κυβέρνηση, δημοσιογράφοι, όλοι τους. Έρχονται εδώ να τραβήξουν τα βιντεάκια τους και τρέχουν μετά σαν κυνηγημένοι. Ποιος ήρθε εδώ στον βορρά να δει τι γίνεται; Κάθε μέρα εφτά βάρκες σκάνε στην Κάγια. Εφταλού να δεις τι γίνεται και στη γωνιά στον Κόρακα», μου λέει ο κ. Λάκης και η φωνή του βγαίνει βαθύτερα από τα σωθικά του. «Θα δεις και σήμερα τι έχει να γίνει, κανείς δεν έρχεται να μας βοηθήσει να μαζέψουμε τα σωσίβια, τα φουσκωτά, έστω μία-δύο φορές την εβδομάδα, εμείς ό,τι κάνουμε, κοπελιά μου». Μαζί με τον κ. Λάκη, μια Γερμανίδα και μια Ολλανδή, ξεκινήσαμε να μαζεύουμε σε σωρούς, ρούχα, σωσίβια και ό,τι απομεινάρι άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι, που τους εμπορεύονται ωσάν κοπάδια ζώων από την άλλη μεριά.

«Τους στοιβάζουν σε ένα φουσκωτό και τους αφήνουν στο έλεος του Αιγαίου. 7 ½ μίλια είναι από εδώ, αλλά δεν ξέρουν πού πηγαίνουν, 80.000 ευρώ κοστίζει αυτό που βλέπεις», μου λέει δείχνοντάς μου δύο τρύπια φουσκωτά στην ακροθαλασσιά. «Eθελοντές υπάρχουν εδώ στο νησί και βοηθάνε και ξένοι, ο καθένας παίρνει και κάτι στο αυτοκίνητό του, αλλά τι να το κάνεις; Έχουμε στείλει έγγραφα, καμία απάντηση, αδιαφορία πλήρης». Σκισμένα διαβατήρια, έγγραφα, φωτογραφίες, χάπια, παπούτσια. Τα σωσίβια γίνονται ένας πορτοκαλόμαυρος σωρός αρμυρής ελπίδας. Υδάτινα δάκρυα αναμεμειγμένα με αλμύρα. «Είναι και κάποιοι που περιμένουν σαν κοράκια, να έρθουν να τις πάρουν, μπας και πουλήσουν τίποτα, αλλά τι να πουλήσεις, παράνομα είναι όλα τα φουσκωτά».

03:30 μ.μ. Γυρνάω από μια δεύτερη γύρα, να βάλω στο αυτοκίνητο ό,τι μπορώ. Αγναντεύω. Διακρίνω κάτι που κιτρινίζει στον ορίζοντα. Παίρνω τα κιάλια του κ. Λάκη, που τα άφησε στην καρεκλίτσα του πριν πάει για φαγητό. Θέλω και δεν θέλω να κοιτάξω. Ένα φουσκωτό. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Ένα κατευθύνεται στον Κόρακα, ένα προς τα εμάς εδώ στην Κάγια, δύο προς τους κόλπους της Εφταλού. Δεν ξέρω πόσες φορές είπα «δεν το πιστεύω», βλέποντας έναν σωρό όρθιων κορμιών, με τα άκρα τους να κρέμονται στην επιφάνεια της θάλασσας. Μάλλον, δεν ήθελα να το πιστέψω. Αρχίζουν να μαζεύονται ντόπιοι και ξένοι για βοήθεια. Το φουσκωτό πλησιάζει, ακούς πια καθαρά φωνές, κάποιοι πηδούνε στη θάλασσα και έρχονται κολυμπώντας. Πλησιάζουμε και εμείς.

Δεν έχω σάλιο να καταπιώ. Λες και συσσωρεύτηκε όλη η υγρασία που κουβαλώ στο σύστημά μου και στρογγυλοκάθισε στην άκρη των ματιών μου. Δέκα μέτρα πριν από την ακτή, σηκώνουν τα χέρια τους ψηλά, φωνές χαρούμενες, χαρά σκέφτομαι για ένα βήμα κοντύτερα ακόμα στην ελευθερία. Κατεβαίνουν. Δεν ξέρουν πού είναι, δεν ξέρουν ποιοι είμαστε, δεν ξέρουν πού να πάνε. Βγαίνουν και όσοι δουλεύουν στο ομώνυμο ταβερνάκι με εξάδες μπουκάλια νερού. Κάνουν σειρά και τα μοιράζουν με ένα ‘’welcome’’. Σύριοι όλοι τους. Ευγενικοί, σκυθρωποί, με μάτια όμορφα, βαθιά.

Επόμενος σταθμός Συκαμινιά, τους δίνουμε έναν χάρτη, σημειώσεις στα Αγγλικά και ξεκινάν μετά από ένα μισάωρο. Κάθομαι στο ταβερνάκι και ακούω τους δίπλα «πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόση ενοχή». Δε μιλάω, ο καθένας βιώνει όλο το σκηνικό στον δικό του χωροχρόνο. Και αυτός πια δεν υπάρχει, θυμάμαι τον παππού και τη γιαγιά μου, που ήρθαν από τον Πόντο και αφήνω τελικά τους δακρυγόνες αδένες να κάνουν τη δουλειά τους, μπας και επανέλθει το χτύπος μου στα φυσιολογικά του. Παραγγείλαμε να φάμε. Γεύμα μακράς διαρκείας, ένα με την καρέκλα και τη σιωπή, δεν κατέβαινε μπουκιά. Τρεις παρέες. Το μόνο που κάναμε για την επόμενη τουλάχιστον ώρα είναι να κοιτάμε τον ορίζοντα.

Στον δρόμο, παρέα με τα σωσίβια και τα μπουκάλια νερό στο αυτοκίνητο, δύο παλικάρια μάς κάνουν σινιάλο ‘’women and children’’, γυναικόπαιδα, να τα πάμε πιο πέρα εκεί που είναι οι άλλοι. Ανεβαίνουν δύο γυναίκες με τα παιδιά τους πίσω. Λένε "thank you" πάνω από δέκα φορές. Μετά σιωπή. Αυτή η σιωπή που κρατάει αιώνες. Κοιτάω δειλά από τον καθρέφτη. Χαμηλά βλέμματα, τα παιδιά ζωηρά, παίζουν με το κεφαλάκι της θέσης μου. 30’ οδήγησης και ήταν σα να περνούσα δεύτερη φορά εξετάσεις. "Athens", λένε. "Μυτιλήνη πρώτα" τους λέω, "καράβι κτλ". "Utrecht, Germany", λέει ο άλλος. Χαμένοι στη μετάφραση, χαμένοι και στους χάρτες. Αφγανοί αυτή τη φορά. Μία μητέρα γύρω στα εβδομήντα με τους τρεις γιους της. Τρεις χώρες πέρασαν με τα πόδια και συνεχίζουν. Δεν ξέρουν πού είναι η Αθήνα, τους είπαν από απέναντι ότι μόλις φτάσουν είναι κοντά.

Οι εκλογές πλησιάζουν, τα τηλεοπτικά παράθυρα στάζουν φανατισμό και αγνωμοσύνη και μίσος για το αν φοράνε γραβάτες οι αντίπαλοι πολιτικοί ή όχι, οι πρόσφυγες προσφέρουν ματσάκια χαρτονομίσματα χτυπώντας πόρτες για να κάνουν ένα μπάνιο. Έλλειψη υποτυπώδους συντονισμού από τα κυβερνητικά όργανα. Όλη η αλήθεια της χώρας σε μία φράση δεμένη «ανθρώπους έχουμε, πολιτικούς δεν έχουμε».

Στέλνω μόνο αυτή τη φωτογραφία. Ένας μικρούλης που κάτι ξέχασε στην ακτή και έτρεξε πίσω να το πάρει. Ένα μπλουζάκι ήταν, ποδοσφαιρικής ομάδας. Τα άλλα θα τα κρατήσω στο νου και την ψυχή, για να θυμάμαι ότι την ανθρωπιά θα τη βρίσκεις πάντοτε, κουρνιασμένη, αλλά έτοιμη να καταβροχθίσει τον πόνο. Ταξιδέψτε στη Μυτιλήνη. Γνωρίστε αυτό τον ευλογημένο τόπο και τους κατοίκους του, κλείστε τις τηλεοράσεις και τις φωνές που σας ποτίζουν φόβο.

Ας είναι ο χειμώνας ελαφρύτερος, αυτό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News