Οι Times για την τρυφηλή ζωή των γόνων ενός καθεστώτος / Οι New York Times για τον αμερικανό σκηνοθέτη που λάτρεψε έναν γάλλο συγγραφέα / Το Spiegel για το τι μπορεί να διδάξει η σάτιρα σε ένα ακροδεξιό κόμμα / H Telegraph για κάτι που συμβαίνει σε Οξφόρδη και Κέιμπριτζ / Και οι New York Times…
  • The Times

    Βενεζουέλα/ Ντόλτσε βίτα για τα παιδιά του καθεστώτος

    Συμβαίνει με όλα τα καθεστώτα του είδους – γιατί η αγαπημένη Βενεζουέλα να αποτελέσει εξαίρεση; Ενώ ο πολύς κόσμος υποφέρει από την πείνα, καταγγέλλουν οι γνωρίζοντες, παιδιά και κολλητοί του καθεστώτος ζουν πολυτελώς στο εξωτερικό. Οι πληροφορίες προέρχονται από τον λογαριασμό VVsincensura που άνοιξε η αντιπολίτευση στο Twitter καλώντας τους χρήστες να ανεβάζουν φωτογραφίες με τα μέλη της πολιτικής ελίτ που κάνουν τη ζωή της εκτός συνόρων. Οι φωτογραφίες δεν είναι δύσκολο να βρεθούν, τις ανεβάζουν οι ίδιοι οι γόνοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, Σε μια από αυτές, για παράδειγμα, εικονίζεται η Λουτσία Ροντρίγκες, κόρη του δημάρχου του Καράκας Χόρχε Ροντρίγκες και ανιψιά της υπουργού Εξωτερικών Ντέλτσι Ροντρίγκες.

    Και οι δυο Ροντρίγκες, γράφουν οι Times, καταγγέλλουν την αντιπολίτευση ως «μπουρζουαζία». Σωστό, υπό την προϋπόθεση πως αναγνωρίζουν πως οι ίδιοι ανήκουν στην αριστοκρατία. Γιατί από τις δυο κόρες του Ούγκο Τσάβες, η μεγαλύτερη ζει στη Νέα Υόρκη όπου κολυμπάει στα πλούτη και μοιράζεται με την Πάρις Χίλτον την αγάπη της για τα μικρά πετ και η άλλη σπουδάζει στη Σορβόννη. Ενώ άλλες οικογένειες που συνδέονται με το καθεστώς Μαδούρο αποφάσισαν να συνεχίσουν τη ζωή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες – την «αυτοκρατορία του κακού», όπως θα έλεγαν άλλοτε. Από τις φωτογραφίες φαίνεται να προτιμούν το Μαϊάμι. Γιατί έχει και ζέστη αλλά και ωραιότατες ιδιωτικές πισίνες για να δροσιστείς.

    Φωτό: Η δισεκατομμυριούχος κόρη του Ούγκο Τσάβες, Μαρία Γκαμπριέλα, και το οικόσιτό της μας βγάζουν τη γλώσσα. Πηγή: The Times/Facebook
  • Der Spiegel

    Σάτιρα/ Ενα σπουδαίο μάθημα πολιτικής ορθότητας

    Θα μπορούσε να είναι ένα πολύ πετυχημένο ανέκδοτο για την πολιτική ορθότητα. Είναι όμως μια απολύτως πραγματική ιστορία (κι ένα πολύτιμο μάθημα) με πρωταγωνιστές ένα πρωτοκλασάτο στέλεχος του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), τον σατιρικό παρουσιαστή Κρίστιν Εγχρινκ και έναν δικαστή του Αμβούργου.

    Ολα ξεκίνησαν όταν η ακροδεξιά πολιτικός Αλις Βέιντελ δήλωσε σε συνέδριο του κόμματός της στην Κολωνία ότι «η πολιτική ορθότητα ανήκει στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας». Ο παρουσιαστής δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη στην εκπομπή του: «Εχουμε όλοι άδικο. Η μόνη που έχει δίκιο είναι αυτή η πουτάνα η ναζίστρια». Η πολιτικός ασφαλώς θίχτηκε. Και όπως μας πληροφορεί το Spiegel, κατέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας την τιμωρία του παρουσιαστή.

    Αλλά ο δικαστής έπιασε ακριβώς το νόημα της σάτιρας. Ο στόχος της, εξήγησε, ήταν να δείξει στην πολιτικό τι μπορεί να σημαίνει η απουσία πολιτικής ορθότητας. Κι έπειτα, η σάτιρα είναι πάντα σάτιρα: δεν θα πρέπει να την βλέπει κανείς έξω από αυτό το πλαίσιο. Θα το κατάλαβε άραγε αυτή η… Μα πώς να την πει κανείς;

    Φωτό: Με τέτοιο βλέμμα πάντως, ναζίστρια θα μπορούσε να είναι.  Πηγή: Der Spiegel
  • The Telegraph

    Ανισότητες/ Μόνο 95 μαύροι φοιτητές στους 4.000

    Μα μόνο 95 από τους 4.000 να είναι αφροκαραϊβικής καταγωγής; Αυτή η δυσαναλογία στους πρωτοετείς των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ δεν πέρασε απαρατήρητη από τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Και η αφορμή στάθηκε από μια φωτογραφία: παίρνοντας παράδειγμα από τους συναδέλφους τους στο Γέιλ, οι λίγοι μαύροι φοιτητές του Κέιμπριτζ στήθηκαν μπροστά στον φωτογραφικό φακό με φόντο το κολέγιο του Σεντ Τζον για να ανεβάσουν στη συνέχεια τη φωτογραφία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου κοινοποιήθηκε από εκατομμύρια χρήστες.

    Κρίνοντας κανείς από το γεγονός ότι οι ασιάτες φοιτητές είναι πάρα πολλοί, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα φημισμένα πανεπιστήμια δεν μπορούν να κατηγορηθούν για ρατσισμό. Το πρόβλημα, ωστόσο, υπάρχει. Και δείχνει ότι αν κάποιες μειονότητες έχουν ενταχθεί στον κοινωνικό ιστό της Βρετανίας μέσα από την εκπαίδευση ή την αγορά εργασίας, κάποιες άλλες βιώνουν έναν κάποιον αποκλεισμό. «Το πρόβλημα – εξηγεί στην Telegraph ο 19χρονος φοιτητής της Ιατρικής Ντάνιελ Ολιμποϊέντε – είναι ότι παιδιά σαν και μένα δεν ενθαρρύνονται να θέτουν ψηλά τον πήχη».  Ε, κάποιος ευθύνεται γι’ αυτό.

    Φωτό: Προσέξτε τη σύνθεση: δεν υπάρχει ούτε ένα κορίτσι. Πηγή: The Telegraph
  • The New York Times

    Διηγήσεις/ Αναζητώντας το ίνδαλμά σου

    «Παντρεύτηκα την Ζαν Μορό το 1977 σε ένα δημαρχείο στο Παρίσι. Η Μορό ήταν μία από τις αναγνωρισμένες ηθοποιούς της γενιάς της και οι καλεσμένοι μας ήταν όλοι τους γνωστοί: ο Ζακ Σιράκ, που θα γινόταν σύντομα δήμαρχος της πόλης, έβγαλε λόγο, μάρτυρας ήταν ο σκηνοθέτης Αλέν Ρενέ, ο οποίος εξάλλου με είχε γνωρίσει στη Ζαν μαζί με τη γυναίκα του, Φλοράνς Μαλρό, κόρη του συγγραφέα Αντρέ Μαλρό».

    Αρχίζει με αυτήν την σκηνή τη διήγησή του στους New York Times ο Ουίλιαμ Φρίντκιν, δημιουργός αριστουργημάτων της 7ης Τέχνης όπως  «Ο εξορκιστής» και «Ο άνθρωπος από τη Γαλλία». Αλλά εδώ δεν μιλάει για τον κινηματογράφο. Μιλάει για τη λατρεία του, στα όρια της εμμονής, για τον Μαρσέλ Προυστ. Και τι σχέση έχει η σκηνή του γάμου με τη Ζαν Μορό; Για να δούμε: «Επειτα από λίγη σαμπάνια και μια σύντομη τελετή από την οποία δεν κατάλαβα ούτε λέξη, η Ζαν κι εγώ κάναμε μια βόλτα στον Κήπο του Κεραμεικού συνοδευόμενοι από ένα σμήνος παπαράτσι. Ηταν ο πρώτος μου γάμος, ο δεύτερος δικός της. Είδα τις φωτογραφίες μου από την τελετή, έμοιαζα εξαντλημένος και χαμένος».

    «Εκείνη την πρώτη χρονιά περάσαμε το καλοκαίρι στον πύργο της στο Λα Γκαρντ-Φρεϊνέ, ένα μεσαιωνικό χωριό που βρισκόταν στα υψώματα πίσω από το Σαν Τροπέ. Δεν είχα καμιά προοπτική στη δουλειά. Το τελευταίο μου φιλμ, “Το «Μεροκάματο του Φόβου”, για το οποίο πίστευα ότι ήταν το καλύτερό μου, είχε απορριφθεί από την κριτική και το κοινό. Αφέθηκα στην άπραγη ζωή της γαλλικής επαρχίας, η οποία ξεκινούσε με μακρινούς πρωινούς περιπάτους ως το χωριό για καφέ και κρουασάν. Οι ιδιοκτήτες του καφέ δεν ήταν και πολύ φιλικοί. Στον πέτρινο τοίχο είχαν κρεμάσει μια ταμπέλα που έγραφε: “Παριζιάνοι γυρίστε σπίτια σας”. Μπορούσα εύκολα να φανταστώ τι ένιωθαν για τους Αμερικάνους».

    Ηταν συνήθως μετά τον δείπνο που η Ζαν Μορό διάβαζε στον αμερικανό σύζυγό της το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προύστ. Διάβαζε από το πρωτότυπο και στη συνέχεια μετέφραζε στα αγγλικά. Σιγά σιγά ο Ουίλιαμ Φρίντκιν άρχισε να σαγηνεύεται από τη γλώσσα του μεγάλου λογοτέχνη, τη σύνθετη δομή των χαρακτήρων και τον τρόπο που περιπλέκονταν οι ζωές τους.

    Αυτές οι λογοτεχνικές βραδιές, όμως, δεν στάθηκαν ικανές να τους ενώσουν για πολύ. Επειτα από δυο χρόνια, το ζεύγος κατάλαβε ότι οι κόσμοι τους ήταν πολύ διαφορετικοί. Κι έτσι, ο γάμος τους τελείωσε. Οχι όμως και η λατρεία του Ουίλιαμ Φρίντκιν για τον Προυστ. Συνέχισε να διαβάζει το μυθιστόρημα, συχνά με δυσκολία, έως την αποκάλυψη του έβδομου και τελευταίου τόμου. Αλλά και τότε δεν σταμάτησε: «Εβρισκα τον χρόνο κάθε μέρα να επιστρέφω σε κάποια αποσπάσματα, σαν να ήταν τα αγαπημένα μου κομμάτια από έναν δίσκο μουσικής».

    Τα επόμενα δέκα χρόνια, ο Φρίντκιν θα είχε καταβροχθίσει οτιδήποτε είχε γραφτεί για τον Προυστ. Και θα επέστρεφε στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με έναν μοναδικό σκοπό: να ακολουθήσει τα βήματά του, να δει τα μέρη που έζησε κι εκείνα που έγραψε. Ξεκίνησε από τη σουίτα του ξενοδοχείου Ritz όπου ο Προυστ φιλοξενούσε συχνά δείπνα για φίλους για να καταλήξει κάποια στιγμή στο Λύκειο Κοντορσέ, το σχολείο που φοίτησε το λογοτεχνικό του ίνδαλμα από το 1882 έως το 1889.

    Κι αυτή είναι η σκηνή με την οποία αξίζει να κλείσει κανείς αυτήν την υπέροχη διήγηση: «Ανάμεσα στους εκατοντάδες των αξιόλογων αποφοίτων του ήταν οι ζωγράφοι Πιερ Μπονάρ και Ανρί Τουλούζ Λοτρέκ, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Δουμάς υιός και ο φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Δεν είχα ραντεβού. Βρήκα μια καλοντυμένη μεσήλικη γυναίκα που μου συστήθηκε ως υπεύθυνη του αρχείου του σχολείου. “Μπορώ να σας βοηθήσω;” ρώτησε. “Το ξέρετε ότι ο Μαρσέλ Προυστ πήγαινε σε αυτό το σχολείο;” ρώτησα συνεσταλμένα. Αντιγύρισε τη συστολή μου με έναν κάποιο χλευασμό. “Πρέπει να είστε Αμερικανός” είπε, πράγμα που παραδέχθηκα σχεδόν με ντροπή. Φαινόταν επιφυλακτική. “Γιατί ενδιαφέρεστε για τον Μαρσέλ Προυστ;”. Της είπα ότι με ενέπνεε η δουλειά του και ότι ήθελα να βρω οτιδήποτε μπορούσα γι’ αυτόν. “Γιατί δεν διαβάζετε τις βιογραφίες του;”. Της είπα ότι είχα διαβάσει τα πάντα. “Και δεν μείνατε ικανοποιημένος;”. “Μόνο πιο περίεργος”. “Είστε συγγραφέας;”. “Οχι”. Με ρώτησε τι ήμουν και της είπα σκηνοθέτης αλλά ότι δεν ήθελα να κάνω ταινία για τον Προυστ. Με κοίταξε σαν να αναρωτιόταν εάν αστειευόμουν. Πρέπει να αποφάσισε πως δεν αστειευόμουν γιατί η στάση της έγινε πιο φιλική: “Θα θέλατε να σας δείξω κάτι από τη δουλειά που έκανε όσο ήταν εδώ;”».

    Με αυτήν τη διήγηση, ο Ουίλιαμ Φρίντκιν μας μαθαίνει ό,τι έμαθε ο ίδιος από τον Προυστ: να εκτιμούμε την αξία ακόμη και των φαινομενικά πιο ασήμαντων πραγμάτων.

    Φωτό: Το Salon Proust στο πρόσφατα ανακαινισμένο Ritz. Αυτό σημαίνει να τιμάς την ιστορία σου. Πηγή: The New York Times/ Patrick Tourneboeuf



text
  • Ανασχηματισμός; Ε, ναι. Μάλλον χρειάζεται


    29 Μαρτίου 2024, 09:39